Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος ήθελε να αρχίσει την ενασχόλησή του με την τραγωδία από τις «Τρωάδες» του Ευριπίδη. Πριν από ενάμιση χρόνο σκηνοθέτησε το έργο για το Εθνικό Θέατρο της Αλβανίας, ενώ το περασμένο καλοκαίρι επρόκειτο να δούμε τις δικές του «Τρωάδες» στο Φεστιβάλ Αθηνών με τηΛυδία Κονιόρδου να ερμηνεύει τη βασίλισσα των Τρώων, όμως απέσυρε την πρότασή του. Τελικά η παράσταση ετοιμάζεται να κάνει πρεμιέρα στις 13 Ιανουαρίου.

«Οι επιλογές μου έχουν μια συνέχεια» λέει ο σκηνοθέτης σε ένα διάλειμμα από τις πρόβες στην αυλή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου, όπου και συναντηθήκαμε μαζί και με τη Λυδία Κονιόρδου.«Είναι ένα έργο που δεν ανεβαίνει αν δεν έχεις την Εκάβη.Και η Λυδία είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση στον χώρο της τραγωδίας. Είναι καθοριστική η σχέση της με το είδος, αλλά και η διαθεσιμότητά της». «Ασεπου πέρασαν και τα χρόνια,και γέρασα κι εγώ»λέει γελώντας η ίδια, που μετρά 35 χρόνια στο είδος. Οι «Τρωάδες» μετά τις παραστάσεις στον κλειστό χώρο θα περιοδεύσουν το καλοκαίρι στα ανοιχτά θέατρα της χώρας.

– Αλήθεια,δεν είναι λίγο μεγάλη,ηλικιακά,η Εκάβη για τη Λυδία Κονιόρδου;

Λυδία Κονιόρδου:«Δεν έχω τέτοια προβλήματα εγώ. Παλαιότερα, όταν έπαιξα τη Φόνισσα, είχα λίγο πανικοβληθεί… Ομως αυτοί οι ρόλοι δεν έχουν ηλικία. Αν μπεις στον τρόπο σκέψης της Εκάβης, αν ζήσεις ό,τι έχει ζήσει η ίδια και έχεις αποκτήσει τη σοφία της, μέσα από τη σωματική κούραση και την ταλαιπωρία της μπορείς να την υπηρετήσεις: η ηλικία θα βγει από μόνη της. Το να τη μιμηθείς εξωτερικά είναι και άχαρο και αντιδημιουργικό».

Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος:«Είναι σημαντικό να κάνεις την Εκάβη με μια ηθοποιό που έχει βιολογικά και φυσιολογικά τη δύναμη να αντεπεξέλθει στον ρόλο. Είναι μια γυναίκα πατριάρχης, ένα τετραπέρατο μυαλό. Επιπλέον ο Ευριπίδης τη βάζει να υπονομεύει, σχεδόν με χιούμορ, ακόμα και τους θεούς».

Λ.Κ.:«Νομίζω ότι η Εκάβη εκφράζει πολύ έντονα το σαρκαστικό στοιχείο του Ευριπίδη. Στην περίπτωσή της όλα είναι τόσο ακραία, ώστε δεν έχει νόημα να τα κρίνεις. Μόνο να τα σαρκάσεις μπορείς. Εχει έρθει ο κόσμος πάνω κάτω… Το χιούμορ είναι μια απαραίτητη ρωγμή του πνεύματος για να μπορέσει ο άνθρωπος να κάνει ένα επώδυνο βήμα συνείδησης παρακάτω. Δεν είναι κυνισμός».

Β.Θ.:«Το βλέπεις και στους άλλους ρόλους των “Τρωάδων”, όπως στην Ανδρομάχη, που αναρωτιέται αν άξιζε να φτιάξει όλο αυτό το οικοδόμημα, αν άξιζε να υπηρετήσει την αρετή».

Λ.Κ.:«Είναι μια ανατροπή των αξιών, μια επανατοποθέτηση. Και σε αυτό μοιάζει πολύ με τη δική μας εποχή. Ολοι περιμέναμε να γίνει κάτι στην Κοπεγχάγη με το περιβάλλον και να συμφωνήσουν όλοι έστω σε κάτι ελάχιστον- και τελικά μόνο ευχολόγια είχαν να πουν. Τι κριτική να κάνεις λοιπόν; Μόνο να το σαρκάσεις μπορείς και να το απαξιώσεις συθέμελα. Χάνεις την πίστη όταν φτάνεις σε τέτοιες ακραίες περιπτώσεις όπως σε αυτές που έφτασαν οι Τρώες».

– Είναι πάνω απ΄ όλα βασίλισσα;
Λ.Κ.:«Ναι, με την έννοια του θηλυκού γενάρχη, με την έννοια ότι έχει γεννήσει σαράντα παιδιά που τα βλέπει να χάνονται- έχει μια ευρύτερη ματιά πάνω στη μοίρα των άλλων. Οχι γιατί φόρεσε ένα στέμμα, αλλά γιατί νοιάζεται για το συλλογικό καλό και το μέλλον. Και βλέπει μπροστά της να γκρεμίζεται όλο αυτό, τα ίδια της τα παιδιά, η ίδια της η πόλη. Μια μεγάλη αυτοκρατορία, μια μεγάλη δύναμη».

Β.Θ.:«Και εκφράζεται ανθρώπινα, ενώ ταυτόχρονα είναι βασίλισσα». Λ.Κ.:«Οπως λέει και η ίδια, “βασιλοπούλα γεννήθηκα και βασιλιά παντρεύτηκα”. Πρέπει να κρατηθεί αυτό το στοιχείο, το οποίο και μας απασχόλησε πολύ».

Β.Θ.:«Πώς μπορεί να ελέγξει τον θρήνο της… Μπορεί να έχουμε και τη συγκίνηση σαν στόχο, αλλά δεν με ενδιαφέρει να βγει με ευκολία. Δεν θέλω την ευκολία μιας χαροκαμένης, δακρύβρεχτης μάνας».

Λ.Κ.:«Γιατί ξέρει η Εκάβη ότι καθετί που κάνει, έχει γενικότερη επίπτωση. Δεν μπορεί να αφεθεί στο κλάμα της. Δεν είναι μια απλή γυναίκα που χάνει κάτι, διότι τότε η μετάπτωση δεν θα είναι μεγάλη. Εκείνη όμως πάει από το ζενίθ στο ναδίρ, οπότε η αντίθεση είναι πολύ μεγάλη και δημιουργεί πολύ μεγαλύτερο τραγικό αντίκτυπο. Η σημερινή εποχή συνδέει τη βασιλική εξουσία με έναν τρόπο ταξικό και αστικό… Εδώ τα πράγματα δεν είναι έτσι. Είναι άνθρωπος με ευρύτερη ευθύνη. Δεν πρέπει να έχουμε την εικόνα της βασίλισσας της Αγγλίας. Ο θρήνος είναι ένας κάθετος τρόπος έκφρασης του πένθους».

– Πιστεύετε στον κλειστό χώρο για το αρχαίο δράμα;

Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος και η Λυδία Κονιόρδου στην αυλή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου,σε ένα διάλειμμα από τις πρόβες

Λ.Κ.:«Ναι, και μας χρειάζεται ο κλειστός χώρος, γιατί αναψηλαφούμε το πώς εκφράζουμε αυτό το είδος στον 21ο αιώνα και μας χρειάζεται το περιβάλλον του εργαστηρίου, ενός χώρου που μπορεί να δοκιμάσει πράγματα με μικρότερο ρίσκο. Στον μεγάλο χώρο χρειάζεσαι το μεγάλο σχήμα, τη μεγάλη φωνή. Δεν χρειάζεται να δουλέψεις τις λεπτομέρειες. Στον κλειστό χώρο έχεις την ασφάλεια να τολμήσεις κάτι παραπέρα. Και μετά αυτό να το φέρεις στο φως του εξωτερικού χώρου. Τότε μπορείς να το υποστηρίξεις με άλλη αυτοπεποίθηση. Από την αρχή ο Βαγγέλης μάς έλεγε ότι δεν πρέπει να έχουμε την αίσθηση του θεάτρου δωματίου, ή του αστικού δράματος, αλλά να έχουμε το εσωτερικό εκτόπισμα της τραγωδίας, τα πράγματα να είναι μέσα μας μεγάλα».

Β.Θ.:«Και μπορεί να είναι και πιο εύκολο. Μετά θα δουλευθεί η παράσταση και για τον ανοιχτό χώρο, οπότε θα έχουμε τη δυνατότητα να δοκιμάσουμε άλλες ποιότητες και άλλες ατμόσφαιρες».

– Πώς προκύπτει αυτή η εσωτερική έκφραση;

Λ.Κ.:«Οταν δημιουργείς μέσα σου μια αντίσταση που προέρχεται από τη σύγκρουση των αντιθέτων, από τα οποία βρίθει το αρχαίο δράμα, αυτό και μόνον δημιουργεί μέγεθος. Είναι νόμος της φύσης. Θες να φωνάξεις και δεν μπορείς. Η σύγκρουση φέρνει ενέργεια, και αυτή η ενέργεια κάνει τα πράγματα μεγάλα».

Β.Θ.:«Και όταν οι άνθρωποι ζουν τόσο άγριες και κορυφαίες στιγμές, αυτά που παθαίνουν τώρα είναι μετά το κλάμα. Το θέμα δεν είναι να παρατηρείς το κλάμα και τον πόνο, αλλά να ακούς όσα λέγονται. Θέλει αντίσταση από τον ηθοποιό να χειρισθεί το συναίσθημά του, να το συγκρατεί μέσα του, και αυτό δημιουργεί μέγεθος».

Λ.Κ.:«Να αγγίξουμε περιοχές πέραν της λογικής χωρίς να ενδίδουμε σε καμία παθογένεια τρέλας- αυτό μάς ζητούσε ο Βαγγέλης από την αρχή. Είναι αυτό που λέει ο Παπαδιαμάντης, “ψηλώνει ο νους”. Από εκεί βγαίνουν ο σαρκασμός και η υπέρβαση του προσωπικού πόνου. Οπότε δεν έχει νόημα το κλάμα- πας πέρα από αυτό. Ζεις πράγματα πέρα από τη λογική».

Β.Θ.:«Σε οδηγεί άλλωστε το ίδιο το κείμενο, ο λόγος του Ευριπίδη. Το έργο ξεκινάει με τραγούδι, με μοιρολόι. Ο πόνος γίνεται μνημείο».

Λ.Κ.:«Το στοιχείο της τρέλας είναι πολύ απελευθερωτικό και δημιουργεί μια ελαφράδα, χωρίς να αφήνει τα πράγματα να φανούν ρηχά. Γιατί πλέον δεν αντέχεται όλο αυτό το βαρύγδουπο».

– Πώς συνδυάζεται η μεγάλη εμπειρία της ηθοποιού με τη μικρή εμπειρία του σκηνοθέτη στην τραγωδία; Λ.Κ.:«Εγώ πάντα προσπαθώ να ξεκινώ από το μηδέν, με τις αποσκευές μιας τεχνικής που έχω αποκτήσει. Για να φθάσεις σε ένα αποτέλεσμα, χρειάζεσαι κάποια τεχνικά εφόδια. Ο τρόπος υλοποίησης αλλάζει κάθε φορά. Με ενδιαφέρει να δουλεύω μέσα από διαφορετικές οπτικές γωνίες- πριν ήταν ο Βασίλιεφ, ο Κόκκος, η Κοντούρη, ο Τσιάνος. Το είδος επιδέχεται πολύ διαφορετικές ερμηνείες. Ορισμένα βασικά στοιχεία δεν είναι διαπραγματεύσιμα. Μια καινούργια οπτική και ένα άλλο ύφος είναι πολύ ενδιαφέρον και φρεσκάρει τη σχέση σου με το είδος. Γιατί ο κίνδυνος είναι να παγιώσουμε ένα σχήμα, το οποίο να γίνει νεκρό κέλυφος γύρω μας. Μετά την Ηλέκτρα έκανα την Αλκηστη με κούκλες. Μου αρέσει να τινάζω από πάνω την κρούστα».

Β.Θ.:«Προκαταβολικά ξεκινάς ξέροντας ότι διαθέτεις ηθοποιούς που κουβαλούν την προσωπικότητά τους. Από την άλλη, δεν ανήκω στους σκηνοθέτες που θέλουν τους ηθοποιούς λευκό χαρτί για να γράψω πάνω. Δεν είμαι ζωγράφος… Ο κάθε ηθοποιός κουβαλά την προσωπικότητά του και αυτό που αναζητώ είναι πού μπορεί να συναντηθεί με κάποιο στοιχείο του ρόλου, και από εκεί να ξεκινήσω. Δεν είμαι ο μεγάλος δάσκαλος που μεταμορφώνει τους ηθοποιούς. Δεν τους πιστεύω, δεν ξέρω αν υπάρχουν. Σημασία έχει πώς συναλλάσσεσαι και πώς αυτό που εισπράττεις εντάσσεται μέσα σε μια σκηνοθετική γραμμή. Κάθε ηθοποιός είναι και μια σχολή- η δική του… Εγώ δεν θέλω να αλλάξω τις σχολές, αλλά να εντάξω τους ηθοποιούς σε μια σκηνοθετική γραμμή. Ξεκινάω με την καλή διάθεση πως ό,τι προτείνει ο ηθοποιός το κάνει για το καλό της παράστασης και μόνον. Και η Λυδία δίνει πολύ υλικό. Κάποιες στιγμές μπορεί να βιάζεται για ένα αποτέλεσμα».

Λ.Κ.:«Οπως και ο Βαγγέλης, που μας ζητά μερικές φορές το αποτέλεσμα χωρίς να έχει προηγηθεί η διαδρομή».

Β.Θ.:«Μοιάζουμε σε αυτό και ίσως γι΄ αυτό τρωγόμαστε».

Λ.Κ.:«Δημιουργικά, γιατί υπάρχει πάντα μια διάσταση στη σχέση ηθοποιού- σκηνοθέτη. Από τη μία είναι η μεθοδολογία του ηθοποιού και από την άλλη του σκηνοθέτη. Και εγώ, αν και έχω σκηνοθετήσει, όταν παίζω, ξεχνάω τελείως τον σκηνοθέτη μέσα μου. Το θεωρώ ανόητο να θες να δημιουργήσεις ένα ξεχωριστό καπετανάτο μέσα στο καράβι, γιατί το καράβι θα φουντάρει. Πρέπει να τον ακολουθείς».

«Τρωάδες» του Ευριπίδη από το Θέατρο του Νέου Κόσμου, σε μετάφραση Παντελή Μπουκάλα,σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου. Σκηνικό-κοστούμια Αγγελος Μέντης,μουσική Τάκης Φαραζής,επιμέλεια κίνησης Αγγελική Στελλάτου, φωτισμοί Σάκης Μπιρμπίλης.Παίζουν: Λυδία Κονιόρδου,Γιάννης Τσορτέκης,Μαρία Καλλιμάνη,Μαρία Κίτσου, Μιχάλης Οικονόμου,Ιωάννα Κανελλοπούλου,Αμαλία Τσεκούρα,Ορέστης Τζιόβας, Δήμητρα Λαρεντζάκη, Αιμιλία Βάλβη,Ειρήνη Τζανετουλάκου,Ελίτα Κουνάδη,Μιχάλης Καφούσιας.Πρεμιέρα στην Κεντρική Σκηνή,την Τετάρτη 13 Ιανουαρίου,στις 21.00.