Η Η σκηνοθέτις Αθηνά-Ραχήλ Τσαγγάρη συνάντησε για πρώτη φορά τη συγγραφέα Αμάντα Μιχαλοπούλου το προπερασμένο Σάββατο το απόγευμα την ώρα που η δεύτερη βρισκόταν εγκλωβισμένη (μαζί με τον υπογράφοντα και τον φωτογράφο Χάρη Ακριβιάδη) στο ασανσέρ της πολυκατοικίας τής πρώτης στην οδό Αρδηττού.Συστήθηκαν κυριολεκτικά μέσα από το τζαμάκι της πόρτας του ασανσέρ που είχε σταματήσει περίπου δυο μέτρα από το ισόγειο με αποτέλεσμα η Μιχαλοπούλου (που είναι κλειστοφοβική) να έχει γονατίσει για να δει την Τσαγγάρη.

Είκοσι περίπου λεπτά αργότερα η πόρτα άνοιξε και ενώ υπήρχε ο φόβος αναβολής της προ καιρού προγραμματισμένης κουβέντας,αυτό δεν έγινε χάρη στην άμεση αλληλοεκτίμηση των δύο γυναικών.

Αφορμή για την κουβέντα ήταν η κυκλοφορία στις αίθουσες της πολλαπλώς διακεκριμένης ταινίας «Αttenberg» της Τσαγγάρη και του μυθιστορήματος «Πώς να κρυφτείς» της Μιχαλοπούλου στα βιβλιοπωλεία.Τα στοιχεία του πατέρα και της «χαμένης Ελλάδας» είναι κοινά στα δυο έργα που μάλιστα παρουσιάζονται ταυτόχρονα:το μεν «Αttenberg» κάνει πρεμιέρα στις 9 Δεκεμβρίου,το δε «Πώς να κρυφτείς» παρουσιάζεται την ίδια ημέρα στον Ιανό.Και όπως θα δείτε, αυτά δεν είναι τα μόνα κοινά ανάμεσά τους…

– Καρδιά του «Αttenberg» είναι η περισσότερο φιλική παρά πατρική σχέση μιας 23χρονης κόρης με τον πατέρα της.Κυρία Τσαγγάρη,πώς προέκυψε το σενάριο;

Αθηνά-Ραχήλ Τσαγγάρη: «Ξεκίνησα από μια ερώτηση: “Με φαντάζεσαι ποτέ γυμνή;”. Και αναρωτήθηκα ποιος μπορεί να την κάνει; Και σε ποιον; Στο μυαλό μου ήρθε μια κόρη και ο πατέρας της που δέχεται την ερώτηση και απαντά “όχι, ποτέ”. Ετσι μπήκε η ιστορία των ταμπού στη μέση γιατί η πατριαρχία παραμένει πολύ ισχυρό ταμπού στην Ελλάδα. Ισως η σχέση πατέρα- κόρης που περιγράφω στο “Αttenberg” να είναι η σχέση που θα ήθελα να έχω με τον πατέρα μου, η οποία ήταν μεν καλή αλλά με μια απόσταση».

Αμάντα Μιχαλοπούλου: «Τι παράξενο, αλήθεια. Το βιβλίο μου “Πώς να κρυφτείς” εκτός από το ότι είναι αφιερωμένο στη μνήμη του πατέρα μου περιγράφει την ιστορία ενός αγοριού που μεγαλώνει με δυο πατεράδες. Τον Ελληνα και τον Γερμανό που τον έχει απαγάγει από τα 4 ως τα 11- οπότε το πρότυπο του πατέρα διαστρεβλώνεται εντελώς. Σε αντίθεση με την ταινία της Αθηνάς, εδώ η σχέση παιδιού- πατέρα δεν είναι καλή. Ο χαρακτηριστικός πατέρας της ελληνικής οικογένειας δεν ήταν κάποτε ο πατέρας αυτής της ταινίας αλλά ο κάπως αποκομμένος, που δούλευε, που αγαπούσε μεν τα παιδιά του αλλά χωρίς να μπορεί να δώσει τη συναισθηματική στήριξη που έδινε η μητέρα. Ηταν ο απών. Χάρηκα πάρα πολύ που στην ταινία είδα αυτό που περιμένεις και εύχεσαι από μια πατρική φιγούρα. Να σε καθοδηγεί, να είναι και λίγος φίλος, να μην ντρέπεσαι να του πεις κάποια πράγματα. Είναι μια κάθαρση όταν το βλέπεις. Και λίγο παραμυθένιο επίσης για μια μέση Ελληνίδα».

– Θα λέγατε ότι στις περισσότερες ελληνικές οικογένειες αλλοτινών εποχών έλειπε η φιλία ανάμεσα στους πατεράδες και τα παιδιά τους;

Α.Ρ.Τ: «Υπάρχει φιλία, απλώς δεν έχει ως τώρα καταγραφεί στο ελληνικό σινεμά, στην ελληνική λογοτεχνία και στην ελληνική τηλεόραση. Είμαι σίγουρη όμως ότι οι πατεράδες της νέας γενιάς, που έχουν μικρά παιδιά ή εφήβους, οι πατεράδες της ηλικίας μου φέρονται στα παιδιά τους με έναν τρόπο πιο δυτικό. Υπάρχει μια ασφαλής απόσταση ώστε να μην πνίξεις το παιδί σου με στοργή ή με τις δικές σου απωθημένες φιλοδοξίες. Αυτό δεν συνέβαινε ως τώρα στην Ελλάδα ακριβώς επειδή περάσαμε απότομα από μια αγροτική-κτηνοτροφική κοινωνία σε μια κοινωνία μεζονετών. Ακόμη και οι άνθρωποι που γεννήθηκαν στην Κατοχή είχαν ένα απωθημένο στέρησης και απουσίας πραγμάτωσης του ονείρου».

– Ο ανορθόδοξος σκηνικός χώρος του «Αttenberg» έχει εξίσου ενδιαφέρον.Κυρία Τσαγγάρη,πώς επιλέξατε τα Ασπρα Σπίτια;

Α.Ρ.Τ: «Οταν άρχισα να γράφω το “Αttenberg” δεν είχα καθόλου στο μυαλό μου τα Ασπρα Σπίτια όπου έζησα κάποια χρόνια της ζωής μου και νομίζω ότι ως τόπος με στιγμάτισε. Ημουν τυχερή που έκανα μια συζήτηση με την αδερφή μου για μια επιστροφή στην πόλη της παιδικής μας ηλικίας. Επέστρεψα, την είδα και είπα “να! αυτό το πράγμα σκεφτόμουν”».

Α.Μ.: «Εζησα και εγώ κάτι παρό μοιο στο βιβλίο μου “Πώς να κρυφτείς”. Επισκέφθηκα και εγώ τους εξοχικούς τόπους της παιδικής μου ηλικίας. Αποφάσισα ότι ένα σημαντικό μέρος του βιβλίου θα είναι γραμμένο στους τόπους που παραθερίζει η ελληνική οικογένεια όταν έγιναν τα πρώτα εξοχικά. Και επειδή η οικογένειά μου ανήκει σε αυτές τις οικογένειες, άρχισα να πηγαίνω στο εξοχικό όπου δεν πήγαινα πριν, που το περιφρονούσα και που θεωρούσα ότι είναι το σπίτι όπου πήγαινε μια μικροαστική οικογένεια για να παραθερίσει. Και ξύπνησαν όλες αυτές οι αναμνήσεις αλλά και το πώς η μια γενιά δίνει τη σκυτάλη στην άλλη και αναπαράγουμε και ρόλους όταν δεν ήμαστε εμείς πια τα παιδιά αλλά οι γονείς κάποιων άλλων παιδιών».

Α.Ρ.Τ: «Επίσης έχω πάθος με την αρχιτεκτονική και τα Ασπρα Σπίτια είναι μια τεχνητή πόλη που χτίστηκε στη δεκαετία του ΄60 από τον Δοξιάδη στα πρότυπα του μοντερνισμού πολεοδομίας και αρχιτεκτονικής. Αυτή η company town εκφράζει για μένα μια πολύ σημαντική εποχή για την Ελλάδα- ειδικά στη δεκαετία του ΄60».

Α.Μ.: «Αυτό έχει σημασία. Το κλείσιμο του ματιού για το τι είναι μοντέρνο σήμερα και ποια η αναφορά του σημερινού με το παλιό. Μόλις τελείωσα ένα συναρπαστικό βιβλίο του Βασίλη Βασιλικού που περιγράφει τα χρόνια της αυτοεξορίας του στο Παρίσι (διαβάζει από το βιβλίο): “Από τότε που γύρισα στην Αθήνα έχω την αίσθηση ότι ζω στην Κατάνια της Σικελίας όπως την είδα έναν βροχερό Νοέμβριο του 1970 στα χρόνια της αυτοεξορίας μου και μου είχε θυμίσει την Αθήνα που νοσταλγούσα. Τώρα στην Αθήνα νοσταλγώ εκείνη την Κατάνια του ΄70 γιατί εκεί τουλάχιστον δεν μιλούσαν ελληνικά. Ημουν ξένος και είχα μια Αθήνα για να ονειρεύομαι την επιστροφή μου σε αυτήν. Ενώ τώρα στην Αθήνα προσπαθώ να πεισθώ ότι ζω στην Κατάνια και άρα δεν έχω ακόμη επιστρέψει”. Τρομερά συγκινητικό. Ενιωσα αυτό που φαντάζομαι ένιωσε και η Αθηνά με την ταινία. Οτι επιστρέφεις τελικά σε έναν τόπο που στοιχειοθετείται από μνήμες και δεν είναι τόσο πραγματικός όσο φτιαγμένος από αυτά που θυμάσαι και που έχεις επενδύσει συναισθηματικά».

Α.Ρ.Τ: «Ναι, νομίζω ότι αυτό που μόλις μας διάβασε η Αμάντα με εκφράζει πολύ σε σχέση με την επιστροφή μου στην Ελλάδα μετά από 15 χρόνια στην Αμερική. Ισως επειδή δεν αισθάνομαι ότι μπορώ να ανήκω στην Αθήνα, μια πόλη που με σοκάρει. Δεν την αναγνωρίζω, δεν ξέρω πώς να ενταχθώ σε αυτήν. Και δεν μιλώ απλώς για το χάος ή για τον τρόπο με τον οποίο έχει μεταλλαχθεί από τότε που έφυγα. Νιώθω ότι είναι πολύ πιο εύκολο να είσαι ξένος σε μια χώρα και να διατηρείς αυτό το δικαίωμα της απόστασης από το να είσαι καταραμένος να έχεις μια απόσταση σε μια χώρα η οποία υποτίθεται είναι η χώρα καταγωγής σου στη χώρα όπου ανήκεις de facto. Δεν είναι τυχαίο που έγραψα το “Αttenberg” την εποχή των Δεκεμβριανών».

– Πώς συνδέεται η ταινία με την εποχή των Δεκεμβριανών;

Α.Ρ.Τ: «Νομίζω ότι το “Αttenberg” εμπεριέχει λίγο τη θλίψη της σύγχρονης Ελλάδας που εκπροσωπείται από τον Σπύρο, τον πατέρα της ιστορίας μου. Κάποια στιγμή λέει στην κόρη του “σε αφήνω στα χέρια ενός νέου αιώνα χωρίς να σου έχω μάθει τίποτε”, μποϊκοτάρει δηλαδή τον 20ό αιώνα, λέει ότι είναι υπερτιμημένος. Είναι ένας άνθρωπος ο οποίος ως αρχιτέκτονας μηχανικός μιας πόλης, των Ασπρων Σπιτιών, θεωρεί ότι ήταν μέρος ενός οράματος που δεν είχε επιτυχία και στην ουσία βιώνει τη θλίψη μιας αποσύνθεσης νιώθοντας ότι δεν έχει να κληροδοτήσει τίποτε στην κόρη του. Κάνει μια πολύ απλή, ολιγόλογη και χαμηλότονη αυτοκριτική: μιλάει για μικροαστική υστερία, για μια βιομηχανική αποικία χτισμένη πάνω στις στάνες. Για μένα ο πατέρας έχει πολιτική στάση».

Α.Μ.: «Λέει χαρακτηριστικά “από τους βοσκούς στις μπουλντόζες” όπου κατά τη γνώμη μου βρίσκεται και το πρόβλημα της σύγχρονης Ελλάδας. Αυτό το απότομο πέρασμα του βοσκού στις μπουλντόζες, στην ανοικοδόμηση χωρίς να υπάρχει μια γέφυρα. Περάσαμε απότομα στη “μεζονετοποίηση” των τετραγώνων».

Α.Ρ.Τ: «Η επιστροφή μου στην Ελλάδα από την Αμερική ήταν ένα σοκ γιατί έφυγα μικρή και όταν γύρισα ο κομφορμισμός που αντιμετώπισα και γενικά η ευμάρεια και η υστερία με την ψυχαγωγία ήταν κάτι που δεν το είχα ζήσει εκεί. Το σοκ που αισθάνθηκα, η δυσκολία της αναγνώρισης είναι αυτό που συμβαίνει αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα και στην ταινία το εκφράζει ο πατέρας. Μια κρίση πέρα από την οικονομική, μια κρίση υπαρξιακή, ιδεολογική από την οποία στην ουσία ξέσπασαν τα Δεκεμβριανά. Η συσσώρευση μιας γενιάς που δεν είχε πια τους ορατούς εχθρούς που είχαμε στον εμφύλιο, στη δικτατορία ή τη μεταπολίτευση. Πλέον είμαστε εμείς και τα θεριά, είμαστε εμείς και οι εαυτοί μας, είμαστε εμείς και η οικογένειά μας, είμαστε εμείς και οι άλλοι, όλοι αυτοί οι άλλοι τους οποίους προσπαθούμε ή δεν προσπαθούμε καν να εντάξουμε στη ζωή μας».

Α.Μ.: «Επιστρέφοντας στην Ελλάδα έπειτα από επτά χρόνια στη Γερμανία αναγνωρίζω μια αλλαγή προς το καλύτερο ενώ όλοι μιλάνε δυσοίωνα. Τα πρόσωπα των ανθρώπων είναι κατά τη γνώμη μου πιο εκφραστικά απ΄ ό,τι ήταν. Νιώθω ότι κάτι γίνεται. Οτι οι άνθρωποι συζητάνε λίγο πιο ουσιαστικά, δεν μιλάνε μόνο για το τι θα αγοράσουν».

Α.Ρ.Τ: «Τους τελευταίους έξι μήνες όντως συμβαίνει αυτό».

Α.Μ.: «Μακάρι η πραγματικότητα να μας οδηγήσει κάπου αλλού. Και ως παιδί θυμάμαι ότι τίποτε δεν ήταν λυμένο. Απλώς για δύο δεκαετίες θεωρήσαμε ότι ήμασταν θεοί, ότι είχαμε τα πάντα. Και αυτό τελικά αποδείχθηκε φούσκα. Κάθε εποχή έχει τους δικούς της πολέμους και τους δικούς της τρόπους».

Α.Ρ.Τ: «Για πρώτη φορά νιώθω αισιόδοξη γιατί αυτή τη στιγμή υπάρχει μια συλλογική απόφαση να αλλάξει όχι ο τρόπος ζωής αλλά η ηθική, δηλαδή να είμαστε πιο φιλόξενοι, πιο ανεκτικοί, να μην είμαστε τόσο υλιστές και σπάταλοι. Συζητώντας με ανθρώπους διαφόρων ηλικιών, βλέπω και πάλι αυτό που λέμε ελληνικό φιλότιμο, το οποίο είχα σταματήσει να το βλέπω. Το να προσπαθήσουμε δηλαδή να είμαστε πιο τίμιοι στις συναλλαγές μας, να βοηθάμε ο ένας τον άλλον όπως γίνεται σε μια εποχή κρίσης ή πολέμου, όταν ξαφνικά ανακαλύπτουμε τον διπλανό μας».

ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ Α ΛΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ

Α.Ρ.Τ: «Το μόνο που δεν ξέρω είναι πώς μπορεί να λυθεί στην Ελλάδα το σοκ της πολυπολιτισμικότητας που εδώ πέρασε αργά. Με την είσοδο των μεταναστών η Ελλάδα ήρθε αντιμέτωπη με αυτή την ανακάλυψη: ότι οι Ελληνες είναι ρατσιστές. Το αντιλαμβάνεσαι όταν βλέπεις την άκρα Δεξιά να παίρνει τεράστια ποσοστά σε μια χώρα που πάντα ήταν προοδευτική και αριστερή».

Α.Μ.: «Με τρόμαξε πολύ η άνοδος της Δεξιάς αλλά ταυτόχρονα το θεωρώ πολύ σύνθετο πρόβλημα. Οι άνθρωποι που υποστηρίζουν την άκρα Δεξιά δεν είναι απαραίτητα ακραία δεξιοί στο μυαλό τους. Το γεγονός ότι το κράτος δεν καταφέρνει να λύσει μερικά ζητήματα τους κάνει να φοβούνται περισσότερο. Για παράδειγμα, το γεγονός ότι η Αθήνα σήμερα είναι γκετοποιημένη και σε κάποια σημεία δεν μπορείς καν να περπατήσεις. Τους ανθρώπους που φοβούνται υπερβολικά τους σπρώχνουν πάντα σε μια κατεύθυνση ιδεολογική».

– Στην Αμερική και στη Γερμανία βιώσατε αντίστοιχο ρατσισμό ως ξένοι;

Α.Ρ.Τ: «Ο πραγματικός ρατσισμός στην Αμερική έχει να κάνει κυρίως με τους Ινδιάνους, τους ιθαγενείς που είναι γκετοποιημένοι, περιορισμένοι εδαφικά, ξεχασμένοι και οι περισσότεροι αλκοολικοί. Οι μετανάστες – οι Ιταλοί, οι Σουηδοί, οι Αγγλοι κ.λπ.- δημιούργησαν τις αποικίες τους, τις κοινότητές τους που όλες συμβιώνουν μαζί αλλά δεν είναι γκετοποιημένες με τον ίδιο τρόπο που συμβαίνει στην Ευρώπη. Οι Αλβανοί, ας πούμε, που είναι οι πρώτοι ξένοι που ήρθαν πριν από 20 χρόνια στην Ελλάδα, σε έναν μεγάλο βαθμό έχουν ενσωματωθεί».

Α.Μ.: «Στη Γερμανία, ειδικά την περίοδο της κρίσης ανάμεσα στη Γερμανία και την Ελλάδα, κατάλαβα για πρώτη φορά πώς νιώθει ένας Αλβανός όταν τον ρωτούν συνεχώς γιατί βρίσκεται στην Ελλάδα. Ενιωθα ότι απολογούμαι συνολικά για ένα έθνος: “γιατί βρίσκομαι εδώ;”, “γιατί οι Ελληνες δεν πληρώνουν τους φόρους;”. Οταν η Μέρκελ λέει “το πολυπολιτισμικό μοντέλο απέτυχε” είναι σαν να λέει ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι που στις δύσκολες εποχές στήριξαν τη βιομηχανία της Γερμανίας είναι σήμερα ανεπιθύμητοι. Νιώθω ότι η Γερμανία βαδίζει πλέον σε μια κάθαρση, σε έναν καθαρισμό της φυλής που μου θυμίζει πολύ άγριες εποχές».

Α.Ρ.Τ: «Ελπίζω να μη συμβεί ποτέ κάτι τέτοιο στην Ελλάδα. Γιατί στην Ελλάδα η πλειοψηφία της εργατικής δύναμης είναι οι μετανάστες που κάνουν όλες τις βρώμικες δουλειές. Και μακάρι αυτό να αλλάξει γιατί η δουλειά δεν είναι ντροπή. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί στην Ελλάδα μπορείς να είσαι δημόσιος υπάλληλος αλλά όχι χτίστης».

ΠΟΤΕ & ΠΟΥ
Η ταινία «Αttenberg» της Αθηνάς -Ραχήλ Τσαγγάρη προβάλλεται στο διεθνές διαγωνιστικό τμήμα του 51ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και από τις 9 του μηνός στις αίθουσες σε διανομή Feelgood Εntertainment. Το μυθιστόρημα της Αμάντας Μιχαλοπούλου «Πώς να κρυφτείς» κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Καστανιώτη