Η γοητευτική λέξη Ελλάδα είναι δίσημη στη Γερμανία. Σημαίνει μια αρχαία ιδανική χώρα η οποία υπήρξε πνευματική κοιτίδα των ίδιων των Γερμανών και ταυτόχρονα τη σημερινή γραφική χώρα στο νοτιοανατολικό άκρο της Ευρώπης. Αυτή η δεύτερη, η όμορφη χώρα του σήμερα, έχει χάσει οριστικά την αθωότητά της. Η δημοσιονομική κρίση έφερε στην επιφάνεια ανερμήνευτα πεπραγμένα πολιτικών και ανεξήγητα ήθη ανθρώπων.

Η Ελλάδα έγινε μέσα σε ένα εξάμηνο μια αινιγματική επικράτεια για το ευρύ γερμανικό κοινό, μια άγνωστη χώρα που κανείς δεν ξέρει πια αν από αυτήν εκπορεύεται η ευλογία ή η κατάρα.

Η διασάλευση της δημόσιας εικόνας της χώρας μας προκαλεί όμως ταυτόχρονα και μια πρωτοφανή δίψα για την εκλογίκευση αυτού του ρήγματος. Γερμανοί δημοσιογράφοι, συγγραφείς, κριτικοί αφουγκράζονται και την παραμικρή ελληνική ρήση στην προσπάθεια να καταλάβουν. Δεν θα ήταν υπερβολή το να υποστηρίξει κανείς ότι, αν η Ελλάδα ήταν τιμώμενη χώρα στη Διεθνή Εκθεση Βιβλίου της Φραγκφούρτης το 2010 αντί του 2001, θα σάρωνε.

Τη μοιραία εκείνη 5η Μαΐου, με τη μεγάλη διαδήλωση και τους τρεις νεκρούς, βρισκόταν στους δρόμους της Αθήνας και ο γερμανός δημοσιογράφος και συγγραφέας Μόριτς φον Ούσλαρ, απεσταλμένος της εβδομαδιαίας εφημερίδας «Die Ζeit». Αναζητώντας απαντήσεις, είχε οργανώσει μια σειρά ραντεβού. Συναντήθηκε με τη συγγραφέα Ερση Σωτηροπούλου. Τον εξέπληξε η ευδιαθεσία της αλλά δεν της απέσπασε την κλείδα για να καταλάβει τα πράγματα. Συναντήθηκε επίσης με τη Μαρία Φαραντούρη. Αλλά τη βρήκε «έγκλειστη» σε έναν δικό της κόσμο, λίγες δεκαετίες πιο παλιό. Συναντήθηκε και με τον διευθυντή του Μουσείου της Ακρόπολης Δημήτρη Παντερμαλή. Τον βρήκε αφοσιωμένο στη μεγάλη έκθεση για τον Περικλή που προετοιμάζει αυτόν τον καιρό. Αποκαμωμένος από τη συστολή των πνευματικών ανθρώπων μπροστά στην πυριφλεγέθουσα πραγματικότητα, έκλεισε το άρθρο του ως εξής: «Ας μου συγχωρηθεί αυτός ο κουτούτσικος συναισθηματισμός, αλλά ένα έθνος που διαθέτει κάτι τόσο μεγαλειώδες δεν μπορεί ποτέ να φαλιρίσει». Αλλοι, αντί συνεντεύξεων, προτίμησαν να διαβάσουν βιβλία. Ενα ολόκληρο εξάμηνο παρέμενε στα αζήτητα της κριτικής η γερμανική έκδοση του «Σουέλ» της Ιωάννας Καρυστιάνη, πράγμα ασυνήθιστο για βιβλίο του σημαντικού οίκου Suhrkamp. Λίγες ημέρες ύστερα από τον σάλο που προκάλεσε το εξώφυλλο του περιοδικού «Focus» με την ασχημονούσα Αφροδίτη της Μήλου, η «Sueddeutsche Ζeitung» (SDΖ) του Μονάχου παρουσίασε αναλυτικά το βιβλίο στη λογοτεχνική προθήκη της, εξαίροντας «τις θαρραλέες γυναικείες μορφές της Καρυστιάνη, το βλέμμα της που αποκαλύπτει τις μυθικές δομές γύρω από τη ζωή αυτών των γυναικών και τέλος τον ζήλομε τον οποίο αντιμάχεται τις αρχαϊκές συνθήκες διαβίωσης στην πατρίδα της».

Ακόμη και το βιβλίο της Νίνας Ναχμία «Ρέινα Ζιλμπέρτα. Ενα παιδί στο γκέτο της Θεσσαλονίκης», που κυκλοφόρησε πέρυσι στα γερμανικά από τον μικρό οίκο του Βερολίνου Μetropol, ξεσκάλισε και παρουσίασε η ίδια εφημερίδα για να επισημάνει την άγνοια της ελληνικής κοινωνίας για τα δεινά των Ελληνοεβραίων και την ακόμη μεγαλύτερη άγνοια της γερμανικής κοινωνίας για τα δεινά των Ελλήνων στην Κατοχή.

Ε νας άλλος κριτικός έσπευσε να παρουσιάσει μετά από λίγο τη γερμανική μετάφραση του βιβλίου του Πάτρικ Λι-Φέρμορ «Μάνη». Ενθουσιάστηκε με εκείνη την εικόνα από την Καρδαμύλη στις αρχές της δεκαετίας του 1950: ο Λι-Φέρμορ με τη γυναίκα του και έναν φίλο του είναι καθισμένοι σε ένα τραπεζάκι στην προβλήτα. Οι πλάκες τούς τσουρουφλίζουν τα πόδια και αυτοί παίρνουν το τραπέζι και το στήνουν στο νερό και κάθονται πάλι γύρω του με τα πόδια μέσα στη θάλασσα. Αλλά ο ταβερνιάρης δεν τα χάνει και τους σερβίρει ατάραχος σαν μπάτλερ ευγενών, ενώ γύρω από τους πλωτούς ξένους συνδαιτυμόνες μαζεύονται ντόπιοι βαρκάρηδες και παίζουν με τα μαντολίνα τους. Το γερμανικό σχόλιο του 2010: «Ποιος δεν θα μελαγχολούσε στο σημείο αυτό, ποιος δεν θα ομολογούσε ότι αυτός είναι ο απολεσθείς παράδεισος, όπου θα μπορούσε να ζήσει κανείς απέριττα και έντιμα; Διαβάζοντας αυτή τη σκηνή σού έρχεται να βάλεις τα κλάματα. Γιατί καταλαβαίνεις ότι αυτό που έχει χαθεί στην Ελλάδα είναι κάτι πολύ περισσότερο από μερικά δισεκατομμύρια ευρώ».

Ροΐδης: διαχρονικός και προφητικός

Η επικαιρότητα, αν και δεν είναι σε καμία περίπτωση η βασιλική οδός πρόσβασης στη λογοτεχνία, βοήθησε ανέλπιστα και τον Εμμανουήλ Ροΐδη (φωτογραφία). Η «Πάπισσα Ιωάννα» μεταφράστηκε στα γερμανικά ήδη το 1904. Εκατό και πλέον χρόνια αργότερα ένας τόμος με κείμενα του μεγάλου σατιρικού υποδεικνύει στο γερμανικό κοινό την προϊστορία της νεοελληνικής κακοδαιμονίας. Αυτή την άνοιξη διάλεξε ο εξαιρετικός οίκος της Ζυρίχης Μanesse για να εκδώσει έναν καλαίσθητο μικρό τόμο με κείμενα του Ροΐδη με τον υπεράνω πάσης υποψίας τίτλο «Ο σύζυγος το μανθάνει τελευταίος». Προτού καλά καλά κυκλοφορήσει το βιβλίο, παρουσιάστηκε στην εφημερίδα «Τagesspiegel» του Βερολίνου από τον συγγραφέα Αντρέας Σέφερ: «Τα τελευταία χρόνια, αν εξαιρέσει κανείς τα νησιωτικά μυθιστορήματα της Ιωάννας Καρυστιάνη με την αρχαϊκή πνοή τους και τα αθηναϊκά αστυνομικά του Πέτρου Μάρκαρη, δεν μεταφράστηκε τίποτε το ιδιαίτερο από τα ελληνικά. Και να τώρα, μέσα σε αυτή την άνοιξη της κρίσης,τα υπέροχα διηγήματα και οι σάτιρες του είρωνα Ροΐδη. Διαβάζοντας αυτά τα διασκεδαστικά κείμενα τρίβεις τα μάτια σου. Λες, μα είναι δυνατόν, και πριν από εκατό και πλέον χρόνια στην Ελλάδα η ίδια διαφθορά όπως σήμερα, η ίδια αδιαφορία για το κοινό συμφέρον;».

Τέσσερις ποιητές έκαναν την έκπληξη στο Βερολίνο

Ο Τίτος Πατρίκιος ήταν ένας από τους τέσσερις έλληνες ποιητές που συμμετείχαν (και εντυπωσίασαν) στο 11ο Φεστιβάλ Ποίησης στο Βερολίνο

Τ η μεγαλύτερη λογοτεχνική έκπληξη στη Γερμανία αυτούς τους δύσκολους μήνες επιφύλασσε η ελληνική ποίηση. Στο πλαίσιο του 11ου Διεθνούς Φεστιβάλ Ποίησης στο Βερολίνο, το οποίο εφέτος ήταν αφιερωμένο στη Μεσόγειο, εμφανίστηκαν και τέσσερις έλληνες ποιητές. Αποτέλεσμα: ο συγγραφέας Χανς-Πέτερ Κούνις τούς αφιέρωσε το κύριο άρθρο στη λογοτεχνική σελίδα της «SDΖ» με τίτλο«Οι Ελληνες κάνουν την έκπληξη στο Βερολίνο». Γράφει μεταξύ άλλων: «Απόψε ανακαλύψαμε ένα καινούργιο λογοτεχνικό τοπίο- παρ΄ ότι οι τέσσερις έλληνες ποιητές ήταν εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους. Το πιο αιφνιδιαστικό ήταν ότι τα ποιήματα αυτά προέρχονται από ένα έθνος που τα πολλά προβλήματά του το έκαναν περίγελο του κόσμου τους τελευταίους μήνες».

Ο αρθρογράφος εγκωμιάζει το διακριτικό αίτημα μιας ήπιας επανάστασης που αναδίδεται από τους στίχους της Δήμητρας Κωτούλα , εκθειάζει τις αναπάντεχες και τολμηρές εικόνες στην ποίηση του Γιάννη Στίγκα, τιμά τον ελεγειακό τόνο στην μπαλάντα του Τίτου Πατρίκιου «Το σπίτι». Η ανακάλυψή του ωστόσο είναι ο τέταρτος, ο νεαρός Jazra Κhaleed, γεννημένος στο Γκρόσνι από έλληνα πατέρα και τσετσένα μάνα και μεγαλωμένος στην Αθήνα. «Οι λέξεις του εκσφενδονίζονται σαν βλήματα από το βήμα στο ακροατήριο. Αυτός ο λεπτοκαμωμένος νέος σού δίνει την εντύπωση κάποιες στιγμές ότι μπορεί να γίνει επικίνδυνος. Διαθέτει εκείνο τον άγριο δυναμισμό που είδαμε στις ταραχές στους δρόμους της Αθήνας. Είναι η φωνή των μεταναστών και των ταραχοποιών που διαμαρτύρονται για τη γερασμένη και νωθρή κάστα της εξουσίας στην Ελλάδα. Και ξέρει να γράφει».