Μια μεγάλη αναδρομική έκθεση στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στέκεται ως αφορμή για να συναντήσουμε τον Χρόνη Μπότσογλου, έναν από τους κορυφαίους των εικαστικών στη χώρα μας. Και εκείνος μάς ανοίγει το ατελιέ του και φιλοσοφεί για την πολυκύμαντη πορεία του στα χρώματα, στα γράμματα, στις έννοιες. Είναι η ώρα του να τα πει όλα αυτά. Αλλωστε, όπως λέει, «οι αναδρομικές πάνε με την ηλικία»…

Θα αρχίσω από το τέλος της συνάντησής μας. Ο Χρόνης Μπότσογλου με ξεπροβοδίζει, περνώντας με από τον κήπο του σπιτιού του. Μου δείχνει ένα άγαλμα από μπρούντζο, ένα έργο δικό του: μια γυναίκα ηλικιωμένη σε περίσκεψη, καθισμένη απέναντι από δύο άδειες καρέκλες, ανάμεσά τους ένα τραπεζάκι, από πάνω τους μια φυλλορροούσα ροδιά. Σιωπηλή εικόνα του χειμώνα. «Νέκυια» σκέπτομαι, καθώς θυμάμαι τον τίτλο μιας από τις εξαιρετικές σειρές έργων του, έναν τίτλο που παραπέμπει στον Ομηρο και στην ανάκληση των νεκρών. «H μητέρα μου» λέει ο σπουδαίος ζωγράφος, σαν να μαντεύει τη σκέψη μου και σαν να μας συστήνει… Κοντοστέκομαι, χαμογελώ, τον αποχαιρετώ στο κατώφλι και δίνουμε το επόμενο ραντεβού μας: στην αναδρομική του έκθεση, στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, στις 28 Ιανουαρίου. Φεύγω αλλά μένει πίσω η σκέψη μου? σκόρπιες φράσεις του, όπως «ζωγραφίζω και γράφω από εννέα χρόνων. Στο δημοτικό έκανα και ένα μυθιστόρημα, ότι μπήκαν, λέει, Ινδιάνοι στη Θεσσαλονίκη για να την καταλάβουν… Eχω πολύ καλή σχέση με το κομπιούτερ, δουλεύω και εικόνες εκεί… Εχουν γράψει υπέροχα κείμενα για την αναδρομική έκθεση οι ιστορικοί τέχνης Ανδρέας Ιωαννίδης, Τίνα Πανδή, που έχει και την επιμέλειά της, Μάρθα Χριστοφόγλου, Χριστόφορος Μαρίνος, αλλά και ο Γιώργος Βέλτσος…». Φεύγετε; «Πάω να μαγειρέψω γιατί η Ελένη (σ.σ.: η γυναίκα του) είναι σε συνέλευση και θα αργήσει σήμερα…». Ας πάμε όμως στην αρχή της συνέντευξης που έγινε με την ευκαιρία της αναδρομικής έκθεσης, όπου θα παρουσιαστούν περισσότερα από 200 έργα αυτού του διανοούμενου του χρωστήρα, του πολύ σημαντικού ζωγράφου και γλύπτη Χρόνη Μπότσογλου.

Κύριε Μπότσογλου, ζωγραφίζετε τοπία; Δεν το ήξερα.
«Πώς να το ξέρετε; Εδώ και δύο χρόνια έχω ξεκινήσει να τα δουλεύω, τώρα δηλαδή αρχίζω… Ελπίζω να ζήσω και να προλάβω να τα εκθέσω. Αργησα, επειδή θεωρούσα πάντα ότι το τοπίο απαιτεί μια εσωτερική ωρίμανση, την οποία δεν είχα και ίσως ακόμη δεν την έχω. Εγώ, βλέπετε, γεννήθηκα και μεγάλωσα σε πόλη, επομένως δεν έχω βιώσει το τοπίο».

Και σας είναι ξένο;
«Βεβαίως. Θυμάμαι όταν πρωτοβγήκα στην ύπαιθρο έπαθα ναυτία. Η μόνη σχέση μου μαζί του ήταν όταν μικρό παιδί με πήγαινε η μάνα μου στο Καραμπουρνάκι – τη σημερινή Αρετσού – στη Θεσσαλονίκη, για να κάνουμε μπάνιο. `Η με το ΠΙΚΠΑ κατασκήνωση στο Πανόραμα και στο Ωραιόκαστρο».

Γιατί με το ΠΙΚΠΑ;
«Γιατί δεν είχαμε λεφτά. Ηταν και ο Εμφύλιος, και οι εξορίες, και πολλά τέτοια υπήρχαν στην οικογένεια».

Ο πατέρας σας;
«Ο πατέρας μου δεν πιάστηκε αλλά, καθώς ήταν συνδικαλιστής στους σιδηροδρόμους, το ’49 τον απέλυσαν με έναν νόμο του Γεωργίου Παπανδρέου. Και για να συμπληρώσει τα ένσημα της σύνταξης γύριζε όλη τη Θεσσαλονίκη με τα πόδια, χωρίς να πληρώνεται, και μάζευε τις δόσεις από τα σπίτια. Γιατί τότε έτσι ψώνιζαν. Και η μάνα μου έκανε την κεντήστρα, για να τα βγάλουμε πέρα. Αυτούς τους ανθρώπους όχι μόνο τους αγαπώ επειδή είναι γονείς μου, αλλά και τους θαυμάζω».

Ζούνε, δηλαδή.
«Οχι. Αφού εγώ είμαι 68, εκείνοι θα ζούσαν; Εδώ άρχισα να κάνω αναδρομικές… Οι αναδρομικές, ξέρετε, πάνε με την ηλικία».

Και πότε νιώσατε την πρώτη σας συγκίνηση από τη φύση;
«Οταν παντρεύτηκα. Πήγαμε διακοπές με τη γυναίκα μου στην Πέτρα της Μυτιλήνης, από όπου κατάγεται. Τότε, λοιπόν, ήταν που άρχισα να βλέπω τοπίο, και όμως ακόμη δεν μπορώ να το ζωγραφίσω, γιατί δεν καταλαβαίνω πώς λειτουργούν τα πράγματα».

Στη φύση, εννοείτε;
«Ναι. Στη φύση δεν μπορώ να βρω τα μέτρα μου, τη σχέση μου μαζί της και τους συσχετισμούς. Γράφω χιλιάδες ημερολόγια για να δω την περιπέτεια αυτή ωσάν πνευματικό γεγονός…».

Και γιατί γράφετε αντί να ζωγραφίζετε;
«Για να περιχαρακώσω τη δουλειά μου. Φτιάχνω έναν μπούσουλα για να αισθάνομαι άνετα».

Η δυσκολία σας έχει σχέση με την προοπτική; Ή με τα χρώματα, και τα αρώματα, και τα ακούσματα;
«Είναι όλα όσα λέτε, αλλά και ότι την πρώτη φορά που βρέθηκα στη φύση δεν μπορούσα ούτε να κάτσω στο χορτάρι. Εβλεπα τα ζωύφια και πάθαινα πανικό. Ομως πλέον έχω ξεπεράσει τις φοβίες μου και έχω συμφιλιωθεί με τα ζωντανά. Αλλωστε, στα νιάτα μου είχα ένα σκυλάκι και μια γάτα και τώρα απέκτησα γατούλες, που μου δίνουν μια ισορροπία άλλου είδους».

Είναι νέος κύκλος ζωής;
«Φυσικά. Και το ό,τι δεν τολμούσα τόσα χρόνια ή έμενα ανικανοποίητος ξεκινούσε από το ερώτημα: Πώς μπορώ να ζωγραφίσω ένα τοπίο εγώ;».

Τα ζωγραφίζετε από μνήμης ή εκ του φυσικού;
«Και ποιος σας είπε ότι εκ του φυσικού δεν κάνεις ό,τι θέλεις; Κάθε τι μπορεί να έχει απειράριθμες εκδοχές».

Είναι πνευματικός κόπος;
«Καθόλου. Και χωρίς αυτό δεν έχει νόημα η ζωγραφική. Τη σειρά “Νέκυια” την πάλευα από το 1992 ως το 2000. Τα ημερολόγια για τα οποία σας έλεγα είναι σαν ποιηματάκια και, βέβαια, όλα είναι για το τοπίο. Να, δείτε αυτό».

Να διαβάσω ένα; Γράφετε: «Τα πράγματα κρύβονται πίσω από τον εαυτό τους».
«Ναι, γιατί τίποτε δεν είναι ένα πράγμα, κανένας άνθρωπος δεν είναι ένας? κυρίως παίζουμε με τα πολλά πρόσωπά μας».

Και αλλού: «Ισως προφτάσω να ολοκληρώσω μια ζωγραφιά, το πορτρέτο του βουνού ως προσωπογραφία μου ή την προσωπογραφία μου ως πορτρέτο του βουνού». Το βουνό σάς δίνει την ίδια αίσθηση με ένα πρόσωπο;
«Είναι μια σκέψη που την έχει αριστουργηματικά επεξεργαστεί ο Μπόρχες? ένας καλλιτέχνης σε όλη του τη ζωή έκανε τον περιβάλλοντα χώρο του, το σπίτι του, την πόλη του… Και όταν πέθανε, ξαφνικά όλοι κατάλαβαν ότι τόσα χρόνια με όσα ζωγράφιζε δεν έκανε παρά την αυτοπροσωπογραφία του. Λοιπόν, όταν κάνεις τον κόσμο κάνεις τα μούτρα σου, όταν κάνεις τα μούτρα σου κάνεις τον κόσμο. Να κάτι που πιστεύω ως στοιχείο της ύπαρξής μου».

Με τις αλλεπάλληλες αυτοπροσωπογραφίες σας δεν επαναλαμβάνεστε;
«Πάντα προσπαθώ να κάνω ένα άλλο έργο ως προέκταση και παραλλαγή του πρώτου. Δεν έχει κανένα νόημα ποια είναι τα πρόσωπα ή τα αντικείμενα που ζωγραφίζω. Το μοντέλο το βάζω επειδή έχω ανάγκη να επεξεργαστώ ακόμη περισσότερο τη μορφή της ζωγραφικής. Αναζητώ την περιπέτεια της μορφής. Δεν βάζω το μοντέλο για να το αντιγράψω ούτε συγκρίνεται το μοντέλο με το έργο. Το έργο είναι ζωγραφιά. Ο Πικάσο αντιδρούσε όταν του έδειχναν φωτογραφία της γυναίκας του και του έλεγαν “να η γυναίκα σου”. “Δεν είναι η γυναίκα μου” απαντούσε. Φυσικά και δεν ήταν η γυναίκα του. Δίκιο είχε».

Αυτό είναι λογοπαίγνιο.
«Δεν είναι. Είναι ουσία μιας τυποποιημένης αντίληψης των μορφών που κουβαλάμε».

Εσείς, όταν αυτοπροσωπογραφείστε, νιώθετε ότι εκτίθεστε;
«Οχι βέβαια. Για να βάλουμε μερικά πράγματα στη θέση τους: Αν έρθετε να ποζάρετε, δεν θα σας πω πώς να καθήσετε και τι να φορέσετε. Αναζητώ κάτι άλλο. Για παράδειγμα, αυτά τα ρόδια είμαι πολύ περήφανος που τα ζωγράφισα, γιατί, μέσα στο πολύ μεγάλο στρες για την αναδρομική, ήθελα λίγο να μαζέψω το μυαλό μου και πήρα τα ρόδια από τη ροδιά μου – που ήταν πολύ φορτωμένη εφέτος η γλυκιά μου… Κούκλα ήταν! Ε, λοιπόν, τα ξεκινούσα την ημέρα, τα έβλεπα και το βράδυ με άλλο φως, τα έπαιρνα στο χέρι και τα ένιωθα. Αυτό είναι η ζωγραφική, δεν είναι το οπτικό φαινόμενο».

Ζωγραφίζετε με όλες τις αισθήσεις.
«Ο Χάρης Καμπουρίδης, ο ιστορικός τέχνης, μου έλεγε ότι υπάρχει ένας απτικός ιμπρεσιονισμός στη δουλειά μου. Και χάρηκα. Γιατί, όντως, η δουλειά μου δεν έχει σχέση μόνο με την όραση. Στη σειρά “Νέκυια” ήταν φορές που δεν μπορούσα να καταλάβω πώς στέκεται το κεφάλι στον κορμό και έκλεινα τα μάτια και ψηλάφιζα το σημείο όπου ενώνονται και προσπαθούσα να το αποτυπώσω με τα χέρια. Θέλω να πω ότι οι αισθήσεις τρέφονται συνέχεια».

Τι είναι αυτό που ζωγραφίζουμε λοιπόν;
«Σχέσεις ζωγραφίζουμε. Ενα δέντρο και ένα θηρίο μπορεί να έχουν το ίδιο περιεχόμενο. Υπάρχουν έργα που νομίζουμε ότι είναι εντελώς ερωτικά και είναι ανερωτικά, επομένως πορνογραφικά, και άλλα που δεν είναι ερωτικά, και ωστόσο έχεις μια αίσθηση ερωτική. Οταν διαβάζεις τον “Βασιλιά της Ασίνης” του Σεφέρη, που δεν είναι ερωτικό ποίημα, έχεις μια αίσθηση ερωτική. Και αυτό επειδή ο Σεφέρης ζούσε με τις αισθήσεις τα πράγματα. Είχε μια συναισθησία».

Αυτή την ερωτική αίσθηση τη βρίσκετε και ανάμεσα στις λέξεις;
«Παντού, όπως και στη μουσική, ανάμεσα στις νότες».

Στη ζωγραφική πού είναι το κενό;
«Ανάμεσα στα χρώματα. Συνήθως εκεί υπάρχει ένα χάος που δεν το βλέπει ο κόσμος. Το πώς ακουμπάνε μεταξύ τους τα χρώματα είναι πάντα ένα αιτούμενο. Είναι μια σχέση που την καταλαβαίνει διαφορετικά ο καθένας. Δεν είναι σχέση ηθικής τάξης, αλλά συνύπαρξης».

Οταν τελειώνει ένα έργο ευφραίνεσθε;
«Είναι από τα πιο δύσκολα σημεία της ζωγραφικής. Τις πιο πολλές φορές, επί της ουσίας, αποτυγχάνεις. Ελάχιστα έργα πιάνουν καταστάσεις πιο σύνθετες. Απλώς τα υπόλοιπα δουλεύονται πάρα πολύ καιρό και είναι σε επίπεδο ανεκτό».

Θεωρείτε αποτυχημένο ένα έργο όταν δεν μοιάζει με αυτό που σκεπτόσασταν πριν;
«Μα το έργο είναι για να καταλάβεις τι σκεπτόσουν. Μέσα στο “πριν” υπάρχει μόνο ένα μόρφωμα εκφραστικής ανάγκης».

Επανέρχομαι στις αυτοπροσωπογραφίες σας. Πώς βλέπετε τον εαυτό σας από τότε που κάνατε την πρώτη, ως σήμερα που υπάρχει η φθορά του χρόνου;
«Οτι γέρασα θέλετε να πείτε; Φυσικά γέρασα. Και δεν είναι ευχάριστο να είσαι γέρος. Αλλά είναι μέσα στην ύβριν που έλεγε ο Αναξίμανδρος, ότι πληρώνεις, δηλαδή, επειδή γεννήθηκες. Και όπως έλεγε και ο Αριστοτέλης, σκοπός της ζωής μας είναι το τέλος μας. Οταν ήμουν στο γυμνάσιο ήθελα να ήμουν ο Τζέιμς Ντιν, μετά φανταζόμουν τον εαυτό μου σε άλλους ρόλους. Ας πούμε, με τον Δήμο Σκουλάκη λέγαμε ότι εκείνος ήταν ο Μοντιλιάνι και εγώ ο Σουτίν. Και οι δύο ήμασταν αλκοολικοί βέβαια… Εκείνος το έκοψε, εγώ όχι ακόμη».

Πίνετε πολύ;
«Εντάξει».

Συμμαχήσατε τουλάχιστον με το είδωλό σας; Ή έρχεστε σε ρήξη κοιτάζοντάς το στον καθρέφτη;
«Είχα παρουσιάσει στη Θεσσαλονίκη μια έκθεση με ιστορίες του καθημερινού καθρέφτη. Επί τρεις μήνες, κάθε μέρα, έκανα από μια αυτοπροσωπογραφία και έγραφα από κάτω μια λέξη. Αυτή η σχέση λέξεων – ζωγραφικής είναι ζωογόνος. Κάποια στιγμή άρχισα να μιλάω για τους συγκάτοικους. Οι συγκάτοικοι του εαυτού μου, δηλαδή, που είναι πολλοί μέσα μου. Ο συγκάτοικος της οργής, της μελαγχολίας…».

Πορτρέτα που να σας δείχνουν γελαστό υπάρχουν;
«Για μένα έχει πάψει η γκριμάτσα να έχει νόημα. Ελεγα τη φράση “η εκφραστική ανεκφραστικότητα των προσώπων”. Αν δείτε τα πορτρέτα του Ρέμπραντ, μόνο τον εαυτό του, τη γυναίκα του, τον γιο του και μερικούς φίλους ζωγραφίζει. Και ενώ ξεκινά από γκριμάτσες, καθώς περνούν τα χρόνια τα πορτρέτα δεν έχουν πλέον έκφραση, έχουν όμως κάτι πιο εκφραστικό? βάζει ένα οντολογικό, ένα υπαρξιακό ζήτημα. Ο τρόπος με τον οποίο είναι δουλεμένα σε πηγαίνει σε ένα βάθος ψυχής».

Σε ένα κείμενό σας έχετε γράψει ότι έχετε πεθάνει δύο φορές. Πώς βιώνει κανείς τον θάνατο που δεν είναι φυσικός;
«Μπορεί για κάποιον λόγο, σε μια στιγμή, η ζωή να χωριστεί στα δύο. Αυτό είναι ένας θάνατος».

Θα μου πείτε περισσότερα;
«Δεν έχει νόημα. Και την πρώτη φορά που μου συνέβη ήμουν πολύ μικρός. Και κατάλαβα έπειτα από 50 χρόνια ότι είχα πεθάνει εκείνη τη στιγμή της παιδικής μου ηλικίας».

Επομένως, για 50 χρόνια υπήρχε μέσα σας κάτι που σας ράγισε και δεν το ξέρατε;
«Ε, να σας το πω! Πήγαμε με τον πατέρα μου να κάνουμε την ανακομιδή των οστών του αδελφού της μάνας μου, του θείου Κώστα, ο οποίος είχε πεθάνει στην εξορία. Ημουν 12 ετών. Οταν άνοιξαν τον τάφο, που ούτε κάσα είχε, υπήρχε και ο σκελετός ενός παιδιού. Πώς ήταν δυνατόν; «Σαν και σένα θα ήταν το παιδάκι… – είπε ο άνθρωπος που έσκαβε – ε, θα ήταν κανένα αλητάκι». Με αυτό το “σαν και σένα” έγινε μέσα μου μια τρομακτική ταύτιση, που την πήρα χαμπάρι όταν μου ζήτησε ο Μισέλ Φάις να γράψω ένα κείμενο για κάποιες φωτογραφίες από μνήματα. Είδα σε μια φωτογραφία ένα παιδί σαν κι εμένα και, ξαφνικά, ξαναγύρισε ο νους μου στην ανακομιδή, και είπα “αυτός είμαι εγώ”. Είχα, λοιπόν, τότε εκλάβει ότι ήμουν εγώ εκείνο το παιδάκι… Την επομένη από αυτόν τον πρώτο μου θάνατο ο πατέρας με πήγε στον Παρθενώνα και έπειτα στο Α΄ Νεκροταφείο και μου έδειξε την “Κοιμωμένη” του Χαλεπά. Μικρές ιστορίες που συνήθως δεν τους δίνουμε σημασία, αλλά μας στιγματίζουν εντέλει και καθορίζουν τον ψυχισμό μας. Η ανακομιδή ήταν μια εκπληκτική τελετουργία ενηλικίωσης».

Εσείς έχετε παιδιά;
«Εχω τρεις κόρες».

Είστε ανάμεσα σε τέσσερις γυναίκες δηλαδή;
«Τέσσερις γυναίκες και δύο γάτες. Με τη μία μιλάμε. Της διαβάζω ποίηση, ακούει κλασική μουσική και τη ζηλεύει η Ελένη, η γυναίκα μου, γιατί καθόμαστε εδώ στο ατελιέ, στο βασίλειό μας».

Πώς νιώθετε;
«Πάντα μου άρεσαν τα κορίτσια? τα αγαπούσα».

Σας έχουν «μη στάξει και μη βρέξει»; «Μάλλον όχι, αλλά καλύτερα έτσι. Τις κάναμε αυτόνομες τις κόρες. Η Αννα και η Κυβέλη είναι δίδυμες. Η μία είναι αρχιτέκτων, η άλλη γλωσσολόγος και πλάνης άνθρωπος και η τρίτη αρχειονόμος».

Κύριε Μπότσογλου, ανήκετε και στην ομάδα των ελλήνων νεορεαλιστών, που είχε κάνει σημαντικό έργο κατά τη διάρκεια της χούντας.
«Ημασταν η Κλεοπάτρα Δίγκα, ο Γιάννης Βαλαβανίδης, ο Κυριάκος Κατζουράκης, ο Γιάννης Ψυχοπαίδης. Περάσαμε μέσα από το περιοδικό “Επιθεώρηση Τέχνης” κάτι πολύ σημαντικό. Προσπαθούσαμε να προβάλλουμε την καλή τέχνη, εναντιωθήκαμε στον σοσιαλιστικό ρεαλισμό, πιστέψαμε στην αποστασιοποίηση του Μπρεχτ. Ηταν μια άποψη για την τέχνη, η οποία λειτούργησε μέσα στο πολιτιστικό γίγνεσθαι της Ελλάδας, γιατί επηρέαζε και πολιτικά τους ανθρώπους. Γι’ αυτό και παλεύαμε για να ξεπεραστεί η έννοια του Εμφυλίου, να πάμε μπροστά. Ημασταν αριστεροί, με ξεκάθαρη την τοποθέτησή μας».

Και τι δώσατε στον κόσμο;
«Τίποτε δεν δώσαμε. Ηταν απλώς η περιπέτεια της ζωής μας. Με τέτοια περνά η ζωή. Με πράγματα που κάνουμε και πράγματα που δεν τολμάμε να κάνουμε. Μην ξεχνάτε ότι κανένας δεν ξέρει τον εαυτό του και ότι οι καιροί κάνουν τους ανθρώπους και όχι οι άνθρωποι τους καιρούς. Μέσα λοιπόν σε μια δεδομένη κατάσταση αποκτούμε άλλες συμπεριφορές, προβαίνουμε σε πράξεις που δεν έχουμε λογαριάσει από πριν».

Και τώρα η αναδρομική σας.
«Ετσι και αλλιώς, είμαστε στην περίοδο που μπαίνουμε στα μουσεία. Ομολογώ ότι πολύ το χάρηκα, γιατί νόμιζα ότι δεν άρεσε η δουλειά μου στη διευθύντρια του μουσείου, την Αννα Καφέτζη. Και ευτυχώς ξεκινά όπου να ’ναι και βγαίνω από την αγωνία, γιατί δεν είμαι συστηματικός άνθρωπος. Ούτε εντελώς ανοργάνωτος όμως… Σαν το περιβάλλον μου είμαι. Είμαι “νευριασούρας” και όπως έλεγε ο μακαρίτης, ο Γιώργος Παραλής, “να ’χαμε και τον Χρόνη μαζί μας, που είναι υβριστής”… Ετσι και μου τη δώσει κάτι δεν είμαι ψύχραιμος. Οταν νευρίασα παραιτήθηκα από την πρυτανεία της ΑΣΚΤ».

Από φοιτητής πρύτανης: Πώς αισθανθήκατε;
«Περνάς από την επανάσταση στη συντήρηση».

Και πώς κρίνετε τις αντιδράσεις της νεολαίας σήμερα;
«Επανάσταση με Adidas. Την εποχή τη δική μας οι συνδικαλιστές ήταν οι καλύτεροι ζωγράφοι. Ο μόνος καλός μη συνδικαλιστής ήταν ο Μάκης Θεοφυλακτόπουλος. Ενώ τώρα στον συνδικαλισμό πηγαίνουν οι αιωνόβιοι φοιτητές».

Εχουμε εμείς, των προηγούμενων γενιών, ευθύνη;
«Φυσικά! Υποτίθεται ότι παραλάβαμε την κοινωνία για να την κάνουμε καλύτερη. Λοιπόν, χειρότερη δεν μπορούσε να γίνει. Αποτύχαμε 100%. Και τι να πεις στους νέους που τους εκμεταλλευόμαστε; Γιατί ποιοι είναι αυτοί οι δάσκαλοι συνδικαλιστές και με ποιο κριτήριο λένε “όχι στην αξιολόγηση”, “όχι στα πολλά βιβλία”; Γιατί “όχι”; Και οι φοιτητές; Οταν ξεκίνησαν οι υποτροφίες Erasmus έγιναν καταλήψεις? δεν τις ήθελαν. Μα είναι σοβαροί; Μετά τις δέχτηκαν. Αφήστε τους Κνίτες, που όταν πάει κάποιος επιχειρηματίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο να δώσει τα φώτα του τον διώχνουν. Κάτσε ρε, ποιον κοροϊδεύεις; Αυτό δεν σπουδάζεις; Παραλογισμός είναι. Και εγώ, ως δάσκαλος, αν θέλω πηγαίνω, αν δεν θέλω δεν πηγαίνω. Ποιος θα με κρίνει; Οι φοιτητές; Σκατά. Αρκεί να τους βάζω έναν βαθμό για να περνάνε. Και την αγραμματοσύνη τη θεωρούν κέρδος. Ξέρετε γιατί αλλόθρησκα παιδιά στο γυμνάσιο κάνουν θρησκευτικά, παρ’ όλο που ο νόμος τα απαλλάσσει από αυτό το μάθημα; Γιατί αυξάνουν τον γενικό βαθμό τους, αφού είναι γραμμή της Εκκλησίας οι καθηγητές των θρησκευτικών να βάζουν άριστα».

Μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα;
«Δεν έχω ελπίδες. Το χειρότερο για μένα είναι ότι ακόμη θέλουμε να επιβάλλουμε τον εαυτό μας. Εμείς όλοι…».

Και περί ασύλου;
«Αυτό είναι φιάσκο, είναι ηλιθιότητα. Τι πάει να πει “άσυλο”; Το άσυλο θεσμοθετήθηκε μετά τη χούντα. Εν μέσω δημοκρατίας άσυλο; Ποιον φοβάσαι; Στη χούντα έπρεπε να γίνει. Υπάρχουν μέσα στα πανεπιστημιακά ιδρύματα άτομα άσχετα προς την πανεπιστημιακή εκπαίδευση, 20 και 30 χρόνια. Τα γνωρίζουμε? στο κεντρικό Πολυτεχνείο. Θυμάστε που πήγε ο Ευάγγελος Βενιζέλος και κόντευαν να τον σπάσουν στο ξύλο; Αυτοί το έκαναν. Γι’ αυτό λέω ότι σε τίποτε δεν πετύχαμε. Λοιπόν, τώρα τι αναδρομική μου λέτε; Να δείξεις τα καλά που έκανες; Ποια καλά; Αφού για μένα η τέχνη και η ζωή είναι ένα πράγμα».

Η έκθεση «Χρόνης Μπότσογλου. Αναδρομική» θα φιλοξενείται στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (Βασ. Γεωργίου Β΄17-19, Ρηγίλλης) από τις 28 Ιανουαρίου.

Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τεύχος 483, σελ. 24-29, 17/01/2010