Η γκαλερί Νέες Μορφές ιδρύθηκε το 1959. Τώρα, μια έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς τιμά την πορεία αυτή που διήρκεσε μισό αιώνα, μέσα από τα έργα πενήντα περίπου καλλιτεχνών, δίνοντας τη δυνατότητα στον επισκέπτη να παρακολουθήσει την αναδρομή πενήντα χρόνων στα καλλιτεχνικά δρώμενα (1959-2009). Ταυτόχρονα, με την έκθεση αυτή, ενισχύεται ίσως η ευρύτερη θέση ότι μια «ιδιωτική»- δηλαδή όχι κρατικήπροσφορά μπορεί να είναι «δημόσια», κάτι που στις συζητήσεις περί τον πολιτισμό στη χώρα μας συχνά χάνεται στη σχηματική αντιπαλότητα μεταξύ ιδιωτικού και κρατικού. Η πρωτεργάτις της γκαλερί Νέες Μορφές Τζούλια Δημακοπούλου μίλησε στο «Βήμα» για τα πενήντα χρόνια πορείας στα ελληνικά εικαστικά και για τα μελλοντικά σχέδιά της.

– Η έκθεση αυτή σημαίνει ότι η γκαλερί Νέες Μορφές σταματά τη δραστηριότητά της ή θα συνεχίσει όπως πριν;

«Πρόκειται, έπειτα από πενήντα χρόνια, να υπάρξει μια αλλαγή, μια μετάλλαξη, θα έλεγα εγώ. Θα λειτουργήσουμε πλέον με πιο μορφωτικό χαρακτήρα και με ένα άλλο πρόγραμμα. Ως εμπορική γκαλερί οι Νέες Μορφές θα κλείσουν, πράγματι. Αλλά δεν μου αρέσει η λέξη “κλείνω”. Θυμίζει ταφόπετρα. Πράγμα που δεν αληθεύει, άλλωστε, επειδή εμείς οι ίδιοι θα συνεχίσουμε, πιστεύοντας ότι κλείνουμε αυτή τη στιγμή έναν κύκλο παρουσίας στον χώρο και ότι μπορούμε, με την εμπειρία που έχουμε, να δημιουργήσουμε ένα άλλο σχήμα. Πρόκειται για ένα σχήμα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, ένα ινστιτούτο για τη σύγχρονη ελληνική τέχνη, με εκτενές αρχείο, μορφωτικές δραστηριότητες, εκθέσεις κ.ά.».

– Πώς οδηγηθήκατε στην παρουσίαση πενήντα χρόνων δραστηριότητας;

«Βασιστήκαμε στο μεγάλο αρχείο που έχουμε γιατί, ομολογώ, ότι ύστερα από τόσο πολλά χρόνια κάποια πράγματα που έχουν γίνει δεν τα θυμόμουν ούτε εγώ. Είδαμε ότι θα είχε ενδιαφέρον, τόσο για ένα ευρύτερο κοινό όσο και για ένα πιο ειδικό κοινό που δεν τα έχει ζήσει αυτά, να κάνουμε την έκθεση. Ενδιαφέρθηκε το Μουσείο Μπενάκη και αποφασίσαμε να έχουμε μια χρονολογική ροή που να επιτρέπει να μεταδίδεται η ατμόσφαιρα της κάθε εποχής. Ολα πλαισιώνονται με φιλμ, με κείμενα, με πανό, υπάρχει δηλαδή μια πολύ καλή τεκμηρίωση. Πηγαίνουμε από τα χρόνια της αφαίρεσης στα χρόνια της χούντας, όπου γενικά υπάρχει ένα κλίμα πολιτικοποίησης, όχι μόνο στα αντιστασιακά έργα αλλά γενικότερα μια πολιτικοποιημένη ατμόσφαιρα, και τελικά στα χρόνια από τη δεκαετία του 1980 ως σήμερα, όπου κυριαρχεί, αν και δεν μου αρέσει η διατύπωση, ο μεταμοντερνισμός και οι καλλιτέχνες φεύγουν από το τελάρο και πηγαίνουν στα νέα μέσα, στις κατασκευές, στον χώρο. Η έκθεση όμως δείχνει και μια στάση όπου δεν ακολουθούμε απλώς τις διάφορες τάσεις που βρίσκονται στην επικαιρότητα αλλά υποστηρίζουμε καλλιτέχνες μέσα στα χρόνια, έχοντας μια διαχρονική αντίληψη για την τέχνη. Νομίζω ότι και το κοινό την ίδια αντίληψη έχει. Και εμένα με ενδιαφέρει το ευρύτερο κοινό. Δεν πιστεύω ότι η τέχνη είναι για αυτή τη μειονότητα των πιο εξειδικευμένων ανθρώπων, των πιο προβληματισμένων για τα καινούργια ρεύματα».

– Δεν έχει ανάγκη όμως μια γκαλερί να στοχεύει πρωτίστως στο αγοραστικό κοινό της; Με ποιον τρόπο αφορά το ευρύτερο κοινό μια εμπορική γκαλερί;

Νοέμβριος 1959. Η γκαλερί Νέες Μορφές ανοίγει τις πόρτες της

«Για μένα ένας βασικός στόχος είναι να εκπαιδεύεται το μάτι. Πολλοί έμαθαν στις Νέες Μορφές να βλέπουν τέχνη. Θέλω να τονίσω το ότι δίνεται τέτοια σημασία στα εικαστικά ως προς την εμπορική τους πλευρά είναι ένα λάθος που γίνεται εδώ και αιώνες. Από την εποχή του Μπρουνελέσκι, που τον πήγαν φυλακή διότι δεν δεχόταν να πληρώσει φόρους ως τεχνίτης και ήθελε να επιβάλει ότι ανήκει σε μια άλλη κατηγορία πνευματικών ανθρώπων, ως τις μέρες μας που έχουν βάλει τον ΦΠΑ για τα έργα τέχνης στην υψηλή κλίμακα, αντί σε χαμηλότερη όπως για άλλα πνευματικά έργα, φαίνεται αυτή νοοτροπία: είναι μια νοοτροπία που υπάρχει γενικότερα, σε οργανισμούς, σε μουσεία, κτλ., και που λέει ότι δεν πάμε σε μια γκαλερί επειδή είναι εμπορική. Οι γκαλερί δεν είναι εμπορικές. Είναι μια δουλειά διττή, όπως είναι όλες οι πνευματικές δουλειές: και αυτός που γράφει βιβλία και αυτός που κάνει παραστάσεις, από κάπου βρίσκει την οικονομική στήριξη, δεν μπορεί να τα κάνει στον αέρα. Αυτό είναι το κρίσιμο στοιχείο για μια γκαλερί, κατά πόσον μπορεί να κινηθεί σε αυτή τη γραμμή ανάμεσα στο εμπορικό και σε ό,τι απευθύνεται στο ευρύτερο κοινό. Από τους ανθρώπους που μπαίνουν σε μια γκαλερί ούτε το 5% δεν είναι αγοραστές. Θα πω και κάτι ακόμη: είναι πολύ θετικό ότι πια υπάρχουν τόσο πολλές γκαλερί, οι οποίες, ανάλογα με την εμπειρία της η κάθε μία, με τη μόρφωσή της, με την ιδιοσυγκρασία της, πείτε το όπως θέλετε, έχουν διαφορετικές αντιλήψεις και επομένως δίνουν χώρο σε πάρα πολλές εκφράσεις της τέχνης».

– Μιλώντας για το εμπορικό και το κοινωφελές στοιχείο ταυτόχρονα,είσαστε από τις πρωτεργάτιδες και του ΠΣΑΤ (Πανελληνίου Συνδέσμου Αιθουσών Τέχνης) και της foire σύγχρονης τέχνης,της art athina…

«Ηθελα να την κάνω πριν από τη χούντα την art athina, αν το πιστεύετε…».

– Ναι; «Ναι, αλλά δεν έγινε τότε, βέβαια. Και μετά, μόλις έκανα τον ΠΣΑΤ, από το 1987, άρχισα να κοιτάζω πώς θα κάνουμε μια art athina. Αλλά ήταν πολλές οι δυσκολίες, τέλος πάντων, το κυνήγησα πάρα πολύ. Τελικά μπόρεσε και έγινε και έχει σταθεί. Χαίρομαι…».

– Εχει περάσει πολλά η art athina, πράγματι.Ισως όμως ένα πολύ θετικό στοιχείο είναι ότι φεύγοντας η art athina από εσάς,τους εμπνευστές της,εξακολουθεί να υπάρχει και να προχωράει και να ενισχύεται…

1965. Εκθεση «Αμερικανική Χαρακτική»

«Ασφαλώς. Κοιτάξτε, ήταν μια ανάγκη. Οι γκαλερί εκείνη την εποχή ήταν πολύ ερασιτεχνικές. Χρειαζόταν και οι ίδιες να μπουν σε μια άμυλα μεταξύ τους και να σκεφτούν περισσότερο. Και αν συγκρίνετε τις πρώτες χρονιές με τώρα, βλέπετε τη διαφορά. Επιπλέον, ελπίζαμε ότι θα ερχόταν και ένα νέο κοινό. Νομίζω ότι σιγά σιγά, χρόνο με τον χρόνο, επιτυγχάνεται και αυτό».

– Θέλατε λοιπόν η δράση σας να είναι ευρύτερη από ό,τι θα περίμενε κανείς απλώς από έναν εμπορικό χώρο…

«Το πώς ξεκινάει κανείς τον στιγματίζει. Οταν ξεκινήσαμε εμείς, δεν υπήρχε τίποτε. Συνεπώς είδαμε τη δουλειά μας και από αυτή την πλευρά, ότι προσφέραμε κάτι. Και το “Νέες Μορφές” αυτό ήθελε να πει. Γι΄ αυτό βλέπω και αυτό που πάμε να κάνουμε τώρα, το ινστιτούτο που σας έλεγα στην αρχή, ως μια συνεπή συνέχεια των Νέων Μορφών». – Από τότε λοιπόν που ξεκινήσατε,τι έχει αλλάξει;

«Εχουν αλλάξει πάρα πολλά. Πιστεύω ότι όσο πιο πολλά πράγματα γίνονται στην τέχνη τόσο το καλύτερο. Προκαλούν ένα πολύ ευρύτερο κοινό να επικοινωνήσει. Παίζει μεγάλο ρόλο η γκάμα των πραγμάτων, ελκύει κάθε φορά περισσότερο και διαφορετικό κόσμο. Είναι σίγουρα πολύ μεγαλύτερη η ιδιωτική πρωτοβουλία. Από την άλλη, η πολιτική βούληση δεν έχει υπάρξει ιδιαίτερα μέσα σε αυτά τα χρόνια, το κράτος δεν έχει κάνει αυτά που θα έπρεπε να είχε κάνει. Στην Ελλάδα έπαιξαν ρόλο οι ιδιώτες, μολονότι όλοι κάναμε προσπάθειες να μιλήσουμε σε πολιτικούς ή τουλάχιστον σε όσους μπορούσαν να ακούσουν λίγο περισσότερο. Αλλά δυστυχώς η κοινωνία σε αυτά τα θέματα προχωρεί πολύ αργά».

– Τι θα λέγατε όμως σε έναν πολιτικό που πιστεύει ότι έχει την Ακρόπολη και του αρκεί; Τι του χρειάζεται η σύγχρονη τέχνη;

«Θα του έλεγα ότι η σύγχρονη Ελλάδα χρειάζεται σύγχρονη τέχνη. Είναι πολύ απλό. Δεν είναι δυνατόν να μην μπορούμε να μεταδώσουμε την ιδέα ότι είμαστε μια σύγχρονη χώρα με σύγχρονους, δημιουργικούς ανθρώπους».

«Νέες Μορφές,Πενήντα χρόνια μετά»,Μουσείο Μπενάκη Οδού Πειραιώς (Πειραιώς 138 & Ανδρονίκου,τηλ.210 3453.111),από τις 22 Σεπτεμβρίου ως τις 29 Νοεμβρίου.