Πόσες φορές μπορείς να πεις μια ιστορία; Πόσες φορές μπορείς να πεις την ίδια ιστορία; «Αγαπημένες μου αδελφές, η ζωή μας δεν έχει τελειώσει ακόμη.Θα ζήσουμε!» λέει η Ολγα αγκαλιάζοντας τη Μάσα και την Ιρίνα στο θρυλικό έργο του Τσέχοφ. Οι τρεις αδελφές του Εντα Γουόλς ζουν σε ένα ψαροχώρι της Ιρλανδίας. Προσπαθούν και αυτές να πείσουν τους εαυτούς τους ότι η ζωή δεν έχει τελειώσει ακόμη. Κι ας είναι όλα γύρω τους τόσο ασφυκτικά. Μια πόλη μικρή, τακτοποιημένη, γεμάτη στενά δρομάκια, παγιδευμένη στη λίθινη εποχή. Γεμάτη γλάρους που κράζουν κοροϊδευτικά και μοναχικούς ψαράδες που περιφέρονται στο λιμάνι με ιδρωμένες παλάμες και λάγνα βλέμματα.

Υπάρχει διέξοδος; Η προσμονή του έρωτα έδωσε κάποτε την ψευδαίσθηση μιας καινούργιας αρχής. «Είμαι έξω από το καμαρίνι του και η καρδιά μου χτυπά πιο αργά, στο μέλλον κάθε πρωί θα με βρίσκει δίπλα στο πρόσωπό του και η γλυκιά φωνή του θα μου τραγουδά γι΄ αυτό το αχ τόσο θαυμάσιο μέρος» περιγράφει η Κλάρα, η μεγαλύτερη αδελφή, τα πρώτα σκιρτήματά της πριν από σαράντα χρόνια. «Σίγουρα είναι δικός μου. Βρίσκομαι εδώ, στην αρχή μιας καινούργιας ζωής, και έχει έρθει η σειρά μου» αναπολεί με τη σειρά της η μεσαία, η Μπρέντα, που βρίσκεται και αυτή τώρα γύρω στα εξήντα.

Ο έρωτας δεν κράτησε την υπόσχεσή του σε καμία από τις δύο. Τις άφησε πανικόβλητες, απελπισμένες. Τις τσάκισε: «Μπες μέσα, Κλάρα. Μπες μέσα. Μπες μέσα…» λέει η Κλάρα. «Να μπω μέσα. Και να μείνω μέσα για πάντα» λέει η Μπρέντα που κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα. Η ασφάλεια ως ύψιστο κριτήριο, απόλυτη αξία ζωής. Και έτσι το μέσα γίνεται προτιμότερο από το έξω. Οσο ανιαρό, όσο προβλέψιμο κι αν διαγράφεται το πρώτο. «Κανένα μυστήριο, καμία έκπληξη, καμία ελπίδα», αλλά τουλάχιστον κανένας πόνος. Μονάχα η ανακουφιστική ρουτίνα που δεν σπάει ποτέ. Το τσάι, το υπέροχο κέικ της Κλάρας, ο Πάτσι, ο νεαρός ιχθυοπώλης που χτυπάει κάθε μέρα την πόρτα τους για να φέρει τα ψάρια. Και φυσικά οι ιστορίες τους. Οι ατέλειωτες αφηγήσεις για το παρελθόν, τις εμπειρίες που τις σημάδεψαν: ξανά και ξανά στον τόπο του τραύματος. Τη βραδιά που ο Ρόλερ Ρόι τις πρόδωσε για μια άλλη γυναίκα. Σαράντα χρόνια φορούν το ειδικό κοστούμι, τη φούστα με τα βολάν και την μπλούζα σε στυλ 50s, και παίζουν το ίδιο θεατρικό. Οταν δεν υπάρχει παρόν, τότε το παρελθόν πρέπει να ξεζουμιστεί. Οχι ότι αυτό επιφέρει απαραίτητα λύτρωση. Οπως παρατηρεί η Αντα, η μικρότερη αδελφή, που εκδηλώνει έντονη την επιθυμία να φύγει από το σπίτι: «Μπρέντα, ήμουν ακόμη μωρό όταν σε πρωτάκουσα να λες αυτή την ιστορία, από τότε σ΄ έχω βάλει να την πεις χιλιάδες φορές πάλι και πάλι σαν να ΄μουν κανένα παιδί… αν και δεν είμαι παιδί. (Παύση) Κι όμως σε πονάει ακόμη το ίδιο, έτσι δεν είναι;».

Η εμμονή της επανάληψης δεν ξορκίζει τα φαντάσματα. Μόνο βοηθάει τον χρόνο να περνά. Να γεμίζει με λέξεις. «Ενα τσάι, ένα τσάι θα με φέρει στα ίσα μου» υποστηρίζει η Κλάρα. Το έργο κλείνει με τον ήχο του νερού που βράζει. Η μικρότερη αδελφή δεν θα φύγει τελικά από το σπίτι. Την έπεισαν κι αυτήν πως «είναι προτιμότερο το μέσα».

«Δεν θέλουμε να είμαστε νησιά αλλά νησιά είμαστε» λέει η Μπρέντα και αυτή η φράση-σχόλιο πάνω στον διάσημο στίχο του Τζον Ντον («Νo man is an island») μοιάζει να ενέπνευσε το σκηνικό της Ιωάννας Τσάμη. Αγκυροβολημένες πάνω στο ξύλινο παραλληλόγραμμο «νησί» τους οι τρεις ηθοποιοί έχουν ήδη «μπει» στον ρόλο όταν εμείς μπαίνουμε στην αίθουσα. Απορροφημένες από τις οικιακές ασχολίες τους, μοιάζει να μη μας δίνουν σημασία. Τα μικρά φωτάκια γύρω τους παραπέμπουν σε παλκοσένικο, αλλά προς το παρόν είναι κλειστά. Σε ένα στρογγυλό τραπεζάκι ακουμπά το κέικ. Σε ένα άλλο τα σύνεργα του τσαγιού. Από τη στιγμή που αρχίζουν να μιλάνε όλα γίνονται ασθματικά, σπασμωδικά, χωρίς εμφανή συνοχή. Πράγματι στην αρχή έχεις την αίσθηση ενός κειμένου ερμητικά κλειστού. Χάρη στη σκηνοθεσία όμως καταλαβαίνεις αμέσως πως πρόκειται για μια αρρωστημένη κατάσταση: τρεις γυναικείες φιγούρες, με τις ρόμπες τους, βυθισμένες σε ένα κιτρινιασμένο φως, να φλυαρούν σε γρήγορους ρυθμούς για ζητήματα φαινομενικά άσχετα, σαν να εκτελούν τις προκαθορισμένες κινήσεις ενός οικείου σε εκείνες αλλά άγνωστου σε εμάς τελετουργικού. Αυτή η διαφορά «φάσης» όμως- μεταξύ ηρώων και θεατών- είναι το ζητούμενο. Στη χώρα των τριών αδελφών ο χρόνος έχει σταματήσει και μέσα σε αυτό το κενό αέρος παίζουν αέναα ρόλους από το ρεπερτόριο της ζωής τους. Οι ερμηνείες της Θέμιδος Μπαζάκα και της Ανέζας Παπαδοπούλου αποδίδουν απόλυτα αυτό το συναίσθημα. Πίσω από τη μηχανικότητα στον λόγο και τις κινήσεις διαισθάνεται κανείς το κρυμμένο συναίσθημα. Ειδικά τη μέρα που εκτυλίσσεται η δράση υπάρχει πλεονάζουσα αγωνία καθώς η μικρή αδελφή απειλεί να αποχωρήσει. Η Μπαζάκα μεταδίδει αυτή την αγωνία και όχι μόνο: η γκάμα της αποδεικνύεται ιδιαίτερα σύνθετη και πολυμήχανη- θα έλεγα πως είναι μία από τις καλύτερες ερμηνείες της των τελευταίων χρόνων. Η Παπαδοπούλου επίσης εξαιρετική: τέρας πειθαρχίας, αποδίδει αριστοτεχνικά την αίσθηση της ελεγχόμενης ως επί το πλείστον νεύρωσης- μια κούκλα που κινδυνεύει να ξεκουρδιστεί ανά πάσα στιγμή. Και όλα αυτά χωρίς να αφήσουν την κατάσταση να «βαρύνει» υπερβολικά, με μια αιωρούμενη ελαφρότητα.

Η Μαρία Πανουργιά ως μικρότερη αδελφή πλάθει μια ηρωίδα ανίκανη να χειριστεί την ταραχή της: «Θεέ μου… πώς κατέληξα να νιώθω έτσι;» αναρωτιέται. Καταφεύγει στη σκληρότητα αλλά τελικά λυγίζει. Συμπαθής ο Παναγιώτης Εξαρχέας στον ρόλο του νεαρού ιχθυοπώλη, χρειάζεται όμως ακόμη δουλειά στις αποχρώσεις – είναι λίγο μονοκόμματος. Εξουθενωτικοί ρυθμοί, λαχανιασμένοι, ντελιριακοί μονόλογοι, εντυπωσιακές ερμηνείες και κλίμα χαριτωμένης εσωστρέφειας αποτελούν εν κατακλείδι τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της ενδιαφέρουσας παράστασης.

salome@tovima.gr