Η Κολονία, μια πόλη αδελφοποιημένη εδώ και 20 χρόνια με τη Θεσσαλονίκη, μετράει άλλα 25 έτη αδελφοποίησης με τη Βαρκελώνη. Το πρωτότυπο είναι ότι, στο πλαίσιο των εορτασμών του 25ου ιωβηλαίου με τη Βαρκελώνη, ο δήμος της Κολονίας έστειλε αυτές τις ημέρες στους «αδελφούς» Καταλανούς, ως δείγμα της θεατρικής παραγωγής του, μια παράσταση του Ελληνογερμανικού Θεάτρου του Κώστα Παπακωστόπουλου: το έργο «Ο χορός των εμιγκρέδων».

Πρόκειται για μια σκηνική διαπραγμάτευση της μετανάστευσης στηριγμένη σε προσωπικές συνεντεύξεις, λογοτεχνικά κείμενα και ντοκουμέντα, ένα υπόμνημα στη σύγχρονη διακίνηση των λαών. Η συγκεκριμένη παράσταση σημείωσε ιδιαίτερη επιτυχία, ωστόσο θεματικώς συνιστά εξαίρεση στο ρεπερτόριο του θεάτρου. Από το 1990 το Ελληνογερμανικό Θέατρο Κολονίας του Παπακωστόπουλου, στην ουσία ένας γερμανικός θίασος με έλληνα σκηνοθέτη, μαθητή και συνεργάτη αξιόλογων δασκάλων, όπως ο Ντίμιτερ Γκότσεφ και ο Φρανκ Κάστορφ , ανεβάζει αρχαίο δράμα, έργα σύγχρονων συγγραφέων που εμπνέονται από τον αρχαίο μύθο, αλλά και νεοελλήνων δημιουργών, όπως ο Κεχαΐδης, ο Ζιώγας ή ο Δημητριάδης . Εχει καταφέρει έτσι να αποτελεί μια σταθερή πινελιά στην πολιτιστική παλέτα της Κολονίας.

Πώς αποτίνει κανείς ουσιαστικό φόρο τιμής στην αρχαία τραγωδία σήμερα; Ανεβάζοντας τα παμπάλαια και υπέροχα αυτά έργα αδιαφορώντας για το γεγονός ότι οι κοινωνικοί και πολιτικοί συνειρμοί που προκαλούσαν στο κοινό όταν πρωτοπαίχτηκαν δεν υφίστανται πλέον εδώ και χιλιάδες χρόνια; ΄Η μήπως παίρνοντάς τα ως αφορμές, θεωρώντας τον μύθο ως υλικό που πρέπει κανείς να προβάλει στο σήμερα εάν θέλει να προκαλέσει κινήματα στην ψυχή του σύγχρονου θεατή; Ο Παπακωστόπουλος πιστεύει στη δεύτερη μέθοδο και βάσει αυτής ανέβασε στα τέλη Οκτωβρίου στην Κολονία τον «Αγαμέμνονα»του Αισχύλου. Δεν θέλει να απαγγείλει όλο το τραγικό αλφάβητο στην αρχαία του διάταξη από το άλφα ως το ωμέγα. «Στη Γερμανία του 2009» μας λέει «δεν τίθεται καν το δίλημμα μιας μουσειακής παρουσίασης του αρχαίου μύθου ή μιας σύγχρονης διασκευής του. Το ζητούμενο είναι σαφώς η προσωπική τοποθέτηση πάνω στο αρχαίο υλικό. Αυτό που ενδιαφέρει είναι η αξιοποίηση ή η αναγέννηση του μύθου στη σημερινή εποχή, έτσι ώστε μέσα από μια μεταφορά ή μια σκοτεινή παρομοίωσητα λόγια μας να αποκτήσουν άλλη διάσταση,άλλη βαρύτητα».

Σ τον «Αγαμέμνονα» τα χορικά διαπνέονται με αριστοτεχνικό τρόπο όχι μόνο από την αγωνία για τη μοίρα του βασιλιά του Αργους και τις πράξεις της Κλυταιμνήστρας, αλλά και από μια διάχυτη ανησυχία για τα όσα θα φέρει το μέλλον. Ηταν 458 π.Χ., κάπου ανάμεσα στην αρχαϊκή και στην κλασική εποχή, η εξουσία του Αρείου Πάγου είχε μόλις περιοριστεί και διαγραφόταν η έλευση της Δημοκρατίας. Μπορεί ο σημερινός θεατής να συμμετάσχει σε εκείνη τη μεταβατική αγωνία; «Στη δική μου προσέγγιση» απαντά ο σκηνοθέτης «η δημοκρατία έχει πλέον εγκαθιδρυθεί εδώ και δυόμισι χιλιάδες χρόνια, οπότε αυτόματα οι βιαιότητες και οι ωμές πράξεις της εξουσίας συντελούνται σε μια δημοκρατική κοινωνία τού σήμερα. Και σε αυτή τη σημερινή κοινωνία ο χορός,λες και βρίσκεται σε νιρβάνα,είναι αδύναμος και παραπαίει, δεν είναι σε θέση να αντιδράσει». Ετσι, στην εκδοχή της Κολονίας ο χορός των Αργείων είναι μια παρέα λουομένων, μικρογραφία της σημερινής απροσανατόλιστης μαζικής κοινωνίας, με προκεχωρημένη ανεπάρκεια πολιτικής σκέψης, με πληθώρα προσωπικών αδιεξόδων. Στη μικρογραφία αυτή διακρίνουμε τον διανοούμενο, τον λαϊκό τύπο που ονειρεύεται διακοπές στη Μαγιόρκα, τη φιλάρεσκη πλούσια κυρία αλλά και την κάπως αφελή οικολόγο.

Από τη σκοπιά αυτής της μινιατούρας χρωματίζεται με ανταύγειες τού σήμερα και το φοβερό έγκλημα στο παλάτι των Ατρειδών. Η δολοφονία του Αγαμέμνονα στο λουτρό, η ένοχη συνέργια της Κλυταιμνήστρας και του Αίγισθου θα μπορούσαν να είναι εξίσου μια είδηση στο αστυνομικό δελτίο ή ένα βίαιο σκάνδαλο σε κάποιο προεδρικό μέγαρο. Και η Κασσάνδρα, την οποία φέρνει ο άναξ μαζί του από την Τροία, είναι μια ξένη, ίσως από το Αφγανιστάν ή από το Πακιστάν, μια σκούρα μορφή σαν νυχτερίδα, μεταφορά για όλες τις δικές μας ξενοφοβικές τάσεις.

Σημασία σε αυτή την παράσταση έχει ο περίγυρος, η πρόσληψη των φοβερών νέων από μια κοινωνία με λιποθυμική διάθεση και με τον φόβο να της τρώει τα σωθικά. Η ετυμηγορία του χορού για το έγκλημα είναι ασυνάρτητη- παράλληλες κραυγές και υπεκφυγές από κάθε καίριο νόημα. «Υποφέρω από αλλεργία» φωνάζει ο ένας, «θα βγάλω έρπη» γρυλίζει η άλλη. Και όλη αυτή η χασμωδία θυμίζει κάτι αφόρητα επίκαιρο.