Από το 1887 όταν ο Εντoυαρντ Μέιμπριτζ έκανε τις πρώτες απόπειρες να προσδώσει κίνηση σε διαδοχικές ακίνητες φωτογραφίες γυμνών σωμάτων, ως τις ημέρες μας, ο κινηματογράφος έχει ανιχνεύσει πλήρως το ανθρώπινο σώμα. Στις δώδεκα δεκαετίες που έχουν μεσολαβήσει έχουμε δει τα πάντα στην κυριολεξία. Και ίσως αυτό τελικά να είναι που ξεχωρίζει στο βιβλίο-λεύκωμα του Γιάννη Σολδάτου «Η ιστορία του γυμνού στον κινηματογράφο»: «Κυρίαρχο αντικείμενο του εγχειρήματος δεν είναι αυτούσιος ο ερωτισμός στον κινηματογράφο αλλά το γυμνό ανθρώπινο σώμα, όπως εγγράφηκε στο σινεμά» λέει ο συγγραφέας.

Στην δουλειά του Σολδάτου, που θα κυκλοφορήσει στις αρχές του ερχόμενου Νοεμβρίου από τις εκδόσεις Ψυχογιός, το γυμνό ακολουθεί τις επιταγές της μόδας και των ηθικών κανόνων της εκάστοτε εποχής, ενώ είναι σημαντικό ότι ο ερευνητής άφησε κατά μέρος την ιστορία του πορνογραφικού κινηματογράφου, που γεννήθηκε πολύ νωρίς και κινήθηκε παράλληλα με το υπόλοιπο σώμα του σινεμά, ως περιθωριακή και προσωπική υπόθεση.

Από τη γάμπα στο αιδοίο

Η Σοφία Λόρεν στο «Δύο νύχτες με την Κλεοπάτρα» (1953) του Μάριο Μάτολι

Η γυναικεία γάμπα συνιστούσε κάποτε προσβολή της δημοσίας αιδούς. Για να αποφύγει την έκθεση του σώματος πέρα από τα χέρια και το πρόσωπο, η Αμερική καθιέρωσε τον κώδικα Χέιζ και η πουριτανική κοινωνία της τον σεβάστηκε. Κάποιοι στην Ευρώπη, κυρίως στην κεντρική και τη βόρεια, εμφάνισαν γυμνά γυναικεία σώματα, όπως της Ανέτ Κέλερμαν στην «Κόρη των θεών» (1914) ή στο «Ηaxen: Η μαγεία ανά τους αιώνες» (1922) του Δανού Μπέντζαμεν Κρίστενσεν . Τo 1932 ο Γκούσταβ Μαχάτι γυρίζει στην Τσεχοσλοβακία την «Εκσταση» που έμεινε στην Ιστορία για τα γυμνά της Χέντι Λαμάρ. Εναν χρόνο πριν, στην Ελλάδα, ο Ορέστης Λάσκος γύριζε το «Δάφνις και Χλόη», με την εντυπωσιακή, για τότε, σκηνή γυμνού των δύο πρωταγωνιστών στη λίμνη της Βουλιαγμένης.

Η Ευρώπη σε όλη την ιστορία του θέματος φάνηκε προοδευτικότερη. Αλλά φοβήθηκε την τύχη των ταινιών στην Αμερική και αυτολογοκρίθηκε. Στις ΗΠΑ οι σεξουαλικές φαντασιώσεις του Σεσίλ ντε Μιλ βρήκαν διέξοδο μέσα από κομεντί, ρωμαϊκά και βιβλικά δράματα με ημίγυμνες καλλονές. «Είμαι υπέρ της λογοκρισίας. Με έχει κάνει πλούσια» δήλωνε η Τζιν Χάρλοου, η γυναίκα με τα εντυπωσιακά πλατινένια μαλλιά: οι θαυμαστές της, ενώ γνώριζαν ότι έβαφε και το αιδοίο της ξανθό, δεν είχαν δει ποτέ γυμνά τα στήθη της. Οι διαδόσεις έθρεφαν τη φαντασία και εχθρεύονταν τον κορεσμό. Σε ημίγυμνη φωτογραφία του Ερολ Φλιν θεωρήθηκε απαραίτητο να εξαφανιστούν με ρετουσάρισμα οι θηλές του ηθοποιού.

Ο Σολδάτος διατρέχει όλες τις εποχές και μας θυμίζει ότι από τη δεκαετία του ΄60 η Ευρώπη άρχισε να αφαιρεί προοδευτικά τα πέπλα από τα ανθρώπινα σώματα και ότι στην αμέσως επόμενη δεκαετία ταινίες όπως το «Σαλό ή 120 μέρες στα Σόδομα» (1975) του Πιερ Πάολο Παζολίνι και η «Αυτοκρατορία των αισθήσεων» (1976) του Ναγκίσα Οσιμα προκάλεσαν σάλο με την ακρότητα των σεξουαλικών σκηνών τους. Την ίδια ώρα στην Ελλάδα ο Κώστας Γκουσγκούνης τα έδινε… όλα στον λαό με τα soft πορνό της εποχής.

Για τον Σολδάτο, κριτικό κινηματογράφου και ενίοτε σκηνοθέτη («Το αίνιγμα»), η ιδέα για τη γέννηση αυτού του βιβλίου έχει τις ρίζες της στην επίπονη δουλειά ενός συναδέλφου στην κριτική κινηματογράφου, του Μπάμπη Ακτσόγλου, που στις χρονιές 1990-1991 δημοσίευσε στο περιοδικό «Σινεμά» σε συνέχειες μια μελέτη με τίτλο «Ο ερωτισμός στο σινεμά». «Εμοιαζε σαν το πρώτο βήμα ενός βιβλίου με θέμα το γυμνό στην οθόνη» λέει ο ίδιος ο Σολδάτος που τον παρότρυνε να το συμπληρώσει για μια έκδοση. Η καθημερινότητα έβαλε εμπόδια, η ιδέα όμως παρέμεινε ζωντανή ακόμη και μετά τον θάνατο του Ακτσόγλου.