Από τον περασμένο Σεπτέμβριο, όταν έκανε την παγκόσμια πρώτη της στο Φεστιβάλ Βενετίας, ως σήμερα πολλά έχουν γραφεί για την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Σύλλα Τζουμέρκα. Πολύ σωστά η «Χώρα προέλευσης» ανοίγει σε μόλις δύο αθηναϊκές αίθουσες. Αυξάνονται έτσι οι πιθανότητες να κάνει θόρυβο έτσι ώστε αργότερα να «απλωθεί» σε περισσότερες. Και το αξίζει. Αξίζει να ακουστεί και να έχει καλή πορεία γιατί, παρά τις όποιες ατέλειές της, είναι φτιαγμένη από έναν άνθρωπο που αγαπά και τον κινηματογράφο αλλά και τη χώρα του.

Ο Τζουμέρκας τολμά. Πιάνει άφοβα τον ταύρο από τα κέρατα στοχεύοντας στην οργάνωση ενός εξαιρετικά περίπλοκου οικογενειακού δράματος που σε δεύτερο επίπεδο καθρεφτίζει μια ολόκληρη κοινωνία. Ο καθρέφτης είναι όμως ραγισμένος. Γιατί, όπως η κοινωνία του εαυτούλη Νεο-νεοέλληνα είναι μολυσμένη και σάπια, έτσι και η αντανάκλασή της στην οικογένεια οφείλει να είναι το ίδιο σαθρή και βρώμικη- εφόσον οι προθέσεις του δημιουργού είναι ειλικρινείς.

Το εύρημα της ένταξης αληθινών ντοκουμέντων από διαδηλώσεις που χρονολογούνται από το 1974 ως τις ημέρες μας δεν γεννήθηκε τυχαία. Αυτές οι σκηνές είναι ένα σύντομο χρονικό της σύγχρονης Ελλάδας, τα χαϊλάιτ της ιστορίας της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Ανατριχιάζεις όταν τα βλέπεις «πακέτο».

Θα συμφωνήσω στο ότι τα πρόσωπα της δραματουργίας είναι πολλά. Και, ναι, στην αρχή τουλάχιστον δυσκολεύεσαι να αντιληφθείς ποιος είναι ποιος, ποιος κάνει τι, ποιος θέλει τι. Ενα όμως από τα χαρίσματα αυτής της ταινίας είναι ότι, ενώ ξεκινά στη διαπασών, σιγά σιγά ηρεμεί και κατασταλάζει, σχεδόν ακούς το λαχάνιασμά της. Μυστικά και ψέματα, νευρώσεις, υστερίες, οργή, τσακωμοί, Δημόσιο, νοσοκομεία, αυτοκτονίες, ασυνεννοησία, μια υιοθεσία. Ενδιαμέσως τα πιο δυνατά σημεία της ταινίας φτιάχνουν και τον χτύπο της καρδιάς της: οι σκηνές της Αμαλίας Μουτούση στον ρόλο μιας δασκάλας που προσπαθεί να καταλάβει τι καταλαβαίνουν τα παιδιά από τους στίχους του Διονυσίου Σολωμού στον Εθνικό Υμνο. Απίστευτη ιδέα! Και η ειρωνεία των σκηνών αυτών μοιάζει βγαλμένη από τα κόκαλα μιας κοινωνίας που προ καιρού δείχνει να μην πιστεύει στους στίχους του Σολωμού, να τους απαγγέλλει μηχανικά.

Μπράβο, λοιπόν, στον Σύλλα Τζουμέρκα και στη συν-σεναριογράφο του Γιούλα Μπούνταλη (η οποία επίσης παίζει, δίπλα στους Ιωάννα Τσιριγκούλη, Θάνο Σαμαρά, Χρήστο Πασσαλή, Ερρίκο Λίτση κ.ά.). Αν αυτό είναι το ντεμπούτο του στο σινεμά, ποιος ξέρει τι θα περιμένουμε στο μέλλον από έναν σκηνοθέτη γνήσιου «σκορσεζικού» πάθους; Να λοιπόν που γεννιούνται και αστέρια μέσα στο χάος της σημερινής Ελλάδας. Ε να πραγματικό έργο τέχνης, βραβευμένο με Χρυσή Αρκτο στο τελευταίο Φεστιβάλ Βερολίνου, το «Μέλι» («Ηoney», Τουρκία, 2010) είναι το τρίτο μέρος μιας τριλογίας του τούρκου σκηνοθέτη Σεμίχ Καπλάνογλου (μετά το «Αβγό» και το «Γάλα»). Παρακολουθούμε εδώ τη βαθύτατη σχέση αγάπης ανάμεσα σε ένα τραυλό αγόρι, τον Γιουσούφ, και στον μελισσοκόμο πατέρα του. Η ζωή κυλάει φτωχικά αλλά χωρίς παράπονα. Ο πατέρας που, χωρίς να εκφράζεται έντονα, τον υπεραγαπά αναγκάζεται να φεύγει συχνά από το σπίτι. Κάποια στιγμή η απουσία του ωθεί τον μικρό σε ένα οδοιπορικό αναζήτησης μέσα από το οποίο θα ανακαλύψει άγνωστες πλευρές της φύσης. Η φυγή του τον ανδρώνει και κατά τη διάρκεια του οδοιπορικού του Γιουσούφ ο Καπλάνογλου αντλεί ομορφιά και σασπένς από μια απλή ιδέα χωρίς περιττολογίες. Για μένα ο Καπλάνογλου είναι ο Δήμος Αβδελιώδης της Τουρκίας. Ο τρόπος με τον οποίο εξερευνά τον παιδικό ψυχισμό σε συνδυασμό με το φυσικό περιβάλλον κυριολεκτικά σε σκλαβώνει. Η ταινία δεν φέρει τίποτε το εξεζητημένο, τα κάδρα της αναβλύζουν ποίηση και στον μικρό ηθοποιό Μπόρας Αλτας αξίζει Οσκαρ ερμηνείας. Μετά το «Εγώ είμαι ο έρωτας», το «Μέλι» είναι η δεύτερη ευρωπαϊκή, μη ελληνική ταινία που εφέτος κερδίζει μια θέση στην καρδιά μου – και είμαι βέβαιος ότι θα τη θυμάμαι για πολλά χρόνια.

Ενας ληστής με ρομαντική ψυχή

Ο Μπεν Αφλεκ σε ρόλο σύγχρονου ληστή τραπεζών στο σκηνοθετημένο από τον ίδιο «Τhe town»

Ο αμερικανός ηθοποιός Μπεν Αφλεκ εξελίσσεται σε σκηνοθέτη αξιώσεων. Τόσο το ντεμπούτο του «Gone baby gone» όσο και το «Τhe town» (ΗΠΑ, 2010) είναι αξιόλογες ταινίες. Τοποθετημένο στη σύγχρονη Βοστώνη, το «Τown» (σημαίνει πόλη) είναι η ιστορία ενός σύγχρονου ληστή τραπεζών (Αφλεκ) ο οποίος κατά βάθος κρύβει μια ρομαντική ψυχή· τόσο που δεν διστάζει να παίξει με την τύχη του φλερτάροντας με την υπάλληλο ( Ρεμπέκα Χολ ) της τελευταίας τράπεζας που «χτύπησε».

Ο Αφλεκ χτίζει την ιστορία του ήρωα γύρω από τα πρόσωπα που τον περικυκλώνουν: τον φυλακισμένο πατέρα του ( Κρις Κούπερ ), έναν ιρλανδό νονό του εγκλήματος ( Πιτ Ποστλθγουέιτ ) και τον «κολλητό» του ( Τζέρεμι Ρένερ ), ο οποίος είναι ένας ευέξαπτος εγκληματίας με ψυχοπαθητικές τάσεις, αλλά και το δεύτερο κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας, τον αστυνομικό που τον καταδιώκει ( Τζον Χαμ ). Η παράλληλη πορεία των δύο ανδρών θυμίζει λίγο την «Ενταση» του Μάικλ Μαν, μια ταινία που γενικότερα θα πρέπει να έχει επηρεάσει τον Αφλεκ- αν κρίνει κανείς από τις έξοχες σκηνές καταδίωξης στους δρόμους της Βοστώνης και εκείνες του πραγματικού πολέμου ανάμεσα στους αστυνομικούς και στους κακοποιούς.

Ομορφα ζευγάρια, όμορφα κάδρα

Η Πιλάρ Λόπεζ ντε Αγιάλα «καταδιώκεται» από τον Ξαβιέ Λαφίτ στην ισπανική ταινία «Στην πόλη της Σύλβια»

Μια άλλη ευχάριστη έκπληξη της εβδομάδας τιτλοφορείται «Στην πόλη της Σύλβια» («Εn la ciudad de Sylvia»). Ισπανική παραγωγή γυρισμένη στη Γαλλία πριν από τρία χρόνια η οποία, επιτέλους, βρήκε το ελληνικό «σπίτι» της στην Ταινιοθήκη όπου προβάλλεται. Σκηνοθετικό ντεμπούτο του Χοσέ Λουίς Γκουερίν, η ταινία δεν έχει σχεδόν καθόλου διαλόγους. Στην ουσία είναι μια καταπληκτική σύνθεση «κάδρων» από περιοχές του Στρασβούργου τα οποία δικαιολογούνται από την επίμονη παρακολούθηση μιας όμορφης γυναίκας (που έχει γοητεύσει έναν νεαρό, εξίσου όμορφο άνδρα- Πιλάρ Λόπεζ ντε Αγιάλα και Ξαβιέ Λαφίτ αντίστοιχα). Ετσι κινηματογραφείται με αγάπη μια ολόκληρη κοινωνία: μια κυρία που περπατά με τα ψώνια στο χέρι, μια αλκοολική κλοσάρ, ένα σύνθημα στον τοίχο… Ο μινιμαλισμός του Ρομπέρ Μπρεσό ν συναντά το χιούμορ του Οτάρ Ιοσελιάνι σε ένα σινεμά που σε κερδίζει με τη μελαγχολική φρεσκάδα του.

Ο Φάουστ κανίβαλος
Το κινηματογραφικό μενού της εβδομάδας κλείνει με τη «Σκοτεινή καρδιά» («Ηeartless», Αγγλία, 2009), ένα εμετικό μείγμα κανιβαλισμού, δαιμονολογίας, ασυναρτησίας και κυρίως ανοησίας, με κεντρικό ήρωα έναν τύπο ( Τζιμ Στέρτζες ) που σε μία ακόμη παραλλαγή του Φάουστ πουλάει την ψυχή του στον Διάβολο. Τι μπορείς να περιμένεις από μια ταινία της οποίας το χάιλαϊτ είναι η σκηνή όπου βλέπουμε τον κεντρικό ήρωα να τρέχει για να τοποθετήσει εγκαίρως στην εκκλησία την παλλόμενη καρδιά που έχει μόλις ξεριζώσει; Κρίμα που η ταινία γυρίστηκε από τον Φίλιπ Ρίντλεϊ, σκηνοθέτη του «Διάφανου δέρματος».

Road movie με ελληνική ψυχή

Ο Γιώργος Βογιατζής και η μικρή Βερόνικα Βασσιλακοπούλου στο «Χωρίς σύνορα» του Νικ Γαϊτατζή

Υπάρχουν στιγμές γνήσιας συγκίνησης στο σκηνοθετικό ντεμπούτο του Νικ Γκαϊτατζή «Χωρίς σύνορα» («Without borders», ΗΠΑ, 2010), το οποίο θυμίζει κάτι ανάμεσα σε ελληνικό μελόδραμα της δεκαετίας του ΄50 και σε αμερικανικό road movie. Σαν «άλλος» Μίμης Φωτόπουλος, ο Γιώργος Βογιατζής υποδύεται τον Θανάση, έναν φτωχό κουτσό περιπλανώμενο εμποράκο, ο οποίος, έχοντας επί χρόνια αναλάβει την κηδεμονία της κόρης μιας πόρνης (Ευγενία Καπλάν), νιώθει τον κόσμο να χάνεται κάτω από τα πόδια του όταν η μητέρα επιστρέφει, παίρνει πίσω το παιδί της και φεύγει στην Αμερική. Αποφασισμένος να ξαναδεί τη μικρή, ο Θανάσης αποφασίζει να μπει λαθραία στην Αμερική από το Μεξικό (δεν του δίνουν βίζα), με οδηγό έναν μυστηριώδη εξάδελφο, τον Πλάτωνα ( Γιώργος Χωραφάς). Το ταξίδι, κινηματογραφημένο σε αυθεντικούς χώρους του Μεξικού, του αμερικανικού Νότου, αλλά και του Σικάγου (ο προορισμός), κρύβει πολλές εκπλήξεις, δυσάρεστες και ευχάριστες, που στηρίζονται στη χημεία ανάμεσα στον Θανάση και στον Πλάτωνα. Δεν χωράει αμφιβολία ότι είναι μια ταινία φτιαγμένη με ευαισθησία, κόπο και αγάπη. Μόνο και μόνο το γεγονός ότι ο σκηνοθέτης πήγε σε όλα αυτά τα μέρη για να κινηματογραφήσει το οδοιπορικό (εμπνευσμένο από μια προσωπική ιστορία του Γκαϊτατζή) αρκεί για να μας πείσει ότι αγαπά αυτό που κάνει. Ενώ όμως ο Χωραφάς με την καμπαρντίνα και το καουμπόικο καπέλο του φτιάχνει έναν ήρωα που ακροβατεί με επιτυχία ανάμεσα στο γκροτέσκο και στο τραγικό, ο Βογιατζής παραείναι ωραίος για να πείσει πραγματικά σαν φουκαράς.

Η σέξι Μίλα και οι νεκροζώντανοι

Η Μίλα Γιόβοβιτς είναι αρκετός λόγος για να δει κανείς το τέταρτο «Resident Εvil»

Σε τρισδιάστατη μορφή γυρίστηκε η τέταρτη περιπέτεια της «σειράς» «Resident Εvil» και πάλι με τη Μίλα Γιόβοβιτς στον ρόλο της δυναμικής Αλις που αναζητεί ζωντανούς σε μια κοινωνία ζωντανών-νεκρών. Οσο παράξενο και αν φαίνεται, ο ρόλος της Αλις παραμένει ο εμπορικότερος του πρώην μοντέλου από την Ουκρανία, που εδώ έχει όπως πάντα σεξαπίλ- λόγος αρκετός για να δεις την ταινία του Πολ Αντερσον, έστω για χάζι. Το 3D πάντως είναι καλό γιατί χρησιμοποιήθηκε το σύστημα τρισδιάστατης κάμερας του Τζέιμς Κάμερον στο «Αvatar». Συμπρωταγωνιστεί η Γουέντγουορθ Μίλερ στην πρώτη κινηματογραφική εμφάνισή της μετά τον τηλεοπτικό θρίαμβο του «Ρrison break».