Πρώτα υπήρχαν πάρα πολλά χρήματα. Τώρα υπάρχουν λίγα. Το 2009, χρονιά κατά την οποία η τέχνη «ένιωσε» την οικονομική κρίση, η κριτική κατά της «φούσκας» της αγοράς τέχνης των προηγούμενων ετών κέρδισε πολλούς οπαδούς, έστω και αν η κριτική αυτή βρίσκεται υπό την αίρεση πολλών παρατηρήσεων, τις οποίες συχνά παραβλέπουμε όταν μιλούμε για την αγορά της τέχνης ως ένα ομοιογενές πεδίο συνδιαλλαγής: τα μεγάλα διεθνή ονόματα παρέμειναν υψηλά, πετυχαίνοντας ακόμη και ακραίες τιμές. Οι ανερχόμενοι καλλιτέχνες υπέφεραν περισσότερο αλλά και εκεί έκανε την εμφάνισή της η νοοτροπία της «ανακάλυψης»- οι κρίσεις, λέει η σοφία της αγοράς, φέρνουν «ευκαιρίες»-, γεγονός που ώθησε πολλούς να διακηρύξουν μια νέα αισιοδοξία για το μέλλον. Και οι οίκοι δημοπρασιών μπορεί να περιόρισαν τον αριθμό των δημοπρασιών και να είναι πιο φειδωλοί στις εκτιμήσεις τους και, κυρίως, στις προαγορές τους, αλλά δημοπρασίες έγιναν και ήταν επιτυχημένες και κερδοφόρες.

Τα στοιχεία και οι ερμηνείες τους
Δεν είναι βέβαια ότι για όλα αυτά υπάρχουν επαρκή στοιχεία- ή μάλλον υπάρχουν αλλά επιδέχονται ερμηνείες: το Frieze Αrt Fair 2009 του Λονδίνου (καλύτερος, ίσως, δείκτης από την πανίσχυρη Αrt Βasel της Ελβετίας, καθ΄ ότι το εμπορικό του εκτόπισμα συναρτάται περισσότερο με τη μοδάτη λάμψη του και όχι τόσο με τη σταθερότητα της ποιότητάς του) ανακοίνωσε ότι παρατηρήθηκε ανανεωμένη αυτοπεποίθηση στην αγορά και έδωσε στη δημοσιότητα στοιχεία για πωλήσεις έργων της Λουίζ Μπουρζουά προς 3,5 εκατ. δολάρια, του Νέο Ράουχ προς 1 εκατ., του Τζον Μπαλντεσάρι προς 400.000, του Ούγκο Ροντινόνε προς 270.000. (Ταυτόχρονα, ωστόσο, ρεπορτάζ του Βloomberg τόνιζε ότι αυτή η «ανανεωμένη αυτοπεποίθηση» συνοδευόταν από άνευ προηγουμένου πιέσεις προς τους γκαλερίστες για εκπτώσεις.)

Παρόμοια εικόνα παρουσίασε και η άλλη λαμπερή και μοδάτη foire, η Αrt Βasel Μiami Βeach, παράρτημα του ελβετικού κολοσσού στο διάσημο θέρετρο της Φλώριδας. Σύμφωνα με τη «Μiami Ηerald», από τις περίπου 250 γκαλερί που έλαβαν μέρος, το 75% δήλωσε ότι οι πωλήσεις τους ανέβηκαν σε σχέση με το 2008 και μάλιστα τουλάχιστον κατά ποσοστό 15%, ενώ περίπου ένα τρίτο των γκαλερί δήλωσε αύξηση πωλήσεων κατά 30%.

Το ότι η αγορά θα σταθεροποιηθεί με κάποιο τρόπο δεν εκπλήσσει μάλλον κανέναν. Νομίζω όμως ότι το κληροδότημα της οικονομικής κρίσης είναι λίγο διαφορετικό και έχουμε αρχίσει να το προσέχουμε. Ως ένα σημείο αληθεύει ότι οι μεγάλες αγορές είναι βαρόμετρα της διακίνησης της τέχνης γενικώς. Μπορούσαμε, λόγου χάριν, να διαπιστώσουμε τα προηγούμενα χρόνια ότι η κινεζική τέχνη εμφάνιζε τρομερή δραστηριότητα και ενέργεια, κυρίως λόγω τού ότι οι μεγάλες αγορές κατακλύζονταν από έργα κινέζων καλλιτεχνών. Μια λίγο διαφορετική ιστορία από την Κίνα, ωστόσο, ιχνογραφεί μια δραστηριότητα άλλου είδους, η οποία ασφαλώς δεν εμφανίστηκε τώρα ως νέο φαινόμενο, γίνεται όμως πιο ευδιάκριτη καθώς η παντοδυναμία των μεγάλων αγορών αμφισβητήθηκε έστω μερικώς και η κλαγγή του χρήματος καταλάγιασε λίγο.

Η κινεζική λογοκρισία και ο ακέφαλος Μάο

Εγκατάσταση του Βιμ Ντελβουά (με πρωταγωνιστή έναν… ολοζώντανο χοίρο) που παρουσιάστηκε στο Frieze Αrt Fair 2009 του Λονδίνου

Δεν νομίζω να αμφιβάλλει κανένας ότι στην Κίνα η λογοκρισία καλά κρατεί. Για παράδειγμα, στην εγκαινιαστική Μπιενάλε «798» του Πεκίνου (το όνομά της το δανείζεται από την καλλιτεχνική περιοχή «798» της κινεζικής πρωτεύουσας), σύμφωνα με την «Αrt Νewspaper», οι κινεζικές αρχές λογόκριναν πλειάδα έργων κινέζων καλλιτεχνών, ενώ εν πολλοίς άφησαν τους ξένους ανενόχλητους. (Η πρακτική αυτή, να ενδιαφέρονται δηλαδή οι Αρχές για τον εγχώριο αντικαθεστωτικό λόγο δίχως να δίνουν μεγάλη σημασία στην πιθανότητα να αναπτύξει αντικαθεστωτικό λόγο κάποιος «άλλος», δεν προκαλεί έκπληξη από μόνη της, αναζωπυρώνει πάντως το ερώτημα αν επαληθεύεται το καθεστωτικώς φιλελεύθερο αξίωμα ότι η ελευθερία της αγοράς οδηγεί νομοτελειακά στην πολιτική ελευθερία.) Δύο αδέρφια, όμως, έχουν κάνει τη λογοκρισία μέρος της καλλιτεχνικής πρακτικής τους με μάλλον απρόσμενο τρόπο.

Οι αδελφοί Γκάο έχουν εκθέ σει ξανά ένα από τα πρόσφατα έργα τους, ένα μπρούντζινο ακέφαλο άγαλμα ενός άνδρα που γονατίζει, σαν να εξομολογείται. Θα μπορούσε να απεικονίζει οποιονδήποτε και αν δεν ήταν τα παλαιότερα προβλήματα που έχουν αντιμετωπίσει οι δύο καλλιτέχνες με τις κινεζικές αρχές, ουδείς θα υποψιαζόταν ότι η σημασία του αγάλματος μπορεί να είναι πιο συγκεκριμένη.

Ενα απόγευμα, όμως, τον περασμένο Σεπτέμβριο, μια σειρά γραπτά μηνύματα ειδοποίησαν επιλεγμένους προσκεκλημένους ότι οι αδελφοί Γκάο έκαναν «ιδιωτική» έκθεση σε ένα διαμέρισμα. Ενας «φρουρός» έλεγχε όσους προσέρχονταν, εξασφαλίζοντας ότι κανένας ανεπιθύμητος δεν θα περνούσε την πόρτα. Οι λιγοστοί καλεσμένοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με ολόκληρο το άγαλμα του άνδρα που μετανοεί, με το ακρωτηριασμένο κεφάλι τοποθετημένο στη θέση του: ήταν ο Μάο Τσε Τουνγκ.

Καλλιτεχνικός εξτρεμισμός με ρωσικές χειροπέδες

Στιγμιότυπο από τη «Μονστρατσίγια», ένα «πολιτικοκαλλιτεχνικό πάρτι», όπου νέοι άνθρωποι διαδηλώνουν με καταστασιακά συνθήματα στους δρόμους της σιβηρικής πόλης του Νοβοσιμπίρσκ(FRΕΕΚΙSSΜΥΒΑΒUSΗΚΑ.CΟΜ)

Αξίζει από την Κίνα να μεταφερθούμε σε ένα άλλο σημείο της υφηλίου που απασχόλησε και αυτό ιδιαιτέρως τις μεγάλες αγορές προτού επικρατήσει η οικονομική κρίση- όχι τόσο με τους καλλιτέχνες του, αλλά σίγουρα με τους συλλέκτες του, οι οποίοι έμοιαζαν να αλώνουν με μεγάλη ταχύτητα τις δυτικές foires σύγχρονης τέχνης. Στη Ρωσία, προ μηνών, ο εικοσιδυάχρονος καλλιτέχνης Αρτέμ Λοσκούτοφ περπατούσε στον δρόμο, όταν τρεις άγνωστοι άνδρες τού πέρασαν χειροπέδες. Αργότερα έγινε γνωστό ότι ήταν άνδρες του Κέντρου για την Πρόληψη του Εξτρεμισμού, μιας αστυνομικής υπηρεσίας για την οποία οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων υποστηρίζουν ότι υπερβαίνει τις εξουσίες της, καταδιώκοντας όσους αντιτίθενται στις πολιτικές τού Κρεμλίνου. Ο Λοσκούτοφ κατηγορείται για κατοχή ναρκωτικών (μαριχουάνας), συμμετοχή σε «εγκληματική οργάνωση» και «εξτρεμισμό».

Ο καλλιτέχνης υποστηρίζει ότι η αστυνομία έβαλε τη μαριχουάνα στην τσάντα του για να τον ενοχοποιήσει, ενώ κατά την ανάκρισή του αποκαλύφθηκε ότι το Κέντρο για την Πρόληψη του Εξτρεμισμού παρακολουθούσε τα τηλέφωνα του Λοσκούτοφ και των φίλων του επί έξι μήνες. Ο πραγματικός στόχος της δίωξης, υποστηρίζει ο Λοσκούτοφ, είναι η «εξτρεμιστική» δραστηριότητά του ως συνιδρυτή της καλλιτεχνικής ομάδας CΑΤ (Contemporary Αrt Τerrorism), η οποία προάγει την πολιτική τέχνη και ασκεί κριτική στο πολιτικό, επιχειρηματικό και θρησκευτικό κατεστημένο. Κυρίως, όμως, αυτό που μοιάζει να τον στοχοποιεί είναι ότι αποτελεί έναν από τους εμπνευστές της ετήσιας «Μονστρατσίγια», ενός «πολιτικοκαλλιτεχνικού πάρτι», όπου νέοι άνθρωποι διαδηλώνουν με καταστασιακά συνθήματα στους δρόμους της σιβηρικής πόλης του Νοβοσιμπίρσκ.

Συμβαίνουν και στη Νέα Υόρκη
Τα δύο αυτά περιστατικά, ως έργα εντασσόμενα στην ευρεία κατηγορία της «δράσης», ίσως υποδεικνύουν ότι μια παράλληλη, αν και λιγότερο ηχηρή, δραστηριότητα στον χώρο της σύγχρονης τέχνης αδιαφορεί, σε έναν βαθμό τουλάχιστον, για τις αγωνίες των μεγάλων αγορών.

Και για να απομακρυνθούμε από τον, έστω αθέλητο, εξωτισμό της Κίνας και της Ρωσίας, παρόμοια φαινόμενα μπορεί να βρει κανείς και στη Νέα Υόρκη: μια κολεκτίβα νέων καλλιτεχνών με το όνομα Βruce Ηigh Quality Foundation έχει ιδρύσει μια σχολή τέχνης στην οποία μπορεί κανείς να φοιτήσει δωρεάν και όπου καλλιτέχνες διδάσκουν εθελοντικά. Βασική αιτιολογία για την κίνησή τους αυτή αποτέλεσε η δηλωμένη άρνησή τους να παραδεχθούν το μοντέλο όπου, για να αποκτήσει κανείς αξιόλογη κατάρτιση στην τέχνη, χρειάζεται τουλάχιστον 200.000 δολάρια.

Με τέτοιου είδους προσπάθειες δεν είναι ότι διατυπώνεται κάποια ιδιαιτέρως σαφής διεκδίκηση ούτε ότι πρόκειται στα αλήθεια για μια τέχνη «εκτός αγοράς» (δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα). Ας μην μπερδευτούμε, δεν μιλάμε για αναβίωση καμιάς avant garde. Σίγουρα όμως αρθρώνεται ένας λόγος ο οποίος δεν εξαρτάται από τη δοξολογία του πλούτου, στον βαθμό τουλάχιστον που την αντιληφθήκαμε στη δεκαετία του 1990 και στην πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα.

Ισως γι΄ αυτό έχουν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους και στα δυτικά ΜΜΕ άρθρα με τίτλους όπως «Η τέχνη μετά τα χρήματα» (του αμερικανού κριτικού Τζέρι Σολτς ) ή σκέψεις όπως «η κρίση είναι καλή, η κρίση είναι σέξι, η κρίση σε ταράζει» (του Βρετανού Εϊντριαν Σίερλ ). Το κληροδότημα της οικονομικής κρίσης στη σύγχρονη τέχνη μοιάζει, μέχρι στιγμής, να είναι λιγότερο η πραγματική ζημία των μεγάλων ονομάτων και των μεγάλων αγορών και περισσότερο η επιφοίτησησαν να ξυπνάει κανείς από αμνησία- ότι η καλλιτεχνική δραστηριότητα είναι πιο πολυεπίπεδη και πιο απρόβλεπτη από όσο μια επίσκεψη στο Λονδίνο ή στο Μαϊάμι, κατά τις εορταστικές εβδομάδες του Frieze Αrt Fair ή της Αrt Βasel Μiami, μπορούν να μας αφήσουν να αντιληφθούμε.

Περισσότερες κινήσεις αμφισβήτησης στο μέλλον
Αν ήθελε κανείς να διακινδυνεύσει μια πρόβλεψη για τη νέα χρονιά, αυτή είναι ότι θα δούμε περισσότερες τέτοιες κινήσεις «αμφισβήτησης», οι οποίες θα είναι δύσκολο να αναλυθούν με τα εργαλεία των μεγάλων αγορών. Ακριβέστερα, ενώ αυτό το φαινόμενο είναι παλαιότερο, θα δούμε οι κινήσεις αυτές να συγκεντρώνουν απρόσμενη προσοχή καθώς η συζήτηση περί την τέχνη θα αποζητεί να αντισταθμίσει την «κούραση» των κυρίαρχων ρευμάτων. Η αέναη αναζήτηση του «νέου», δομικό χαρακτηριστικό της σύγχρονης τέχνης, θα στραφεί προς κάποια κατεύθυνση, όπως και να έχει. Μοιάζει, πιθανόν, η κατεύθυνση αυτή να αντανακλά όχι μόνο τη δυσπιστία προς τη σοφία των αγορών που γέννησε η οικονομική κρίση αλλά και την ανανεωμένη αίσθηση ότι, όπως ισχύει και στην οικονομία ευρύτερα, υπάρχουν λόγοι, έργα, άνθρωποι και τόποι που στο πλαίσιο της διαμορφωμένης, διεθνούς αγοράς μένουν βουβοί.

Η ελληνική πραγματικότητα

Το μπάνερ της Αrt Βasel Μiami 2009. Από τις περίπου 250 γκαλερί που έλαβαν μέρος, το 75% δήλωσε ότι οι πωλήσεις τους ανέβηκαν σε σχέση με το 2008 τουλάχιστον κατά 15%, ενώ περίπου ένα τρίτο των γκαλερί δήλωσε αύξηση πωλήσεων κατά 30% (ΑRΤ ΒΑSΕL)

Στο ερώτημα «και στη χώρα μας τι γίνεται;» η απάντηση είναι ότι η σύγκριση, δυστυχώς, με τα διεθνή δεδομένα είναι άκυρη. Εχω πολλές φορές γράψει ότι η ανάπτυξη μιας υγιούς αγοράς τέχνης αποτελεί προϋπόθεση ακόμη και για όσες καλλιτεχνικές πρακτικές θα θελήσουν να σταθούν απέναντί της. (Αν και το πρόβλημα περιπλέκεται περισσότερο αν αναλογιστεί κανείς ότι η βασική κατηγορία εναντίον της διεθνούς αγοράς τα τελευταία χρόνια ήταν ότι «υγίαινε» υπερβολικά, σε βαθμό που τόση «υγεία» καταντά αφύσικη…) Ουδείς πάντως λειτουργεί εν κενώ. Στην Ελλάδα, μόλις την τελευταία πενταετία, αρχίζει να υπάρχει δραστηριότητα ικανή να συγκριθεί με οποιαδήποτε διεθνή σκηνή σύγχρονης τέχνης, οπότε θα ήταν μάλλον συνταρακτικό να παρατηρούσαμε τις περιπλοκές που παρατηρούμε αλλού. Και, στο κάτω κάτω, τη στιγμή που η γενική σοφία το τελευταίο έτος έμοιαζε να είναι πως το γεγονός ότι δεν έχουμε και καμιά σοβαρή οικονομία, και πως αυτή που έχουμε πλήττεται από αναποτελεσματικότητα και διαφθορά, είναι στην πραγματικότητα καλό διότι μάς προφυλάσσει από την κρίση, εκπλήσσεται κανείς που και στη σύγχρονη τέχνη τα πράγματα είναι λίγο ως πολύ παρόμοια;