Η Ελένη Κοκκίδου χυμώδης και χειμαρρώδης λικνίζεται στον ρυθμό της λαγνείας ως Γυναίκα της Πάτρας. Η Δέσποινα Κούρτη σιωπηλή και μεθοδική διπλώνει κάθε βράδυ τη ζωή της σαν καθαρό σεντόνι στο «Wunschkonzert». Η Αννα Κοκκίνου μοναχική μοδίστρα του σουρεαλισμού τραγουδά τις παράξενες φαντασιώσεις της στο «Λα Πουπέ». Η Μαρία Πρωτόπαππα στάζει μεταμοντέρνο κυνισμό αλλά συγκινείται από τον Τσιτσάνη στην κόλαση της «Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α.Σ». Ο Νίκος Καλαμό, ηθοποιός-καλόγερος, φοράει το ράσο του και μας ταξιδεύει στον κόσμο του Διονυσίου Σολωμού. Ο Μπομπ Γουίλσον βάφει λευκό το πρόσωπό του και ακούει τη βροχή να χτυπάει τις αναμνήσεις του στην «Τελευταία μαγνητοταινία του Κραπ».

Μερικές από τις ωραιότερες θεατρικές εμπειρίες των τελευταίων δύο ετών προήλθαν από παραστάσεις μονολόγων. Και απ΄ ό,τι φαίνεται αυτό δεν αποτελεί αποκλειστικά προσωπική εκτίμηση αλλά συνολικότερη, αν κρίνει κανείς από τη μεγάλη εισπρακτική επιτυχία με την οποία στέφθηκαν τα προαναφερθέντα εγχειρήματα.

Γιατί μας αρέσει τόσο πολύ να βλέπουμε τους ηθοποιούς μόνους πάνω στη σκηνή; Το πρώτο πράγμα που έρχεται στο μυαλό είναι η οικειότητα: δεν έχουμε απέναντί μας έναν πολυπρόσωπο θίασο απορροφημένο στις μεταξύ του εντάσεις, αλλά έναν άνδρα ή μία γυναίκα που νοιάζεται μόνο για εμάς. Τραγουδάει, χορεύει, αλλάζει κοστούμια, λέει αστεία, κλαίει, γελάει, κάνει ό,τι μπορεί για να κερδίσει την προσοχή και τη συμπάθειά μας.

Ακολουθεί φυσικά η πανίσχυρη ψευδαίσθηση της εξομολογητικής συνθήκης: η ψευδαίσθηση ότι ο ηθοποιός που στέκεται μπροστά μας θα ανοίξει την καρδιά του, θα μας εκμυστηρευθεί τις πιο απόκρυφες σκέψεις του, τα πιο ένοχα μυστικά του. Οσα τον εξοργίζουν και όσα τον χαροποιούν, όσα κουβαλάει και όσα θα ήθελε να πετάξει, όσα τον τρομάζουν και όσα τον βοηθούν να παραμένει ζωντανή. ΄Η το αντίθετο: στο μεγαλύτερο μέρος του μονολόγου της, η ηρωίδα της «Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α.Σ» μάς εξηγεί τους λόγους για τους οποίους αποφάσισε να μη μείνει άλλο ζωντανή. «Τριάντα εφτά χρονών μουνί με τα όλα μου φεύγω πριν ξεπέσω στο κόψιμο του τσιγάρου,πριν να πληροφορηθώ τη θλιβερή άνοδο των τριγλυκεριδίων μου,φεύγω πριν τον βελονισμό,πριν τις ορμονικές ενισχύσεις,φεύγω» . Ενώ η Πανωραία, όπως ονομάζεται η Γυναίκα της Πάτρας, δεν σκοπεύει σε καμία περίπτωση να φύγει κι ας ήταν η ζωή της γεμάτη δυστυχία. Κοκορεύεται- και θα κοκορεύεται- μέχρι τελικής πτώσεως: «Οχι Κιμ Νόβακ,όχι Μελίνα,όχι Ελίζαμπεθ Τέιλορ,δεν με συναγωνίζεται καμία στην ηθοποιία μου,να πούμε…Βλέπεις τι σου λέω;».

Ηρθαν, έρχονται, φεύγουν, θα φύγουν… Γιατί βρίσκονται στη σκηνή; Τι ήρθαν να μας πουν; Πώς θα δικαιολογήσουν την παρουσία τους; Τη φλυαρία τους; Οπως κι εμείς, καλούνται να δώσουν εξηγήσεις. Οπως κι εμείς, καλούνται να δαμάσουν τον χρόνο, να γεμίσουν το κενό. Οπως κι εμείς, τέλος, αδυνατούν να παραμείνουν σιωπηλοί. Και θέλουν κάποιον να τους ακούσει: χρειάζονται κοινό, έναν, δύο ή περισσότερους, που θα επιβεβαιώσουν ότι άφησαν ένα ίχνος- ακόμη κι αν αυτό είναι αχνό, διαρκεί ένα βράδυ, δύο ώρες, τρία δευτερόλεπτα.

«Πιστεύω ότι η δεσποινίς Τζούλια είναι μοντέρνα ηρωίδα όχι επειδή η γυναίκα που απεχθάνεται τους άνδρες δεν υπήρξε ανέκαθεν ανάμεσά μας, αλλά επειδή τώρα επιτέλους βγήκε σε κοινή θέα,κατέλαβε τη σκηνή και κάνει θόρυβο» έγραφε ο Στρίντμπεργκ στον πρόλογο του περίφημου έργου το 1888. Να κάνουν θόρυβο λοιπόν θέλουν και όλοι οι ήρωες που μονολογούν ακατάπαυστα. Ακόμη και όταν δεν βγάζουν άχνα, όπως η φροϊλάιν Ρας, ηρωίδα του «Wunschkonzert», που ρουφάει τη σούπα της και χτυπάει το κουτάλι στα τοιχώματα του πιάτου της μόνο και μόνο για να παραγάγει ήχους. Πράγματι, ο «θόρυβος» εκφράζεται ποικιλοτρόπως. Μπορεί να εκπορεύεται σπάταλα, άτσαλα, ορμητικά- όπως στην περίπτωση της Κοκκίδου και της Πρωτόπαππα- και να μας καθηλώνει με το χύμα συναίσθημα που προσφέρει. Μπορεί πάλι να κρύβεται στην τελετουργία της φόρμας, στις υπολογισμένες, επαναλαμβανόμενες κινήσεις, στο λευκό αποστασιοποιημένο πρόσωπο και να φανερώνεται μόνο όταν σπάει στιγμιαία η φωνή και συσπώνται οι μύες από την ανάμνηση της απώλειας- όπως απέδειξε με την εκπληκτική ερμηνεία του ο Μπομπ Γουίλσον ως Κραπ.

Με κουτάλια ή με πιρούνια, με επιμελημένο μακιγιάζ ή με ορμονικές ενισχύσεις, κραυγαλέα ή υπόκωφα: με οποιοδήποτε αξεσουάρ ή διάθεση κι αν είναι εξοπλισμένοι, στέκονται μπροστά μας και κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να σπάσουν τη σιωπή.

ΥΓ.: Η «Γυναίκα της Πάτρας» του Γιώργου Χρονά και το «Wunschkonzert» του Φραντς Ξαβιέρ Κρετζ ανέβηκαν στο Από Μηχανής Θέατρο. Το «Λα Πουπέ» του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη στο θέατρο Σφενδόνη. Η «Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α.» της Λένας Κιτσοπούλου στο Εθνικό Θέατρο. Η «Γυναίκα της Ζάκυθος» του Διονυσίου Σολωμού στο Μουσείο Μπενάκη, στην οδό Πειραιώς. Και «Η τελευταία μαγνητοταινία του Κραπ» του Σάμιουελ Μπέκετ στο Θέατρο του Ελληνικού Κόσμου.

salome@tovima.gr