ΠΟΙΟΣ θυμάται την «Ωρα του αγρότη»; Κατά πάσα πιθανότητα μόνον οι αγρότες και όχι όλοι. Οσοι το 1981 επέλεγαν τη δημόσια τηλεόραση για να ενημερωθούν. Και όμως αυτή η μικρής διάρκειας εκπομπή, που ξεκίνησε ως πρωτοβουλία της Γενικής
Διεύθυνσης Γεωργικών Εφαρμογών και Ερευνας, αποτέλεσε τον προάγγελο ενός «αόρατου» καναλιού.Αόρατου γιατί το Αγροτικό Κανάλι ουδέποτε απέκτησε συχνότητα, δεν διαθέτει ούτε πομπό ούτε δέκτη. Παράγει τρεις εκπομπές τον μήνα (οι δύο προβάλλονται από τη δημόσια τηλεόραση και η τρίτη από περιφερειακά κανάλια), απασχολεί
85 εργαζομένους, ενώ ο τρόπος λειτουργίας του και διαχείρισης των οικονομικών του πόρων απασχόλησε και τη Βουλή. Προς τούτο και η υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων κυρία Κατερίνα Μπατζελή, όπως τονίζει μιλώντας προς «Το Βήμα», αποφάσισε τη διακοπή της λειτουργίας του.

Oλα άρχισαν το 2001, όταν ο τότε υπουργός Γεωργίας κ. Γ.Ανωμερίτης παρουσίασε το τηλεοπτικό κρατικό Αγροτικό Κανάλι το οποίο ανήκε στο υπουργείο και είχε στόχο να ενημερώνει τους αγρότες. Οπως λέει όμως η υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης κυρία Κατερίνα Μπατζελή, «το κανάλι, προκειμένου να αποκτήσει μεγαλύτερη ευελιξία στα προγράμματα, στη χρηματοδότηση και στις προσλήψεις, πέρασε στον Οργανισμό Πιστοποίησης και Επίβλεψης Γεωργικών Προϊόντων (ΟΠΕΓΕΠ), με τις αρμοδιότητες του οποίου δεν είχε καμία σχέση. Στην πραγματικότητα,βέβαια, μιλάμε για στούντιο στα οποία γράφονται ορισμένες εκπομπές από δημοσιογράφους και οι κασέτες διοχετεύονται στη δημόσια τηλεόραση και στα περιφερειακά κανάλια χωρίς να υπάρχει δυνατότητα ούτε καν ανταποδοτικότητας. Δηλαδή τα περιφερειακά κανάλια δεν πληρώνουν κάποιο ποσόν για αυτό το υλικό». Το ερώτημα είναι αν το παραγόμενο έργο ανταποκρίνεται στις σύγχρονες ανάγκες των αγροτών. Σύμφωνα με την υπουργό «δεν παρέχει την πληροφόρηση, στο μέγεθος που είναι απαραίτητο,για τους αγρότες και για τους πολίτες της υπαίθρου, ενώ το κόστος λειτουργίας του ανέρχεται σε εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ, ποσό δυσανάλογο του έργου του». Τα επίσημα στοιχεία δείχνουν ότι στο κανάλι απασχολούνται 85 εργαζόμενοι. Οι συμβάσεις τους λήγουν τον Δεκέμβριο και οι εργαζόμενοι δεν έχουν πληρωθεί από τον Ιούλιο. Μόνον οι μισθοί για 4-5 μήνες λειτουργίας ανέρχονται σε 760.000 ευρώ, λέει η κυρία Μπατζελή.

«Θα μπορούσα μόλις παραλάβαμε να λύσω τις συμβάσεις τους. Δεν το έκανα για ευνόητους λόγους» εξηγεί η υπουργός και επισημαίνει ότι αναλόγως του υλικού που θα παραδοθεί θα γίνουν οι πληρωμές, αφού ως τον Οκτώβριο δεν είχαν παραδοθεί προγράμματα. «Δεν μπορεί να πληρώνεται κάποιος με 57.000

ή 76.000ευρώ για έξι μήνες· ούτε γνωστοί δημοσιογράφοι αμείβονται για τέσσερις μήνες με 30.000 ευρώ. Δεν μπορεί μία εκπομπή στούντιονα κοστίζει 22.000 ευρώ. Είναι πράγματα τα οποία θεωρώ ότι προσβάλλουν τη νοημοσύνη και την τσέπη των πολιτών» τονίζει η κυρία Μπατζελή.

Στην ερώτηση αν το κανάλι επιδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ενωση, αναφέρει ότι «αυτό δεν το έχω διαπιστώσει στη σημερινή φάση. Επειδή ήμουν και πρόεδρος της Επιτροπής Πολιτισμού, Παιδείας και Οπτικοακουστικών στην Ευρωπαϊκή Ενωση ως ευρωβουλευτής, γνωρίζω ότι υπάρχουν προγράμματα ανταγωνιστικά,κοινοτικά όπου εφόσον ένα κανάλι καταθέσει τις προτάσεις του μπορεί να μπει σε χρηματοδότηση προώθησης κοινοτικών εκπομπών. Ολες αυτές τις δυνατότητες που μας παρέχει η κοινοτική νομοθεσία θα τις χρησιμοποιήσουμε, εφόσον αλλάξουμε το κανάλι».

Ποια θα είναι όμως η επόμενη ημέρα; Η υπουργός είναι ξεκάθαρη: «Από την 1η Ιανουαρίου κλείσαμε… Εχουμε ήδη κόψει τη ροή, δεν υφίσταται κανάλι. Επρεπε να το σταματήσουμε γιατί ήταν στα πλαίσια της χλιδής. Από εκεί και πέρα τον Δεκέμβριο θα συστήσουμε επιτροπή με ειδικούςπου γνωρίζουν από τα οπτικοακουστικά μέσαπροκειμένου να εξετάσουμε τι μπορούμε να κάνουμε. Σίγουρα δεν θα μπούμε στη διαδικασία για τη δημιουργία “κανονικού σταθμού” με άδεια και συχνότητα, η οποία πιθανά να μην τελειώσει ποτέ. Ο αγροτικός πληθυσμός θα πρέπει να έχει πληροφόρηση με μοντέρνα συστήματα. Υπάρχει η ψηφιακή τηλεόραση, υπάρχουν ιντερνετικές υπηρεσίες. Αυτές θα πρέπει να τις εξετάσουμε και να τις αξιολογήσουμε. Και σε αυτή την προσπάθεια οι σοβαροί επαγγελματίες είναι ευπρόσδεκτοι να εργαστούν».