ΧΕΙΜΩΝΑΣ, 4ος όροφος: Το κουδούνι στην είσοδο της πολυκατοικίας στην πλατεία Κολωνακίου δεν άλλαξε. Το όνομά του είναι πάντα γραμμένο, κι ας έχουν περάσει δέκα χρόνια από τον θάνατό του. Η Λούλα Αναγνωστάκη μένει πια μόνη της εκεί.

Το ραντεβού μας, ένα βράδυ Πέμπτης, είχε ορισθεί για τις οκτώμισι. «Θα σας περιμένω» μου είπε. Είχε προηγηθεί τηλεφωνική επικοινωνία. «Καλύτερα να τα πούμε μετά το Πάσχα. Θα σας πάρω εγώ». Την είχα αναζητήσει όταν έμαθα ότι το Φεστιβάλ Καβάλας του ερχόμενου καλοκαιριού είναι αφιερωμένο στον Χειμωνά και ότι ένα δικό της κείμενο θα αναπαρασταθεί σκηνικά από τη Ρένη Πιττακή.

«Περάστε» με καλωσόρισε στην πόρτα η κυρία (από τη Βουλγαρία) που μένει μαζί της. Από το χολ την είδα να σηκώνεται από την πολυθρόνα της για να με υποδεχθεί: ήταν καθισμένη στο σαλόνι, με την μπαλκονόπορτα ανοιχτή και την τηλεόραση να παίζει αδιάφορα. Δύο-τρία αμπαζούρ (ημι)φώτιζαν τον χώρο, έναν χώρο γεμάτο φωτογραφίες, του Χειμωνά και του γιου τους, του Θανάση (του συγγραφέα Θανάση Χειμωνά)- ελάχιστες οι δικές της. Στους τοίχους αλλά και επάνω στον έναν από τους δύο καναπέδες πορτρέτα του Χειμωνά και του Θανάση. «Τα πορτρέτα του Θανάση είναι της Γαζετοπούλου» μου εξήγησε, καθώς το ένα ήταν με μολύβι και το άλλο (ίδιο) με χρώματα. «Τι θα πάρετε;». «Ενα ποτήρι νερό» απάντησα. Ο δίσκος που κατέφθασε έκρυβε και μια πάστα… «Την πήρα για σας» μου είπε η Λούλα Αναγνωστάκη…

«Λοιπόν;» με ρώτησε αφού καθήσαμε η μία απέναντι στην άλλη. Εκείνη στην πολυθρόνα και εγώ στον καναπέ. Δίπλα μου, στο τραπεζάκι με τις κορνίζες, πολλές φωτογραφίες, χύμα, με τον Θανάση άλλοτε μωρό, άλλοτε παιδάκι στις κούνιες, φωτογραφίες του Χειμωνά, και πάλι, λίγες, πολύ λίγες δικές της, οι περισσότερες τυπωμένες με αφορμή μια εκδήλωση ή από την έκδοση των θεατρικών της απάντων από τον Κέδρο.

«Λοιπόν;» συνέχισε, αφού θυμηθήκαμε την τελευταία μας συνάντησηπάνε χρόνια από τότε που πήγαμε μαζί να δούμε πρόβα στη Νέα Σκηνή του Εθνικού του μονολόγου της «Ουρανός κατακόκκινος» που σκηνοθετούσε ο Β. Αρδίττης και ερμήνευε η Βέρα Ζαβιτσιάνου. «Ηταν μια όμορφη βραδιά, τη θυμάστε». Φυσικά. Προτού πάμε άλλωστε στην πρόβα είχαμε συναντηθεί για να μιλήσουμε εκεί πάλι, στο σπίτι, με τα δύο-τρία αμπαζούρ να μας φωτίζουν.

Με τα μαύρα της γυαλιά φορεμένα, σαν προέκταση του εαυτού της, μου εξήγησε πόσο πολύ την έχει ταλαιπωρήσει το δεξί της πόδι, «από τα Χριστούγεννα που χτύπησα», και πόσο της «φωνάζει» ο γιατρός της, «γιατί δεν περπατάω πολύ ώστε να γίνει πιο γρήγορα καλά. Περπατώ όμως μέσα στο σπίτι.

Αποφεύγω να βγαίνω. Αλλά το πόδι μου έχει επηρεάσει και το δεξί μου χέρι» συνεχίζει μιλώντας με αυτή τη χαμηλή φωνή που κάνει τις λέξεις να ακούγονται καθαρές, πεντακάθαρες. «Να βάλω κασετόφωνο;». «Καλύτερα όχι»… «Απαντήσεις χωρίς ερωτήσεις, ερωτήσεις που επαναλαμβάνονται, κι άλλες απαντήσεις για πράγματα γνωστά ή άγνωστα, για πράγματα που αφορούν τον Γιώργο και πώς τον γνώρισα. Σκέψεις γραμμένες από τότε, σκόρπιες, σκέψεις που ήρθαν μετά. Σκέψεις για τη διπλή ζωή του». Δηλαδή; «Η μία ζωή του ήταν το γράψιμο. Η άλλη ήταν η καθημερινότητα, το Πανεπιστήμιο. Η μία μπερδευόταν μέσα στην άλλη. Η μία ήταν πιο απλή από την άλλη. Αλήθεια, τον είχατε γνωρίσει;». «Δεν πρόλαβα. Είχαμε μιλήσει στο τηλέφωνο μόνο». «Ξέρετε, εγώ αποφεύγω τις συνεντεύξεις. Και ο Γιώργος δεν έδινε πολλές. Οταν όμως έδινε έλεγε πολλά πράγματα. Του άρεσε. Με αφορμή ένα έργο του, μια νέα έκδοση». Αλήθεια, πώς ήταν το σπίτι όταν έγραφαν και οι δύο; «Ο Γιώργος δεν έγραφε ποτέ στο σπίτι. Ποτέ. Μόνο στο ιατρείο έγραφε. Στο σπίτι έγραφα εγώ. Κι έτσι δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα».

Παρατηρώντας το ημιφωτισμένο

σαλόνι όπου καθόμαστε- είναι ένας από τους χώρους του διαμερίσματος που βλέπει στον δρόμο- κάθε έπιπλο, κάθε αντικείμενο παραπέμπει στον χρόνο, τον βιωμένο χρόνο. Αναμνήσεις και χαρτιά ανακατεμένα με εφημερίδες και έντυπα. «Υπάρχει ακόμη ανέκδοτο υλικό του Χειμωνά;» τη ρωτάω και εκείνη μου γνέφει στο πίσω σαλόνι, σκοτεινό, που ήταν ο δικός του χώρος… «Πάρα πολύ υλικό. Πρέπει όμως να γίνει πολλή δουλειά για να τακτοποιηθεί ή να εκδοθεί. Αν δείτε το γραφείο είναι γεμάτο από τα χαρτιά του. Μου είναι πολύ δύσκολο να τα βάλω σε τάξη…». Ισως ο Θανάσης, ο γιος τους, κάνει μια αρχή εφέτος που έκλεισε δεκαετία από τον θάνατο του Χειμωνά και οργανώνονται αφιερώματα- εκτός από αυτό της Καβάλας… «Ο Θοδωρής Γκόνης (καλλιτεχνικός διευθυντής του εν λόγω φεστιβάλ) ήθελε οπωσδήποτε ένα κείμενό μου. Γι΄ αυτό και του το έδωσα». «Δεν θα φάτε την πάστα σας;» με επαναφέρει- και με πείθει. «Μου αρέσουν πολύ τα γλυκά» προσθέτει. Βλέπω τα τσιγάρα της πάνω στο τραπεζάκι. «Καπνίζετε πάντα…». «Ναι, ναι. Και τώρα σκεφτόμουν ότι μου λείπει ένα τσιγάρο». Με έναν μεγάλο αναπτήρα, δεκαπλάσιο των συνηθισμένων του περιπτέρου, το ανάβει και το καπνίζει με την ησυχία της. «Να σας αφήσω» της λέω. Εχει περάσει ήδη μία ώρα που καθόμαστε μαζί. Η Λούλα Αναγνωστάκη σηκώνεται από την πολυθρόνα. Εμβληματική μορφή, με τα μαύρα γυαλιά και τη μαύρη ρόμπα, κρατά το μπαστούνι και θυμίζει βασίλισσα αρχαίας τραγωδίας. Οπως βγαίνουμε από το σαλόνι στο χολ, μου δείχνει εκείνον τον πίσω χώρο, τον σκοτεινό, που είναι γεμάτος με τα βιβλία και τις σημειώσεις του Χειμωνά. «Βλέπετε αυτό που σας έλεγα… Θέλει πολλή δουλειά για να μπουν σε τάξη».

Πράγματι. Η ξύλινη εξώπορτα ανοίγει. Τη χαιρετώ και αποχωρώ καθώς στέκει όρθια, φιγούρα θεατρική. Καθώς κλείνει η πόρτα, παρατηρώ τη μικρή μεταλλική πλάκα που γράφει:

Γιώργος Χειμωνάς, καθηγητής Πανεπιστημίου.

ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Ο Γιώργος Χειμωνάς

Δεν είναι ακριβώς μονόλογος το κείμενο που θα παιχθεί στην Καβάλα.«Θα μπορούσα να πω ότι είναι δύο ρόλοι.Φυσικά εγώ δεν εμφανίζομαι στη σκηνή. Η Ρένη θα το κάνει όλο».Θα υποδυθεί και την ίδια, αναρωτιέμαι,και μου εξηγεί ότι η Ρένη θα υποδυθεί και τους «δύο ρόλους»- και τη Λούλα Αναγνωστάκη και την άλλη,και τις ερωτήσεις και τις απαντήσεις. Απόλυτη πρωταγωνίστρια της Λούλας Αναγνωστάκη,η Ρένη Πιττακή μοιράζεται με τη συγγραφέα μια σχέση χρόνων,πολλών χρόνων.«Από την εποχή της “Νίκης” ή του “Αντόνιο ή Το μήνυμα”…Η Ρένη τα δίνει όλα όταν ερμηνεύει,όταν παίζει.Εγώ ήμουν πάντα πιο ανάλαφρη».

«Τώρα γράφετε;».«Οχι…Τότε,παλιά,ήταν ο Κουν. Εχω γράψει σκέψεις για τον Κουν σε ένα μικρό βιβλίο που περιέχει διάφορα δικά μου κείμενα.Αν το διαβάσει κανείς θα καταλάβει τι ήταν για το θέατρο ο Κουν».Τίτλος τουΟ ήχος της σιωπής,από τον Κέδρο. Εξαιρετικά επιτυχημένος τίτλος.Οχι μόνο γιατί παραπέμπει στον «Ηχο του όπλου» αλλά κυρίως γιατί παραπέμπει στην ίδια τη Λούλα Αναγνωστάκη.Είναι ο τίτλος της ζωής της.