ΛΟΝΔΙΝΟ, ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ. Μόλις πριν από λίγες εβδομάδες άνοιξε η έκθεση του Ντέιμιεν Χερστ σε μία από τις πιο μεγαλοπρεπείς πινακοθήκες του Λονδίνου, τη Wallace Collection, η οποία διαθέτει μόνιμη συλλογή με έργα μεγάλων δασκάλων της ζωγραφικής, όπως ο Πουσέν, ο Τισιανός και ο Βελάσκες. Τα διεθνή ΜΜΕ αναπαρήγαγαν επίμονα τη φράση:«Ο Ντέιμιεν Χερστ εκθέτει πίνακεςτους οποίους έχει ζωγραφίσει μόνος του».Δεν αποτελεί έκπληξη, σε σχέση με τον καλλιτέχνη που διασήμως φιλοτεχνούσε τα έργα του σε εργαστήριο με περισσότερους από εκατό βοηθούς, ότι η έμφαση, φυσικά, είναι στο«μόνος του». (Ο ίδιος, παρεμπιπτόντως, πλήρωσε περισσότερες από 250.000 στερλίνες για να διαμορφώσει τις αίθουσες όπου φιλοξενούνται τα έργα του επιχρυσώνοντας το ταβάνι και καλύπτοντας τους τοίχους με μεταξωτή ταπετσαρία.)

Στον απόηχο της μεγαλοπρέπειας, ο Ντέιμιεν Χερστ επιμένει: εκθέτει κι άλλους πίνακες- και αυτούς «μόνος του» τους ζωγράφισε- στην γκαλερί του, την κραταιά White Cube του Λονδίνου, και στους δύο εκθεσιακούς χώρους της, στο Γουέστ Εντ και στο Χόξτον. Σε συνέχεια της σειράς που δείχνει στη Wallace Collection, αυτή τη φορά όμως στους λευκούς τοίχους της υπερσύγχρονης White Cube, ο Ντέιμιεν Χερστ εκθέτει τα τελευταία μεγάλα τρίπτυχά του, καθώς και κάποιες μικρότερες προσωπογραφίες. Κρεμασμένα με μουσειακή αυστηρότητα, στις «σωστές» αποστάσεις, με βαριές κορνίζες, διεκδικούν τη σοβαρότητα της ζωγραφικής και καμώνονται πως υποκλίνονται στην υπεροχή της. Είχα την τύχη να βρεθώ εκεί, λίγες ημέρες πριν από τα εγκαίνια που έγιναν την περασμένη Τετάρτη. Ημουν λοιπόν κι εγώ «μόνος μου» με τα έργα του Ντέιμιεν Χερστ.

Η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι ορισμένα πράγματα είναι τόσο μα τόσο κακά που καταλήγουν να έχουν ενδιαφέρον. Θέλω να πω, το να είναι κάτι μετρίως κακό από μια άποψη είναι ίσως χειρότερο από το να είναι κάκιστο. (Μεταφορικά, θα μπορούσα να αναφερθώ εδώ στον ενδόμυχο φόβο του νυμφευμένου αρσενικού: ουδείς φοβάται ότι η γυναίκα του θα τον απατήσει με έναν αδιάφορο, νομοταγή συμπολίτη αλλά τρέμει στη σκέψη του αρχετυπικού ρεμαλιού.) Με αυτή την ιδιαιτέρως επίφοβη προσέγγιση, οι πίνακες του Ντέιμιεν Χερστ είναι πραγματικά εξαιρετικοί: δεν ξέρει να ζωγραφίζει καθόλου.

Η δεύτερη σκέψη ήταν ότι ο δαιμόνιος αυτός καλλιτέχνης βρίσκεται για άλλη μία φορά στην αιχμή των εξελίξεων. Εδώ και λίγα χρόνια διάφοροι κραυγάζουν για την «επιστροφή της ζωγραφικής». Πέραν των όσων, είτε απλώς ανεξοικείωτων είτε προφανώς παραπλανημένων, μιλούν για «επιστροφή» επειδή πιστεύουν ότι η ζωγραφική είναι «πραγματική» τέχνη, ενώ οι εγκαταστάσεις, λ.χ., όχι, οι όψιμοι οπαδοί του τελάρου και της μπογιάς περιλαμβάνουν και τον πάλαι ποτέ μέντορα του Χερστ, συλλέκτη Τσαρλς Σάατσι. Η «επιστροφή της ζωγραφικής», κοντολογίς, εντάσσεται κι αυτή στην αέναη αναζήτηση νέων τάσεων που αποτελεί τη λιγότερο ένδοξη ίσως πλευρά της σύγχρονης καλλιτεχνικής παραγωγής.

Η τρίτη μου σκέψη ήταν ότι αυτό το τέρας της αυτοπροβολής βρήκε έναν τρόπο να εξακολουθήσει να σαρκάζει το πληθωρικό αγοραστικό κοινό του, έστω και αν η τελευταία του

Αποψη του χώρου της WhiteCube

κίνηση- η περίφημη δημοπρασία με έργα του από τον οίκο Sotheby΄s, τον Σεπτέμβριο του 2008, που απέφερε συνολικά 111 εκατ. στερλίνες- φάνηκε να αποτελεί το επιστέγασμα της αυθάδειάς του. Μετά τον «Χρυσό Μόσχο», που αγοράστηκε παρά το γεγονός ότι δεν έκανε άλλο παρά να επισημαίνει τη σχέση των αγοραστών του με τον Μαμωνά, ο Χερστ τώρα μοιάζει να βρήκε τρόπο να παρατείνει την περίοδο της βασιλείας του ζωγραφίζοντας πίνακες που θα αγοραστούν σε τιμές από 235.000 ως 9,5 εκατ. στερλίνες, τη στιγμή που όλοι αναγνωρίζουν ότι είναι κακότεχνοι και πρόχειροι, ρηχά αναμασήματα της ζωγραφικής του Φράνσις Μπέικον. Δεν πρόκειται, με άλλα λόγια, για ζωγραφική αλλά για εννοιολογικό έργο που περιλαμβάνει τη ζωγραφική πινάκων και την πώλησή τους σε ανθρώπους που θα αγόραζαν οτιδήποτε, αρκεί να ήταν του Ντέιμιεν Χερστ. Αλλά μόλις σχημάτισα αυτές τις τρεις σκέψεις αισθάνθηκα αμέσως ότι διαπράττω μια αδικία. Δεν ξέρω τι είναι αυτό που με έκανε ξαφνικά να διακόψω την αυτάρεσκη απαξίωσή μου προς έναν από τους πιο προβεβλημένους καλλιτέχνες στον κόσμο. Ισως

Ο Ντέιμιεν Χερστ

ήταν η πληροφορία ότι ένα από τα τελευταία πράγματα που έκανε στη ζωή του ο Φράνσις Μπέικον- ο μεγαλύτερος ζωγράφος της μεταπολεμικής περιόδου πέθανε το 1992- ήταν να πάει να δει το πρώτο σπουδαίο έργο του Ντέιμιεν Χερστ, τον περίφημο καρχαρία σε φορμαλδεΰδη, με τίτλο ««Η σωματική απιθανότητα του θανάτου στο μυαλό κάποιου που ζει». Ισως πάλι ήταν το ότι, παρά την κακοτεχνία του Χερστ, οι προσωπογραφίες του που αναπαριστούν τον φίλο του Ανγκους Φέαρχερστ, ο οποίος αυτοκτόνησε, δείχνουν τα ίχνη μιας προσπάθειας να εκφραστεί μια λύπη και η λύπη εξ ορισμού προστάζει έναν σεβασμό. Ισως να μην ήταν τίποτε από τα δύο, καμία συναισθηματική μετάπτωση, αλλά μόνο η συνειδητοποίηση ότι αυτός ο άνθρωπος έχει φιλοτεχνήσει κάποια από τα συγκλονιστικότερα έργα των τελευταίων ετών και ότι άθελά μου έπεφτα κι εγώ στην παγίδα όσων απλώς βδελύσσονται τη διασημότητα και την επιτυχία και κάνουν το λάθος να πιστέψουν πως οτιδήποτε κατοικεί σε αυτόν τον κόσμο πρέπει να είναι αναγκαστικά κίβδηλο και χυδαίο.

Δεν υπάρχει όμως τίποτε κίβδηλο ή χυδαίο στην απόφαση του Χερστ να κλειστεί στο εργαστήριο μόνος του τα τελευταία δύο χρόνια και να προσπαθήσει να ζωγραφίσει. Είναι αλήθεια ότι δεν τα καταφέρνει πολύ καλά. Αλλά εμένα τουλάχιστον η δήλωσή του ότι, αν του δώσουμε χρόνο, σύντομα «θα ζωγραφίζει σαν τον Ρέμπραντ», μου θυμίζει τη συμπαθή αλαζονεία των σπουδαστών καλών τεχνών: κάτι πρέπει να σου δώσει κουράγιο, έστω και αν είναι μόνο η αυτοπεποίθησή σου, ειδικά όταν καταπιάνεσαι με τη ζωγραφική. Οπως θυμάμαι έναν αγαπημένο άγγλο ζωγράφο να μου λέει, όταν ζωγραφίζεις, ζωγράφοι αιώνων κοιτάζουν πάνω από τον ώμο σου.

Πράγματι, ο Χερστ μπορεί να πάρει κουράγιο, εκτός από την αυτοπεποίθησή του, και από την τεράστια περιουσία του. Αλλά δεν πρεσβεύω ότι αξίζει τη λύπησή μας, κάθε άλλο. Επισημαίνω απλώς ότι αυτοί οι πίνακες δεν είναι παρά η αρχή- κάτι σαν τα πολύχρωμα κουτιά που είχε δείξει στην έκθεση «Freeze», τον Ιούλιο του 1988. Οπως και τότε, όταν δεν ήταν ούτε διάσημος ούτε πλούσιος, ο Ντέιμιεν Χερστ μαθαίνει σε κοινή θέα. Το σκέφτομαι συχνά όταν ακούω για τους σκοτεινούς τρόπους με τους οποίους υποτίθεται ότι χειραγωγεί τη σύγχρονη τέχνη, ότι όλα σε κοινή θέα τα έκανε, σε κάθε στιγμή της εκρηκτικής σταδιοδρομίας του. Και για το μόνο που είμαι βέβαιος είναι ότι ακόμη δεν έχουμε ακούσει την τελευταία του λέξη.