«Από τα πέντε μου που ξεμπάρκαρα στη Μασσαλία, ύστερα από ένα τρίμηνο καλοκαιρινό μπάρκο με το παλιό φορτηγό «Βυζάντιο», ως τα δεκαεφτά μου που τελείωσα το Λύκειο και πήγα να σπουδάσω, δεν υπήρξε κανένας λόγος ικανός να με βγάλει από το νησί. Το ίδιο ίσχυε για τα περισσότερα παιδιά τότε, που δεν είχανε κάνει και μπάρκο, και ίσως να ισχύει και σήμερα. Οταν ζεις σε έναν τόπο περίκλειστο από τη θάλασσα δεν μπαίνεις εύκολα στο βαπόρι ούτε στο αεροπλάνο αν είσαι παιδί. Κι αν ο τόπος είναι αυτόνομος, με μια σύγχρονη πόλη και αγορά, με τα χωριά του, τις εξοχές του, τις ακρογιαλιές του, όχι μόνο δεν έχεις λόγο να φύγεις αλλά, μιας και είσαι στην ηλικία που μόλις αρχίζεις να αντιλαμβάνεσαι τον κόσμο, σχηματίζεις μια πολύ παράξενη εικόνα για αυτόν, εντελώς διαφορετική από εκείνη που έχουν οι ομήλικοί σου στην πρωτεύουσα και στην υπόλοιπη ηπειρωτική χώρα. Γίνεσαι σαν το καναρίνι που γεννήθηκε στο κλουβάκι, έμαθε να ζει όμορφα εκεί μέσα, ενηλικιώθηκε, και ένα ωραίο πρωί όχι μονάχα είδε την πόρτα ανοιχτή αλλά ένιωσε και υποχρεωμένο να φύγει, το τραβούσε βίαια η ζωή και το έσπρωχναν επίσης βίαια οι δικοί του να βγει, να πετάξει, μα να πάει πού, αφού όλος ο κόσμος είν΄ αυτός, έχει κι άλλον; Ετσι γεννιούνται οι μεγάλες αγάπες, μόλις ξεπορτίσεις νιώθεις πόσο πολύτιμο ήτανε για σένα αυτό που άφησες πίσω. Και ή θα το απαρνηθείς διά παντός αν ξελογιαστείς από τον έξω κόσμο, δεν θα ξαναγυρίσεις εύκολα στο κλουβί κι ας το ΄χεις πάντα μέσα σου- ο που γεννηθεί στη φυλακή τη φυλακή θυμάται, λέει ο λαός- ή, αν δε θέλεις να ενταχθείς αλλού ούτε μπορείς να συνηθίσεις αλλιώς, γυρνάς πίσω με την πρώτη ευκαιρία, ξαναμπαίνεις στο κλουβί με τη θέλησή σου μα αφήνεις πια την πόρτα ανοιχτή και ξέρεις τον δρόμο για προσωρινές, ηθελημένες και αναγκαίες αποδράσεις.

Μεγάλωσα σε μια γειτονιά που μόλις είχε αρχίσει να δημιουργείται στη βορινή άκρη της πόλης της Χίου. Οι κάτοικοί της, ναυτικοί οι πιο πολλοί, γενιά της Κατοχής, απόγονοι προσφύγων, που μόλις είχανε καταφέρει να κάνουνε κομπόδεμα και να χτίσουνε ένα καλό σπίτι αλλά και άλλοι, εσωτερικοί μετανάστες από τα βόρεια χωριά του νησιού, τα έρημα πλέον. Οσοι δε φύγανε για Αυστραλία, για Αμερική και για Αθήνα κατεβήκανε στη Χίο και φτιάξανε εκεί το σπιτικό τους, σαν να πιάσανε το πρώτο οικόπεδο που βρέθηκε στο διάβα τους.

Η φήμη του αλήτη

Τσιγάρο στο χωριό. Ο συγγραφέας

Ανάμεσα σε δυο προσφυγικούς συνοικισμούς ήτανε η γειτονιά, του Αγιού Σιδέρου και της Αγιάς Παρασκευής, τον συνοικισμό των αλιέων όπως τον λέγανε τότε, επί Βενιζέλου, σαν φτιάχτηκε. Μεσοαστοί εμείς, σε σπίτι καλό όπως αυτά που είχανε οι περισσότεροι γείτονές μας, είχαμε ένα βαθιά ριζωμένο δέος για τα παιδιά των δυο συνοικισμών, που ζούσανε στα χαμόσπιτα και κουβαλούσανε τη φήμη του αλήτη, δεν πηγαίναμε ποτέ να παίξουμε στα στενοσόκακά τους κι όταν ερχόντουσαν αυτοί για μπάλα στην αλάνα μας, που δεν ήτανε άλλη από την αυλή του δημοτικού μας σχολείου, του Καρράδειου, δωρεά του εφοπλιστή του Γιάννη του Καρρά, τους βλέπαμε με κρυφό θαυμασμό, μαλώναμε ποιος θα τους πάρει στην ομάδα του. Αλλά και όταν φτιάχναμε την «εθνική ομάδα» του σχολείου, οι περισσότεροι από αυτούς παίζανε βασικοί κι αφήνανε εμάς στον πάγκο, ακόμα θυμάμαι τον Γιάννη τον συμμαθητή μου με το προσωνύμιο Κούδας, το πιο εντυπωσιακό σέντερ φορ της γενιάς μας που η φήμη του έφτανε μέχρι τα πιο απομακρυσμένα σχολεία της πόλης.

Μέσα σ΄ εκείνη τη χωμάτινη σχολική αυλή πέρασα τα παιδικά μου χρόνια αλλά και στα χωράφια που απλώνονταν πίσω της και φτάνανε μέχρι το βουνό, διότι, είπαμε, ήτανε στην άκρια της πόλης μας η γειτονιά, παίζαμε πετροπόλεμο μέσα στα γιαπιά που ανεβαίνανε τότε το ένα μετά το άλλο κι ήτανε η χαρά μας επειδή τα είχαμε για ορμητήρια στα παιχνίδια μας τους χειμώνες μα κι επειδή κλέβαμε καδρόνια από τις σκαλωσιές και φτιάχναμε τέρματα στο γηπεδάκι μας που ως τότε είχε δυο κοτρόνες για δοκάρια, το κάναμε έτσι πολύ εντυπωσιακό και παίζαμε κι εμείς αλλιώς, με άλλη ψυχολογία, σαν φημισμένοι ποδοσφαιριστές, μέχρι τη μέρα που θα μας έπαιρνε κυνήγι ο εργολάβος ή που θα μας έστελνε το περιπολικό για να πάρει πίσω τα τέρματα. Ωραία περνούσαμε εκείνη την εποχή, όταν χτιζότανε η γειτονιά, πού να σκεφτώ εγώ τότε, μικρό παιδί, πως θα ερχότανε κάποτε ο καιρός που δε θα μ΄ άρεσε αυτή η τσιμεντοποίηση. Τα καλοκαίρια που η ζέστη δεν ευνοούσε τα ποδόσφαιρα, γινόμασταν Ινδιάνοι και φτιάχναμε σκηνές, τόξα από ξύλο λυγαριάς και βέλη από καλάμια, διαβάζαμε «Μικρό σερίφη» και ακολουθούσαμε τον Τσιπιρίπο στις ιχνηλασίες του, μαδούσαμε τις συκαμιές για να τρέφουμε μεταξοσκώληκες και παρατηρούσαμε με περιέργεια τον κύκλο της ζωής τους από το αβγό μέχρι το κουκούλι, κλέβαμε από τα μποστάνια φρούτα και λαχανικά, συλλαμβάναμε και παιδεύαμε σαύρες και χρυσομάμουνα, αλαλάζαμε και βάφαμε τα μούτρα μας με κάρβουνα και με μούρα, καρφώναμε φτερά από κότες στα μαλλιά και χωνόμασταν, έτσι αγνώριστοι, μέσα στα μονοπάτια του βουνού κι αλίμονο στον ανυποψίαστο αγρότη γείτονα που θα μας αντίκριζε άξαφνα μπροστά του, ιδίως αν ήτανε μούχρωμα.

Κάθε Σεπτέμβρη φτύναμε τον οξό και φτιάχναμε ξόβεργες, τις στέναμε δίπλα σε ποτίστρες από φύλλα φραγκοσυκιάς και πιάναμε τα κακόμοιρα τα πουλάκια, καρδερίνες, λούγαρα, ατομάχοι, σουιτάκια, γιαννάκια τα πολύτιμα λάφυρά μας, πού και πού στέναμε και την άρα, το δίχτυ που είχε μέσα στάρι, κριθάρι, καλαμπόκι κι έκλεινε τραβώντας ένα σκοινί σαν κρίναμε πως τα πουλιά που είναι μαζεμένα μέσα του μάς είναι αρκετά. Αυτά με τα κυνήγια μας τα οποία, για μένα τουλάχιστον, σταματήσανε γρήγορα και διά παντός λόγω εύθραυστης

Το Λεπροκομείο της Χίου.Το μακροβιότερο υγειονομικό ίδρυμα στον ελλαδικό χώρο με συνεχή λειτουργία από τον 15ο αιώνα ως το 1959.Σήμερα ερειπώνει,αλλά τα ίχνη της διαβίωσης των αρρώστων καθώς και τα αρχεία του ιδρύματος έχουν διασωθεί.

ψυχικής ισορροπίας- ακόμα νιώθω μέσα στη χούφτα μου το χτύπο της καρδούλας μιας καρδερίναςαλλά τα ψαρέματα δεν σταματήσανε ποτέ. Αξημέρωτα βγαίναμε με τον «Ρομπεόλα», τη βάρκα του πατέρα, για να ρίξουμε το παραγάδι, τα λαμπιόνια της πόλης αντανακλούσανε μέσα στο μαύρο της θάλασσας και φαντάζανε σαν μεγάλο κατάφωτο κάστρο στα νυσταγμένα παιδικά μου μάτια. Κάθε σούρουπο, ιδίως μετά τα πρωτοβρόχια και ίσαμε να πάρουνε τα πρώτα κρύα πηγαίναμε για καλαμάρια και τα μεσημέρια του καλοκαιριού, πηγαίνοντας για μπάνιο όλη μαζί η παλιοπαρέα, παίρναμε και το «χαρανάκι», ένα παλιό κατσαρόλι της μάνας καλυμμένο με λευκό πανί που είχε στο κέντρο μια στρογγυλή τρύπα και στο εσωτερικό του αλειμμένη κοπανιστή. Το βυθίζαμε έξω-έξω στην ακρογιαλιά κι εκείνο τραβούσε με τη μυρωδιά τα μικρά ψαράκια που μπαίνανε μέσα και δεν μπορούσαν να ξαναβγούνε. Γινότανε μια τηγανιά γοναράκι με κρεμμύδι ή κάνανε πανηγύρι οι γάτες σαν επιστρέφαμε ξεθεωμένοι στη γειτονιά.

Πιο κάτω από τη γειτονιά ήτανε τα ταμπάκικα, τα μαγαζιά, όπου δουλεύανε εργάτες όλοι οι κάτοικοι του διπλανού συνοικισμού. Ητανε πολλά κάποτε τα μαγαζιά μα εγώ, γεννημένος όψιμα, πρόλαβα μονάχα τα δυο μεγάλα, τα ονομαστά, του Ζαφειράκη και του Καραμαούνα. Ο κύριος Λευτέρης ο Καραμαούνας λάχαινε να είναι και νονός μου λόγω που η γιαγιά η Δέσποινα, ο μόνος

Κάθε Μάρτιο το νησί κοκκινίζει από τουλίπες

ιθαγενής πρόγονος που έχω- όλοι οι άλλοι ήτανε καρσινοί, Μικρασιάτες- κατέβηκε εννιά χρονώ κορίτσι με το καΐκι από το χωριό της τον Αγιο Γιάννη, ένα μικρό χωριό στον βορειοδυτικό, τον πιο φτωχό τόπο της Χίου, για να πάει δούλα στο σπίτι του εργοστασιάρχη και να περάσει μαζί τους όλο της τον βίο, μάλλον εκείνοι πέρασαν όλο τους το βίο μαζί της μιας και τους γηροκόμησε μέχρι τον τελευταίο απόγονο, μέχρι τη λήξη της ζωής του ταμπάκικου, που σήμανε διά παντός το τέλος της βυρσοδεψίας εν Χίω, μιας τέχνης με ρίζες βαθιές στο νησί.

Σαν την παντρέψανε λοιπόν τη γιαγιά τη Δέσποινα με τον εργάτη του ταμπάκικου τον Στρατή, πρόσφυγας από ΄να χωριό του Καράμπουρνου αυτός, τους παραχώρησε ο κύριος Λευτέρης ένα όμορφο σπιτάκι πέτρινο μες στα περβόλια του εργοστασίου για να ζήσουνε εκεί, να κάνουνε και χρέη βαρδιάνου, νυχτοφύλακες δηλαδή του μαγαζιού του. Σ΄ αυτό το σπίτι, παρέα με το βουητό της μπουρούς που καλούσε κάθε πρωί τους εργάτες για δουλειά, παρέα με τη μυρωδιά του φρέσκου και του αργασμένου δέρματος, παρέα με τις στέρνες και τις βαρέλες, με τον κύλιντρο και την πρέσα, παρέα με τις κότες της γιαγιάς, τις μαντερινοπορτοκαλιές και τα μάλαθρα, τον ποταμό Καντήλα, την Αγιά Ειρήνη των βυρσοδεψείων και τους ψηλούς μαντρότοιχους που χώριζαν τον παράδεισο από τον έξω κόσμο πέρασα τα πιο όμορφα καλοκαίρια, τα πιο γλυκά μου χρόνια.

Με τα μούτρα πάνω της

Σπίτι στον Κάμπο

Υστερα ήρθε η εφηβεία,το Γυμνάσιο,η ώσμωση με άλλα παιδιά από άλλες γειτονιές της πόλης,οι πρώτοι έρωτες,η σκληρή δουλειά στο ταμπάκικο τα καλοκαίρια- ο πιο μικρός σε ηλικία βυρσοδεψεργάτης,έχω να το καυχιέμαι- κατόπιν τα μηχανάκια,οι βόλτες,τα ξενύχτια τα ακατάσχετα,οι καλοκαιρινές γνωριμίες που φεύγανε στο τέλος του Αυγούστου αφήνοντας πίσω τους τη μελαγχολία να αιωρείται και να τρυπώνει ύπουλα στις πιο ευαίσθητες ψυχές,σιγά-σιγά έφτασε κι η μέρα που έπρεπε να φύγω κι εγώ,να πάω να σπουδάσω.Κι εκεί την πάτησα.Η Χίος δεν είχε πει την τελευταία της λέξη μέσα μου.Τη φώναξε καθώς βρισκόμουνα μεσοπέλαγα,καθώς ήμουνα ακουμπισμένος

Ο Γιάννης Μακριδάκης ακούει και ηχογραφεί παλιές ιστορίες

στα ρέλια του «Σαπφώ» κι έβλεπα το δαντελωτό κορμί της να περνάει σαν ταινία μπροστά από τα μάτια μου,αλλά παρ΄ όλη τη φασαρία της τσιμινιέρας την άκουσα.

Νομίζω ότι ήταν έρωτας δυνατός διότι ποτέ δεν σκέφτηκα να ζήσω αλλού, γύρισα γρήγορα κι έπεσα με τα μούτρα πάνω της.Μ΄ ένα πάθος ανεξέλεγκτο ήθελα ν΄ ανακαλύψω κάθε πτυχή της, ν΄ αφουγκραστώ κάθε ήχο της και κάθε μυρωδιά της,να δω το κόκκινο του φθινοπώρου της,και το κίτρινο της άνοιξής της,να μάθω το παρελθόν της διαβάζοντας και ακούγοντας άλλους,πιο παλιούς από μένα που το ζήσανε,κι ύστερα να γράψω για αυτήν,να την υμνήσω,να διατρανώσω το κάλλος της,αυτό που κράτησε δέσμιο τον νου μου και κανένα

Η γιορτή του Αγίου Πνεύματος στην κορυφή του Πελινναίου (1.297 μ.)

άλλο κάλλος δεν μπόρεσε να διεκδικήσει τη θέση του μέσα μου.

Τώρα που ο έρωτας αυτός μετρά εικοσιτόσα χρόνια,εκείνη δεν έχει αλλάξει και πολύ, μηδαμινό ποσοστό είναι άλλωστε μπροστά στο σύνολο του βίου της αυτή η περίοδος, εγώ όμως νιώθω άλλος άνθρωπος.Την αγαπώ,την ξέρω πια καλά,δεν εκπλήσσομαι από τα χούγια και τις ιδιορρυθμίες της, ξεσπάω πάνω της πού και πού την αγανάκτησή μου όχι για δικά της φταιξίματα,μα για τη νεοελληνική αμορφωσιά που την κατοικεί και κυρίως τη διοικεί, όπως τους περισσότερους τόπους,μα κατά βάθος είμαι τόσο χαρούμενος που ζω σ΄ αυτό το νησί και τόσο βέβαιος για τη νεανική αυτή,εν μέσω ερωτικού παραλογισμού,επιλογή μου.

Το χάραγμα του μαστιχόδεντρου

Το τελευταίο βιβλίο του Γιάννη Μακριδάκη είναι το μυθιστόρημα «Ηλιος με δόντια».Εχουν προηγηθεί η νουβέλα «Η δεξιά τσέπη του ράσου» και το μυθιστόρημα «Ανάμισης ντενεκές», όλα στις Εκδόσεις της Εστίας