Η Αγγελική Παπούλια (αριστερά) και η Μαίρη Τσώνη σε σκηνή από τον «Κυνόδοντα». Οι δυο τους μοιράστηκαν το Α» βραβείο γυναικείας ερμηνείας στο κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Σαράγεβο

Αυτό που από τον περασμένο Μάιο συμβαίνει με τον «Κυνόδοντα», τη δεύτερη προσωπική ταινία του Γιώργου Λάνθιμου, δεν είναι συχνό φαινόμενο στην ελληνική κινηματογραφία. Η πορεία της τόσο στα φεστιβάλ του εξωτερικού όσο και στις αίθουσες της χώρας μας είναι άκρως εντυπωσιακή, ενώ η… χάρη της έφθασε ως το αμερικανικό ειδησεογραφικό δίκτυο CΝΝ, το οποίο προχθές φιλοξένησε συνέντευξη του σκηνοθέτη στον διαδικτυακό τόπο του CΝΝ.com με τίτλο «Η ελληνική ταινία-έκπληξη κερδίζει θαυμαστές εκτός συνόρων». Εχοντας ανοίξει, με μόλις δύο κόπιες και μόνο στην Αθήνα, στις 22 Οκτωβρίου, ο «Κυνόδοντας» ως την περασμένη Τετάρτη έχει φθάσει τα 25.615 εισιτήρια. Από την περασμένη Πέμπτη προβάλλεται για έβδομη εβδομάδα. Μάλιστα, εκτός από τις αίθουσες Ααβόρα και Κηφισιά, παίζεται και στους πολυκινηματογράφους Village (στο Μall και στου Ρέντη).

Μέσα στην εβδομάδα που πέρασε η ταινία του Λάνθιμου έκανε την πρεμιέρα της στο Παρίσι, αφού πρώτα άνοιξε με επιτυχία το 6ο Πανόραμα Ελληνικού Κινηματογράφου. Από τα βραβεία που τη συνοδεύουν ως τώρα, το τελευταίο ήταν εκείνο της καλύτερης ταινίας στο 20ό Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Στοκχόλμης. Ως γνωστόν η ταινία ξεκίνησε τη διεθνή καριέρα της τον περασμένο Μάιο στο Φεστιβάλ Καννών, στο τμήμα Ενα Κάποιο Βλέμμα, κερδίζοντας το Α Δ βραβείο και το Βραβείο Νεότητας. Από τότε απέσπασε το ειδικό βραβείο της Επιτροπής και το Α΄ βραβείο γυναικείας ερμηνείας (το μοιράστηκαν η Αγγελική Παπούλια και η Μαίρη Τσώνη ) στο Φεστιβάλ του Σαράγεβο, το Louvre d΄Οr στο Festival du Νouveau Cinema του Μόντρεαλ και το Α΄ βραβείο στο Φεστιβάλ του Εστορίλ της Πορτογαλίας.

Ο «Κυνόδοντας» που, όπως ο ίδιος ο Λάνθιμος μάς είπε στις Κάννες, «προέκυψε μέσα από συζητήσεις φίλων» αναφέρεται στις «παράξενες» σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στα μέλη μιας οικογένειας που, με εξαίρεση τον πατέρα ( Χρήστος Στέργιογλου ), δεν βγαίνει ποτέ από το σπίτι της. Για τον σκηνοθέτη το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι «πόσο μπορείς να περιορίσεις το μυαλό κάποιου σε κάτι- όχι μόνο σε ό,τι αφορά μια οικογένεια, αλλά επίσης μια δουλειά,ένα κράτος κ.λπ.». Τέσσερις θαυμαστές του φιλμ, προερχόμενοι από τους χώρους της λογοτεχνίας και του κινηματογράφου, σχολιάζουν
ΛΕΝΑ ΔΙΒΑΝΗ, ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
«Να προβάλλεται στα μαιευτήρια»

«Με έναν σμπάρο δυο τρυγόνια χτύπησε αυτή η λιτή, πρωτοφανώς βίαιη, ταινία. Το ένα τρυγόνι είναι ο ενικός αριθμός της εποχής μας, η αυτιστική/ ναρκισσιστική λατρεία της οικογενειακής μονάδας απέναντι στον εαυτό της και μόνο. Το δεύτερο και πιο παχουλό όμως τρυγόνι είναι η ανάλυση του ρόλου της οικογένειας, μεγεθυσμένη έτσι ώστε να αναβλέψουν και οι τυφλοί. “Ηome is the most dangerous place”: το είπε η Γιουντόρα Γουέλτι και έγινε το μότο του Λάνθιμου. Κανένας δεν μπορεί να σε βλάψει τόσο καίρια όσο ο γονιός σου. Στην πραγματικότητα το πιο αυταρχικό καθεστώς που θα βιώσει ο καθένας από μας είναι το οικογενειακό μας: κάθε παιδί είναι πιο ανυπεράσπιστο απέναντι στους γονείς του ακόμη και από πολιτικό αντιρρησία απέναντι στους Ταλιμπάν. Και εν προκειμένω δεν μπορείς καν να ελπίζεις ούτε στον διεθνή Τύπο, στις ΜΚΟ ή στην επέμβαση του ΟΗΕ. Να ΄σαι καλά, Λάνθιμε, που το εικονογράφησες με τόση ενάργεια. Συνιστώ να προβάλλεται καθημερινώς στα μαιευτήρια όλης της χώρας…». ΝΙΚΟΣ ΠΕΡΑΚΗΣ, ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ
«Είναι πολύ φυσικό να διχάζει το κοινό»

«Την πρώτη φορά τον είδα στον “Δαναό” με στριμωγμένους σινεφίλ σαν μια κυνική αλληγορία και ώσπου να βγω στην Κηφισίας ένιωσα κύματα ανασφάλειας και δέχθηκα πολλές φορές την επιθετική ερώτηση: “Δηλαδή, εσένα σου άρεσε;”. Τη δεύτερη φορά είδα την ταινία με φίλους από το DVD- της Ακαδημίας Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου, με την ελληνική υποψηφιότητα για τα βραβεία Felixσαν μια γκροτέσκα παραβολή της αυτιστικής ελληνικής οικογένειας και κατ΄ επέκταση κοινωνίας. Κάπως έτσι την είδαν και οι φίλοι μου, που επιπλέον ενθουσιάστηκαν με την αισθητική της φωτογραφίας, τις αποστασιοποιημένες ερμηνείες και την αφηγηματική δομή. Είναι πολύ φυσικό η οικογένεια της ταινίας να διχάζει το εθισμένο στην τηλεόραση κοινό, εκπαιδευμένο να ταυτίζεται με τους αστούς στο γυαλί. Πριν από 50 χρόνια ζήλευα τον συμμαθητή μου που πήγαινε μια φορά την εβδομάδα στην πουτάνα του πατέρα του. Τώρα ζηλεύω τον Λάνθιμο που το πήγε λίγο παρακάτω».

ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΩΜΕΝΙΔΗΣ, ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
«Εκτείνεται πολύ πέραν του σχολιασμού»

«Το βασικό επίτευγμα του Γιώργου Λάνθιμου στον “Κυνόδοντα” είναι ότι δημιουργεί έναν πρωτότυπο κόσμο ο οποίος, μολονότι εφάπτεται και γρατζουνάει τη δική μας πραγματικότητα, παραμένει ωστόσο πλήρης και αυτάρκης. Ο “Κυνόδοντας” δεν αποτελεί ταινία κοινωνικής κριτικής- εκτείνεται, όπως κάθε αληθινό έργο τέχνης, πολύ πέραν του σχολιασμού-, γι΄ αυτό και μπορεί να κερδίσει τους πιο ετερόκλητους θεατές. Και ο Γιώργος Λάνθιμος, όπως κάθε άνθρωπος με ταλέντο, δεν κρύβει τις επιρροές του. Από το “Τwilight zone” ως και τον γερμανικό κινηματογράφο του μεσοπολέμου… Ολες οι ερμηνείες στον “Κυνόδοντα” είναι εξαιρετικές. Προσωπικά θα ξεχώριζα τον Χρήστο Στέργιογλου για έναν απροσδόκητο λόγο: απολαμβάνοντάς τον να ερμηνεύει τον πατέρα, συνειδητοποίησα αίφνης πως θα ήταν ιδεώδης για τον ρόλο του Γεωργίου Παπαδόπουλου, αν κάποτε κάποιος τολμηρός σκηνοθέτης γύριζε τη ζωή του τελευταίου και πλέον ευτράπελου έλληνα δικτάτορα».

ΘΕΜΙΣ ΜΠΑΖΑΚΑ, ΗΘΟΠΟΙΟΣ
«Μια μικρογραφία της κοινωνίας μας»

«Ισως δεν είναι τυχαίο που εφέτος ο “Κυνόδοντας” είναι μια από τις αρκετές ταινίες που διαπραγματεύονται το θέμα της οικογένειας. Γιατί η οικογένεια της δυτικής κοινωνίας νομίζω περνά μια μεγάλη κρίση τα τελευταία 30 χρόνια. Ταινίες όπως ο “Κυνόδοντας”, η “Λευκή κορδέλα” τουΜίχαελ Χάνεκεή η “Στρέλλα” τουΠάνου Κούτραμάς δείχνουν ότι ζούμε την κατάρρευση της οικογένειας και ότι από εκεί ξεκινούν τα μεγαλύτερα εγκλήματα. Ο “Κυνόδοντας” είναι μια μικρογραφία της κοινωνίας μας γιατί από την οικογένεια ξεκινούν όλα. Ο τρόπος που αναπτύσσονται τα μέλη της οικογένειας, τα παιδιά βεβαίως, ο τρόπος που μαθαίνουν να είναι ελεύθερα ή να μην είναι ελεύθερα, να διεκδικούν ή να μη διεκδικούν τη ζωή τους, ο τρόπος που μαθαίνουν να δέχονται τη διαφορετικότητα, τον σεβασμό, την επικοινωνία, το σεξ, τον έρωτα, την αγάπη, όλα αυτά τα ακολουθούν και βλέπουμε μετά πόσο διαστρεβλωμένα είναι. Γιατί έχουν ζήσει μια παραποίηση της αλήθειας».