Η σιωπή είναι μύθος. Το είχε πει με έμφαση, με πάθος, ξανά και ξανά, ο μεγάλος οραματιστής της μουσικής Τζον Κέιτζ. « Δεν υπάρχει άδειος χώρος ή άδειος χρόνος.Υπάρχει πάντοτε κάτι να δεις,κάτι να ακούσεις.Πράγματι,όσο και αν προσπαθήσουμε να κάνουμε ησυχία, είναι αδύνατο» έγραφε το 1955.

Ο Κέιτζ ονειρευόταν να ακούσει ένα μανιτάρι να μεγαλώνει και ένα τραπέζι να κάνει σαν τραπέζι. Αφουγκραζόταν την κίνηση των αυτοκινήτων στον δρόμο, τη βροχή να πέφτει στo πεζοδρόμιο ή τα πουλιά να κελαηδούν στο Σέντραλ Παρκ. Δεν υπήρχε ήχος, όσο ασήμαντος, που να μη διεκδικεί το ενδιαφέρον του. Τα πάντα γύρω μας προσφέρουν υλικό για τέχνη και το ιδανικό, σύμφωνα με τον ρηξικέλευθο αμερικανό συνθέτη, θα ήταν «να δούμε την ίδια την καθημερινή ζωή ως θέατρο».

Ισως δυσκολευόμαστε λίγο σήμερα να αντιληφθούμε την αλήθεια των λόγων του όταν οι ήχοι της κίνησης στο κέντρο της πόλης μονάχα εκνευρισμό μπορούν να μας προκαλέσουν, ενώ αντίστοιχα οι ήχοι πουλιών είναι δυσεύρετοι. Ο Κέιτζ όμως είχε δίκιο και το αισθάνθηκα εκ νέου παρακολουθώντας το «Wunschkonzert» στο Από Μηχανής. Πράγματι, δεν υπάρχει άδειος χρόνος: η σιωπή είναι ανέφικτη. Ακόμη και σε αυτή την παράσταση όπου η ηθοποιός δεν βγάζει ούτε «κιχ», έκπληκτοι ανακαλύπτουμε πόσο ατέλειωτοι είναι οι ήχοι της μοναξιάς. Το ψυγείο που ανοίγει. Το κουτάλι που χτυπάει στα τοιχώματα του πιάτου. Το ρούφηγμα της καυτής σούπας. Το ποτήρι που γεμίζει πορτοκαλάδα. Ο αναπτήρας που ανάβει το τσιγάρο. Το νερό που τρέχει στον νιπτήρα. Το πλύσιμο των δοντιών. Το καζανάκι.

Αν αφήσουμε τα αντικείμενα να μιλήσουν έχουν πολλά να πουν: ο Κέιτζ θα τρελαινόταν από τη χαρά του με όλους αυτούς τους απλούς, ταπεινούς θορύβους που συνθέτουν τη σονάτα της καθημερινότητάς μας. Το έργο του Κρετζ, γραμμένο το 1971, παρακολουθεί σε πραγματικό χρόνο μία περίπου ώρα από τη ζωή της φροϊλάιν Ρας. «Η δεσποινίς Ρας είναι 40-45 χρόνων,μελαχρινή,περίπου 1,55 στο ύψος, με καλοδιατηρημένο σώμα,εξαιρουμένων των ποδιών της, που είναι αρκετά χοντρά. Μπορεί κάποιος να υποθέσει ότι αυτό οφείλεται στην κατακράτηση νερού» περιγράφει ο Κρετζ την ηρωίδα του. Το κείμενο είναι μια μακριά αλυσίδα από σκηνικές οδηγίες που αποτυπώνουν όλα όσα κάνει η Ρας από τη στιγμή που γυρνάει σπίτι της ώσπου να πέσει για ύπνο. Ο τρόπος που την υποδύεται η Δέσποινα Κούρτη, με κοφτές, σβέλτες, μηχανικές κινήσεις, δεν αφήνει καμία αμφιβολία στον θεατή ότι η ίδια τελετουργία διεξάγεται κάθε βράδυ, απαράλλακτη: η προσεκτική αφαίρεση των ρούχων, των κοσμημάτων και των ψηλοτάκουνων παπουτσιών, το πλύσιμο των λιγοστών πιάτων, το λιτό, μοναχικό δείπνο στο τραπεζάκι της κουζίνας, το τσιγάρο μετά το φαγητό, το πλέξιμο, το χάπι για την αϋπνία κ.ο.κ.

Παραδόξως τίποτε από όλα αυτά δεν φαντάζει βαρετό. Ισως επειδή φαντάζει ανατριχιαστικά οικείο- εικόνες από το παρελθόν, το παρόν ή το μέλλον του εαυτού μας ζωντανεύουν σε απόσταση αναπνοής. Ως αποτέλεσμα η αίσθηση της «κλειδαρότρυπας» υποχωρεί και κυριαρχεί σταδιακά αυτή του καθρέφτη: η αντανάκλασή μας στη σκηνή κάνει όσα κάναμε ή κάνουμε κάθε βράδυ στο διαμέρισμά μας. Η ζωή της άλλης είναι η δική μας. Η μόνη διαφορά έγκειται ίσως στον βαθμό τάξης και τακτοποίησης. Η δεσποινίς Ρας δεν αφήνει τίποτε στην τύχη: κανένα καπάκι ξεκούμπωτο, κανένα ντουλάπι ανοιχτό, καμία τρίχα να μολύνει την επιφάνεια του νιπτήρα, κανέναν λεκέ να καιροφυλακτεί στα πλακάκια. Ολα διπλώνονται και ξεδιπλώνονται με ευλάβεια. Ο,τι ανοίγει κλείνει. Ο,τι περισσεύει φυλάσσεται. Οσο πιο πιστή στη ρουτίνα της τόσο καλύτερα: τίποτε δεν θα την αιφνιδιάσει, τίποτε δεν θα τη βγάλει από το κάστρο της.

Η σκηνοθέτις έχει συλλάβει ξεκάθαρα το πνεύμα του κειμένου. Οι ρυθμοί είναι πολύ σωστοί, τίποτε δεν κρατάει περισσότερο ή λιγότερο από όσο θα χρειαζόταν για να χαθεί η προσοχή μας. Οπως προτρέπει ο ίδιος ο συγγραφέας, «όταν η πληροφορία που παρέχει μια κίνηση έχει εξαντληθεί και το μόνο που φέρει πια είναι μια επανάληψη,όταν δηλαδή απλά “επαναλαμβάνεται”,τότε αυτή η κίνηση πρέπει να εγκαταλειφθεί». Και αυτό ακριβώς γίνεται στα εξήντα λεπτά που ρολάρουν αβίαστα ασκώντας ιδιαίτερη γοητεία πάνω μας σε όλα τα επίπεδα: κειμένου, σκηνοθεσίας, όψης, υποκριτικής. Η σκηνοθέτις καταφέρνει να εμφυσήσει με χιούμορ δραστηριότητες που δεν θα περίμενε κανείς ότι μπορεί να έχουν τέτοια διάσταση. Αγαπημένο εύρημα η φωνή του εκφωνητή στο ραδιόφωνο με τα παλιομοδίτικα σχόλια και τις ρετρό προτιμήσεις («Αυτός ήταν ο γοητευτικός κ. Τομ Τζόουνς στο “Ιf he should ever leave you”… Εγώ πάντως δεν θα σας αφήσω ποτέ»), όπως και η αντιπαράθεση του νοσταλγικού «Greenfields» με την εκκένωση του εντέρου της ηρωίδας που το ακούει καθισμένη στην τουαλέτα. Ωραίες πινελιές η εκτυφλωτική ροζ κουβερτούλα αλλά και το ατομικό μπουκάλι σαμπάνιας που επιστρατεύεται για «μια ειδική περίσταση». Αντιθέτως, το πρόσωπο του Ντέιβιντ Μπάουι στον τοίχο να τραγουδάει «Wild is the wind» αποδεικνύεται το μοναδικό περιττό και εύκολο τέχνασμα σε μια παράσταση όπου τίποτε δεν περισσεύει.

Υ.Γ. Η φράση «Das Leben ist kein Wunschkonzert» στα γερμανικά σημαίνει «Η ζωή δεν είναι εκπομπή παραγγελιών», ή πιο ελεύθερα «η ζωή δεν είναι παραγγελία κανενός»

salome@tovima.gr