Ζήτημα πρώτον: Ο πόλεμος είναι κακό πράγμα. Ζήτημα δεύτερον: Ο εμφύλιος πόλεμος χείριστον. Ηθικόν δίδαγμα: Αγαπάτε αλλήλους! Ηταν, ομολογουμένως, η διαπίστωση που δεν ήθελα να κάνω βλέποντας την τελευταία ταινία του Παντελή Βούλγαρη. Ο σκηνοθέτης που μας έχει προσφέρει δυνατές συγκινήσεις διαχειριζόμενος με μαεστρία προσωπικές ιστορίες («Πέτρινα χρόνια») κατάφερε στην «Ψυχή βαθιά» να ενταφιάσει στα βουνά της Δυτικής Μακεδονίας και την «ψυχή» και την ιστορία της σκληρότερης πολεμικής αναμέτρησης που γνώρισε η Ελλάδα.

Ο Εμφύλιος ήταν, για αρκετά χρόνια, η σκοτεινή πλευρά της ελληνικής ιστορίας την οποία οι ειδικοί άρχισαν σιγά σιγά να φωτίζουν, κυρίως από τα τέλη του περασμένου αιώνα. Οσο οι πληγές ήταν ανοιχτές και ο εθνικός διχασμός μια υπόθεση που δεν έκλεισε με το τέλος των εχθροπραξιών, ο διάλογος και η αποτίμηση αποδείχθηκαν εξίσου επίπονη διαδικασία.

Ο Παντελής Βούλγαρης, εξήντα χρόνια μετά, επιχείρησε την υπέρβαση μέσω της τέχνης. Εβαλε τον πήχη ψηλά, δυστυχώς όμως πέρασε από κάτω. Είχε την ιστορία, είχε την τεχνογνωσία και την τεχνολογία, του έλειπε το σενάριο. Το εύρημα των δύο αδελφών που πολεμούν από αντίπαλα στρατόπεδα χάνεται μέσα στον καπνό των, χολιγουντιανής αποτύπωσης, μαχών. Η σκηνοθετική διαχείριση της προσωπικής τους τραγωδίας θα μπορούσε να οδηγήσει σε μιαν εξαιρετική ακτινογραφία της εποχής απαλλαγμένη από αγκυλώσεις. Αντ΄ αυτού επέλεξε να τους περιφέρει από σκηνή σε σκηνή. Με τη φωνή της μητέρας τους (Ελλάδα) να τους συμβουλεύει να μείνουν αγαπημένοι στα δύσκολα χρόνια που περνούν ενώ αναρωτιέται γιατί να συμβαίνουν όλα αυτά. Ενας πόλεμος, δηλαδή, χωρίς αιτία. Οπου όλοι οι «καλοί» Ελληνες (ένθεν κακείθεν) χωράνε, αφού οι κακοί είναι οι ξένοι (Αμερικανοί ή Ρώσοι).

Στην ταινία η ευγενής πρόθεση της εθνικής συμφιλίωσης ακύρωσε τις αιτίες που γέννησαν τον ελληνικό εμφύλιο. Λες και δεν υπήρχαν κυβερνήσεις, δεν υπήρχαν κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις, δεν υπήρχαν συμφέροντα. Λες και όπως ξυπνήσαμε ένα πρωί, μετρηθήκαμε με τους φίλους μας και είπαμε: «Παίζουμε πόλεμο;».