ΒΕΝΕΤΙΑ, Κάτι καλό συμβαίνει στο «σώμα» του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου και πλέον δεν το ξέρουμε μόνο στην Ελλάδα. Το αντιλαμβάνονται και στο εξωτερικό. Αν η «Στρέλλα» του Πάνου Κούτρα, ο «Κυνόδοντας» του Γιώργου Λάνθιμου και η «Ακαδημία Πλάτωνος» του Φίλιππου Τσίτου ήταν μεμονωμένες περιπτώσεις ελληνικής παρουσίας στα φεστιβάλ του Βερολίνου, των Καννών και του Λοκάρνο αντιστοίχως, εφέτος στη Βενετία ο όγκος είναι μεγαλύτερος και τα ονόματα των σκηνοθετών τέσσερα: το «Αttenberg» της Αθηνάς-Ραχήλ Τσαγγάρη στο επίσημο διαγωνιστικό τμήμα, η «Χώρα προέλευσης» του Σύλλα Τζουμέρκα στην Εβδομάδα Κριτικής, το «Casus belli» του Γιώργου Ζώη στο διαγωνιστικό μικρού μήκους και μια ειδική προβολή της «Ακαδημίας Πλάτωνος» του Τσίτου που διεκδικεί το βραβείο Lux.

Είναι φυσικό λοιπόν τα μάτια του διεθνούς Τύπου να στραφούν προς την ελληνική παραγωγή που έπειτα από πάρα πολλά χρόνια ακούγεται και πάλι ως όλον.

Χθεσινό εκτενέστατο άρθρο στην πρώτη σελίδα του περιοδικού «Variety» (που εκδίδεται καθημερινά στη Βενετία) τιτλοφορείται «Greek films getting in the groove», που σε μια ελεύθερη μετάφραση μεταφράζεται «Οι ελληνικές ταινίες γίνονται της μόδας» ή «Οι ελληνικές ταινίες ρολάρουν στα πράγματα». Οταν το πιο έγκυρο κινηματογραφικό περιοδικό των show business δίνει τέτοιον τίτλο, δεν χωράει αμφιβολία ότι τιμά και αναγνωρίζει τη δουλειά που γίνεται στο σύνολο του νέου ελληνικού κινηματογράφου.

«Παρά την αναταραχή που έχει προκληθεί από την οικονομική κρίση της Ελλάδας, ο ελληνικός κινηματογράφος αναβλύζει από δημιουργικότητα, όπως φαίνεται από την παρουσία της Ελλάδας στο Λίντο» αναφέρει ο Νικ Βιβαρέλι στην εισαγωγή του άρθρου.

Στο ίδιο έντυπο η Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη μιλάει για την «εμπιστοσύνη που δείχνει η νέα γενιά κινηματογραφιστών προς την ανεξάρτητη κινηματογραφία.

Αυτό είναι κάτι καινούργιο για την Ελλάδα» συνεχίζει η Τσαγγάρη «ιδιαίτερα με τον παράγοντα της οικονομικής κρίσης που ταλαιπωρεί τη χώρα τα τελευταία δύο χρόνια. Η βασική ιδέα είναι να κάνουμε σινεμά με κάθε δυνατό μέσο και χωρίς να περιμένουμε το κράτος να χρηματοδοτήσει τις ταινίες μας- αυτό μάς δίνει ελευθερία».

Το «Αttenberg» είναι το μινιμαλιστικό πορτρέτο ενός 23χρονου κοριτσιού με κέντρο βάρους τη σχέση με τον πατέρα του. Το «Variety» κάνει λόγο για τον «Κυνόδοντα» του Λάνθιμου. Επισημαίνει όμως την αισθητική ποικιλομορφία των νέων σκηνοθετών, κάτι που φαίνεται άλλωστε από το εντελώς διαφορετικό στυλ της ταινίας «Χώρα προέλευσης» του Σύλλα Τζουμέρκα, που είναι εξαιρετικά γρήγορη σε ρυθμό και θορυβώδης. Θα πρέπει να σημειωθεί πάντως ότι το εξίσου έγκριτο «Screen Daily» αναφέρει πως, παρ΄ ότι τα φεστιβάλ, οι αίθουσες τέχνης και πολλοί κριτικοί κινηματογράφου θα πετάξουν τη σκούφια τους για το «Αttenberg», η Τσαγγάρη «δεν κατάφερε να παρουσιάσει μια ιστορία».

Ιδιαίτερα κολακευτική κριτική για τη «Χώρα προέλευσης» ασκεί και το ιταλικό κινηματογραφικό περιοδικό «Cinematografo». «Η “Χώρα προέλευσης” υφαίνει έναν οπτικό ιστό μέσα σε ένα πολυφωνικό πλαίσιο που βασίζεται στην οικογένεια τα τελευταία 30 χρόνια, από την πτώση της δικτατορίας ως σήμερα, όπου τα ψέματα και η οικογενειακή βία αποτελούν μια καλπάζουσα μεταφορά της παράλληλης κατάρρευσης της χώρας. Μια οπτική πρό(σ)κληση που οδηγεί τον ανίδεο θεατή να γνωρίσει την κατάρρευση μιας ευρωπαϊκής χώρας τόσο κοντά σε εμάς».

Το σώμα της «Μαύρης Αφροδίτης»

Η Γιαχίμα Τόρες υποδύεται τη Σααρτζί στην ταινία «Μαύρη Αφροδίτη»

H εκμετάλλευση του γυναικείου σώματος με τον πιο χυδαίο, ανήθικο τρόπο είναι ένα ζήτημα που θίγεται στη «Μαύρη Αφροδίτη» («Venus noire») του γαλλοτυνήσιου σκηνοθέτη Αμπντελατίφ Κεσίς, γνωστού στην Ελλάδα από την καλλιτεχνική επιτυχία «Κους κους και φρέσκο ψάρι». Βασισμένη σε πραγματικά πρόσωπα και γεγονότα, η ταινία αναφέρεται στην περίπτωση της Σααρτζί, μιας υπέρβαρης γυναίκας από τη Νότια Αφρική που στιςαρχές του 19ου αιώνα χρησιμοποιήθηκε σε σόου του Παρισιού παριστάνοντας κυρίως το άγριο ζώο. Αλυσοδεμένη σε κλουβί και περπατώντας ως επί το πλείστον στα τέσσερα, η Σααρτζί υπέκυπτε στις διαταγές των αφεντικών της που εκμεταλλευόμενοι το ασυνήθιστο σώμα της το εξαντλούσαν με κάθε τρόπο. Ιδιαίτερα σημαντική για την επιτυχία της ταινίας είναι η συμβολή της Γιαχίμα Τόρες η οποία υποδύεται τη Σααρτζί και είναι σκέτη αποκάλυψη. Δεν θα μας προκαλούσε εντύπωση αν αποσπούσε το βραβείο γυναικείας ερμηνείας γιατί με την ασυνήθιστη ενέργεια που βγάζει σε κάνει να απορείς για τις αντοχές της αφού οι σκηνές ταλαιπωρίας του σώματός της είναι οι περισσότερες στην ταινία.