Το ολοκαύτωμα των εβραίων είναι ένα ζήτημα που καλώς ή κακώς θα έρχεται και θα ξανάρχεται στην επικαιρότητα, κάτι που συμβαίνει με την ταινία της Ροζελίν Μπος, της οποίας όμως το πιο ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι εξιστορεί σε όλες του τις λεπτομέρειες το βρώμικο πολιτικό παρασκήνιο που μεσολάβησε για την εξολόθρευση των εβραίων του Παρισιού μετά την κατάληψη της Γαλλίας από τους ναζιστές. Ο ξένος τίτλος παραπέμπει στη φράση «La rafle du Vel d΄ Ηiv», δηλαδή στην ξαφνική έφοδο της αστυνομίας του Παρισιού στα σπίτια των εβραίων που έγινε τα ξημερώματα της 16ης Ιουλίου του 1942. Συνελλήφθησαν 12.884 άντρες και γυναικόπαιδα που στοιβάχτηκαν σαν ζώα στο «Ποδηλατοδρόμιο του Χειμώνα» («Velodrome d΄ Ηiver») από όπου πήραν τον δρόμο για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

« Στάχτες, Χίμλερ. Θέλουμε στάχτες » ακούμε τον Αδόλφο Χίτλερ ( Ούντο Σενκ ) να λέει στον αρχηγό των Ες Ες ( Τόμας Ντάρχινγκερ ). Ηταν ο μόνος τρόπος για να εξαφανιστεί διά παντός ο ακριβής αριθμός των θυμάτων των εβραίων. Η ταινία επιστρέφει σε αυτή την αποθέωση της ανθρώπινης κτηνωδίας με μια προσεκτική καταγραφή όλων των σταδίων που μεσολάβησαν ώσπου το Παρίσι να «καθαρίσει» από τους ανεπιθύμητους με το άστρο του Δαβίδ ραμμένο στο σακάκι.

Μέσα από μικρές ιστορίες οικογενειών που από τη μια στιγμή στην άλλη έχασαν τα πάντα, η Μπος δημιούργησε ένα συγκινητικό έργο, από το οποίο δεν λείπουν οι σκηνές όπου βλέπουμε την κυβέρνηση Βισί να συμφωνεί με τους Γερμανούς για την παράδοση των εβραίων και να προτείνει δικές της ιδέες για καλύτερη εξυπηρέτηση των κατακτητών. Κεντρικό πρόσωπο είναι μια γαλλίδα μη εβραία νοσοκόμα (η Μελανί Λοράν των «Αδοξων μπάσταρδων» του Κουέντιν Ταραντίνο ) στο πρόσωπο της οποίας αποτυπώνεται η μειονότητα των Γάλλων που προσπάθησαν να προσφέρουν βοήθεια στους κατατρεγμένους, ενώ σε δεύτερο ρόλο (παρ΄ ότι πρώτος στους τίτλους) ο Ζαν Ρενό υποδύεται έναν εβραίο γιατρό που την ερωτεύεται.

Δεν είναι βεβαίως η πρώτη φορά που ο γαλλικός κινηματογράφος ασχολείται με τη μελανή σελίδα της σύγχρονης Ιστορίας της Γαλλίας που λέγεται κυβέρνηση Βισί, η σκιά της οποίας απ΄ ό,τι φαίνεται εξακολουθεί να σκεπάζει τους Γάλλους (με τους «Γοητευτικούς ταξιδιώτες» ο Ζαν Πολ Ραπενό επανήλθε στο ίδιο ζήτημα το 2003). Το πρόβλημα με τη «Νύχτα που χάθηκαν τα αστέρια» όμως είναι, παρά την τίμια αντιμετώπιση του θέματός της, το γεγονός ότι πρόκειται για μια τηλεοπτικής αισθητικής (και λογικής) ταινία με φιλοδοξίες επικών διαστάσεων, λες και προσπαθεί να γίνει η γαλλική απάντηση στη «Λίστα του Σίντλερ» του Στίβεν Σπίλμπεργκ – κάτι που ποτέ δεν καταφέρνει.

gzoump@tovima.gr