Το βράδυ της Πέμπτης 27 Ιανουαρίου _ και ενώ αστυνομικές δυνάμεις απέκλειαν το κέντρο της Αθήνας γύρω από τη Νομική Σχολή, όπου οι καταληψίες μετανάστες βρίσκονταν σε διαπραγματεύσεις με εισαγγελείς και πρυτανικές αρχές _ στο νεοκλασικό του Δανικού Ινστιτούτου στην Πλάκα Δανοί της Ελλάδας και φίλοι της δανικής λογοτεχνίας υποδέχονταν τον συγγραφέα Γενς Κρέστιαν Γκρένταλ.

Γεννημένος στο Λίνγκμπι, βόρεια της Κοπεγχάγης, το 1959, ο πανύψηλος Γκρένταλ είναι ένας μειλίχιος γίγαντας. Σπούδασε Κινηματογράφο και εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα το 1985, την ίδια χρονιά που απέκτησε και το πρώτο από τα τέσσερα παιδιά του. Από τους επιφανείς συγγραφείς στη χώρα του, έχει γράψει δεκαπέντε και πλέον μυθιστορήματα και έχει μεταφραστεί σε 25 γλώσσες. Στη Γαλλία τον αγαπούν ιδιαίτερα. Μάλιστα, πέρυσι τον τίμησαν με τον τίτλο του Γαλλικού Τάγματος Τεχνών και Γραμμάτων και άλλες τιμές στη Διεθνή Εκθεση Βιβλίου στο Παρίσι. Αλλά και στον αγγλόφωνο κόσμο τον εκτιμούν. Το έργο του «Et andet lys» (2002) _ «An Altered Light» (2005) στην αγγλική του μετάφραση _ ήταν υποψήφιο για το αναγνωρισμένο βραβείο Ιnternational IMPAC Dublin Literary Award το 2006.

Στην Ελλάδα κυκλοφορούν μονάχα δύο τίτλοι του: «Ο ήχος της καρδιάς» (Πόλις, 2005) και «Βιρτζίνια» (Πόλις, 2007). Καπακωμένα μυστικά και ερωτήματα του παρελθόντος που έμειναν αναπάντητα αναζητούν στο παρόν εξιλέωση και απαντήσεις. Τυχαία _ αλλά μοιραία _ γεγονότα αφυπνίζουν τους ήρωές του και τους οδηγούν σε ταξίδια στην παιδική ηλικία προκειμένου να κατανοήσουν τον εαυτό τους και να ερμηνεύσουν τη ζωή τους.

Ο Γκρέντελ ενδιαφέρεται κατά βάση για τους πυρήνες της ανθρώπινης ύπαρξης. Οι ιστορίες του αναπτύσσονται γύρω από θέματα που συνήθως αποκαλούμε κλασικά: η αναζήτηση νοήματος στη ζωή, οι σχέσεις με τον εαυτό μας, με την οικογένεια, με τους άλλους. Επαναλαμβανόμενο θέμα ο έρωτας. Είναι ο τρόπος με τον οποίο οι μοναχικοί άνθρωποι βγαίνουν από την απομόνωσή τους, είπε ο συγγραφέας, και συνδέονται με τους άλλους, με τον κόσμο.

Για αυτά και περισσότερα θέματα συζήτησε στο Δανικό Ινστιτούτο με τη δική μας Αμάντα Μιχαλοπούλου, σε εξαιρετικά αγγλικά. Τον συγγραφέα παρουσίασε η μορφωτική ακόλουθος της Δανικής Πρεσβείας Παναγιώτα Γούλα. Κάπου μέσα σε αυτό το φορτωμένο πρόγραμμά του στην Αθήνα με ξεναγήσεις και συζητήσεις χώρεσε και η δική μας κατ’ ιδίαν συνομιλία.

_ Πρώτη φορά επισκέπτεστε τη χώρα μας;

«Πρώτη φορά επισκέπτομαι την Αθήνα. Εχω πάει παλιά με τα παιδιά μου στη Σάμο».

?

_ Ποιες είναι λοιπόν οι εντυπώσεις σας από την Αθήνα;

«Από παλιά είχα την επιθυμία να έρθω. Είχα στα νιάτα μου μια πολύ ρομαντική εικόνα για την Αθήνα _ και δεν εννοώ την κλασική Αθήνα αλλά και την πόλη των νεότερων χρόνων. Τη φανταζόμουν μια πόλη ενδιαφέρουσα. Σήμερα περπατώντας την διαπίστωσα ότι είναι πολύ ζωντανή πόλη».

?

_ Ποια μέρη επισκεφθήκατε;

«Κατ’ αρχάς, την Ακρόπολη βέβαια. Ξέρετε, ενώ γνώριζα για τον Παρθενώνα και την ιστορία του, δεν ήξερα ότι από εκεί ψηλά μπορείς να δεις τη θάλασσα. Και η θέα της πόλης από εκεί πάνω… Τα σπίτια που μακριά έμοιαζαν με μικρά χαλίκια… Σκεφτόμουν πόσοι άνθρωποι στην Αθήνα σηκώνουν ψηλά τα μάτια και αντικρίζουν τον Παρθενώνα. Ξαφνικά συνειδητοποίησα πόσο ευφυής ήταν η επιλογή της τοποθεσίας για την ανέγερση του ναού και πόσο ένα κτίριο που χτίστηκε πριν από χιλιάδες χρόνια εξακολουθεί να κυριαρχεί με την παρουσία του στην πόλη. Το βρίσκω συγκλονιστικό».

?

_ Επισκεφθήκατε και το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης υποθέτω.

Ποια είναι η άποψή σας για το θέμα της επιστροφής στην Ελλάδα των Γλυπτών του Παρθενώνα;

«Ενώ περιηγούμουν στα εκθέματα του Μουσείου ήταν προφανές ότι κάτι λείπει. Φυσικά και πρέπει να επιστρέψουν τα Γλυπτά. Δεν είμαι βέβαια της άποψης ότι κάθε κομμάτι εθνικής ιστορίας που βρίσκεται στα μουσεία του κόσμου θα πρέπει να επιστρέψει στη χώρα από την οποία προήλθε. Είναι πολύ σημαντικό το ότι υπάρχουν δείγματα πολιτισμών, ιδιαίτερα του δικού σας πολιτισμού, σκορπισμένα σε όλον τον κόσμο. Εκτός από εθνικό απόκτημα, αποτελούν επίσης μέρος της πολιτισμικής ανταλλαγής. Εχει μεγάλη σημασία για τους καλλιτέχνες και τους αρχιτέκτονες να μπορούν σε ένα μουσείο στη χώρα τους να δουν επιτεύγματα ενός άλλου πολιτισμού και να εμπνευστούν από αυτά.

Εχοντας ξεκαθαρίσει αυτό καταλαβαίνω ότι τα συγκεκριμένα Γλυπτά είναι αποφασιστικής σημασίας για τη γενεαλογία σας και νομίζω ότι θα έπρεπε να βρίσκονται σε αυτό το όμορφο νέο μουσείο που χτίσατε».

?

_ Περπατώντας στην πόλη είχατε την αίσθηση ότι βρίσκεστε σε μια χώρα που ταλανίζεται από μεγάλα οικονομικά προβλήματα;

«Για να είμαι ειλικρινής, αυτό δεν το παρατήρησα. Αυτό που μου έκανε εντύπωση είναι άλλο… Φίλοι μού έλεγαν ότι η Αθήνα είναι μια πόλη θορυβώδης, βρώμικη, με μεγάλη ατμοσφαιρική ρύπανση. Εγώ βρήκα μια πόλη φιλήσυχη _ ξέρω ότι δεν είναι απόψε _, καθαρή, που σε προκαλεί να την περπατήσεις. Καταλαβαίνω ότι έγιναν πολλές αλλαγές με αφορμή τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ξέρω ότι περνάτε δύσκολους καιρούς, μίλησα με ανθρώπους, αλλά τα σημάδια της κρίσης δεν τα είδα».

?

_ Γνωρίζετε ότι η πόλη είναι ανήσυχη απόψε.

Είστε ενήμερος λοιπόν για τους μετανάστες που έχουν καταλάβει τη Νομική Σχολή. Ποια είναι η εμπειρία σας στο μεταναστευτικό ζήτημα από τη δική σας χώρα;

«Εχουμε μετανάστες στη Δανία, αλλά όχι πολλούς, όπως στη Γαλλία ή όπως εδώ, διότι η χώρα μου δεν ανήκε στους παραδοσιακούς προορισμούς μεταναστών, κυρίως για γεωγραφικούς λόγους. Σε ό,τι αφορά την αντιμετώπισή τους, έχετε υπόψη ότι οι Δανοί έχουμε μάλλον τη νοοτροπία της κλειστής κοινωνίας. Αυτό οφείλεται αφενός σε έναν βαθμό επαρχιωτισμού που μας διακρίνει, επειδή πάντοτε αισθανόμασταν κάπως μακριά και απομονωμένοι σε σχέση με το κέντρο των γεγονότων στην Ευρώπη. Από την άλλη, η Δανία έγινε έθνος-κράτος σχετικά όψιμα. Η έννοια του κράτους βασίστηκε στην υπηκοότητα αφενός αλλά και στη ρομαντική ιδεολογία της εθνικότητας αφετέρου. Και εκεί αρχίσαμε να έχουμε πρόβλημα με την ιδέα τού να είναι κάποιος Δανός, δίχως όμως να μοιράζεται αυτή τη ρομαντική ιδέα της “δανικότητας”. Αυτά παίζουν ρόλο στον τρόπο με τον οποίο δεχόμαστε τους μετανάστες».

?

_ Τους αντιμετωπίζετε με επιφύλαξη;

«Το θέμα έχει πολλές πτυχές. Κάθε χώρα θα πρέπει να περιμένει ότι είναι αναμενόμενο και νόμιμο να επιθυμούν οι μετανάστες να ενσωματωθούν στην κοινωνία της. Από την άλλη, ως κοινωνίες υποδοχής, είναι επίσης νόμιμο να ζητάμε από τους μετανάστες να αφήσουν πίσω συμπεριφορές και παραδόσεις που εναντιώνονται στην ιδέα της ισότητας των φύλων και στις δημοκρατικές ελευθερίες.

Με αυτά ως δεδομένο, υπάρχει κάποια εχθρικότητα στον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τους ξένους, πράγμα που ίσως τους κάνει να απομονώνονται περισσότερο από ό,τι αλλού. Αυτή είναι η δανική εκδοχή του ζητήματος».

?

_ Ζητήματα διαφορετικότητας,

εθνικής, θρησκευτικής, πολιτισμικής, σας απασχολούν στα βιβλία σας. Ποια είναι η προσωπική σας θέση απέναντι στον Αλλον;

«Ο δικός μου σκοπός δεν είναι να τονίσω τη σύγκρουση των διαφορετικών πολιτισμών. Τα βιβλία μου μιλούν για άτομα που προσπαθούν να διατηρήσουν την ανθρωπιά και την αξιοπρέπειά τους σε μια εποχή όπου όλοι έχουν εμμονή με την ταυτότητά τους. Αυτά τα θέματα, της καταγωγής, του ανήκειν, της ταυτότητας αν θέλετε, συνήθως τα παρατηρώ όπως ξετυλίγονται στο πλαίσιο μιας οικογένειας, γιατί πιστεύω ότι είναι στενά συνδεδεμένα με το ζήτημα της οικογένειας. Η οικογένεια μας δίνει πληροφορίες, είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο στοιχειοθετείται η ταυτότητά μας. Τα παιδιά μεταναστών, π.χ., βιώνουν μια σύγκρουση μέσα τους ανάμεσα σε αυτό που οι γονείς τους θεωρούν πατρίδα τους και σε αυτό που τα ίδια βιώνουν ως πατρίδα, τη νέα χώρα. Πρέπει να χειριζόμαστε λοιπόν αυτά τα ζητήματα με ευαισθησία, να μη μιλάμε με όρους άσπρο-μαύρο».

?

_ Μοιάζει να θεωρείτε κομβική για τη ζωή μας τη σημασία της οικογένειας…

«Οι οικογένειες που περιγράφω στα βιβλία μου είναι οικογένειες διαλυμένες, που έχουν περάσει μέσα από διαζύγια ή άλλες απώλειες. Δεν περιγράφω την οικογένεια όπως ήταν κάποτε, γιατί πιστεύω ότι εκείνο το μοντέλο δεν μπορεί να επαναληφθεί. Η οικογένεια επιβαλλόταν συχνά βαριά πάνω στα άτομα, ήταν όμως ένα περιβάλλον που μπορούσε να προσφέρει στο άτομο ασφάλεια. Σήμερα που έχουμε κατακτήσει στις κοινωνίες μας άλλους τρόπους για να νιώθουμε ασφαλείς, σήμερα που οι γυναίκες μπορούν να φροντίσουν μόνες τον εαυτό τους, η οικογένεια δεν μπορεί να παίξει τον ίδιο ρόλο που έπαιζε παλιά. Θεωρώ τη χειραφέτηση της γυναίκας το πιο σημαντικό επίτευγμα της νεωτερικότητας και πιστεύω ότι δεν χρειάζεται να νοσταλγούμε τις πατριαρχικές οικογένειες του παλιού καιρού. Με τον αυξημένο βαθμό προσωπικής ελευθερίας στη νεωτερική κουλτούρα η οικογένεια θα είναι πιο ευάλωτη ως θεσμός.

Παράλληλα όμως οι περισσότεροι εύχονται να έχουν οικογένεια, είναι ένας θεσμός που λατρεύουμε, που δίνει νόημα στη ζωή, γιατί μας επιτρέπει να συνδεόμαστε συναισθηματικά με άλλους ανθρώπους. Εκεί μπορείς να είσαι αυτός που είσαι και να σε αγαπούν με τα ελαττώματά σου _ τουλάχιστον σε ιδανικές καταστάσεις. Η οικογένεια πάλι μπορεί να συντρίψει με τρομερό τρόπο το άτομο, τόσο που να χρειάζεται να δραπετεύσεις από την οικογένειά σου. Με χαρακτηρίζει μια αμφιθυμία στον τρόπο με τον οποίο βλέπω την οικογένεια. Σε κάθε περίπτωση, όμως, είτε προερχόμαστε από ευτυχισμένες είτε από δυστυχισμένες οικογένειες, η οικογένειά μας είναι ένα σημείο αναφοράς της προσωπικής μας ιστορίας.

Και για μένα ως συγγραφέα αποτελεί το ιδανικό σκηνικό για να τοποθετήσω το δράμα που περιγράφω στα βιβλία μου, ανάμεσα στην αναζήτηση της ατομικής ελευθερίας και του νοήματος στη ζωή και ανάμεσα στην επιθυμία να συνδεθούμε με τους άλλους, με τις υποχρεώσεις που αυτή συνεπάγεται».

?

_ Το ταξίδι στο παρελθόν και στην παιδική ηλικία είναι βασικό μοτίβο στα έργα σας.

Εκεί πρέπει να αναζητάμε απαντήσεις για όσα μας ταλαιπωρούν στο παρόν;

«Δεν πιστεύω ότι η παιδική μας ηλικία μπορεί να εξηγήσει τα πάντα. Πιστεύω όμως ότι στην παιδική ηλικία και στην πρώτη νεότητα βιώνουμε σημαντικές στιγμές, στην οικογένεια και στις επαφές μας με ανθρώπους έξω από αυτήν, οι οποίες καθορίζουν τον τόνο της ζωής μας. Σε κάθε ζωή υπάρχει μια διαρκής αλληλεπίδραση ανάμεσα στο παρόν και στο παρελθόν. Το παρελθόν είναι μαζί μας για πάντα, μέσα από τις εμπειρίες του παρελθόντος ερμηνεύουμε πράγματι το παρόν. Και η πραγματική ταυτότητα ενός προσώπου _ μια που χρησιμοποιούμε αυτή την πολυσυζητημένη έννοια _ είναι η ιστορία που αφηγείται για το παρελθόν του».

?

_ Ποιες δυσκολίες αντιμετωπίζει σήμερα ένας συγγραφέας που γράφει σε μια γλώσσα

όπως τα δανικά και τα ελληνικά,

που δεν έχουν την ευρεία απήχηση της αγγλικής;

«Είναι δύσκολο να μεταφραστεί το έργο σου. Είναι ρίσκο για τους εκδότες να μεταφράσουν έναν άγνωστο συγγραφέα από μια “μικρή” γλώσσα. Μόλις γίνει η πρώτη μετάφραση νιώθεις ότι ελευθερώθηκες από το κλουβί, γιατί μια “μικρή” γλώσσα την αισθάνεσαι μερικές φορές σαν κλουβί. Αυτό σε ό,τι αφορά την απήχηση. Διότι όταν γράφω εγώ νιώθω εντελώς ελεύθερος στη γλώσσα μου. Οταν γράφω νιώθω ότι υπάρχει κάτι σε αυτό που προσπαθώ να κάνω που δεν μπορεί να περιοριστεί στην κουλτούρα ή στη χώρα που ζω αλλά αφορά γενικότερα την ανθρώπινη ύπαρξη».

?

_ Η λογοτεχνία μάς φέρνει πιο κοντά;

«Στο μυθιστόρημα μένουμε πιστοί σε ατομικές οπτικές γιατί μέσα από αυτές αναπνέει η αφήγηση. Το μυθιστόρημα δείχνει όμως και το πώς τα άτομα συνδέονται το ένα με το άλλο πέρα από τα σύνορα, διότι ο πολιτισμός είναι ένα μόνο από τα επίπεδα της ύπαρξής μας. Κάτω από αυτό υπάρχουν συναισθήματα και βασικές υπαρξιακές αναζητήσεις που είναι ίδια παντού στον κόσμο. Εκφράζονται διαφορετικά σε κάθε πολιτισμό αλλά είναι τα ίδια. Η λογοτεχνία μάς βοηθά να το συνειδητοποιήσουμε. Γι’ αυτό είναι σημαντικό η λογοτεχνία να ταξιδεύει. Οταν μεταφράζουμε κείμενα άλλων γλωσσών και λαών ανακαλύπτουμε πόσο μοιάζουμε τελικά, παρά τις διαφορές μας. Αυτό είναι που περιέγραψα παραπάνω ως συναίσθημα απελευθέρωσης από το κλουβί».