Η γυναίκα πειρατής κυβέρνησε έξι τεράστιες ναυτικές μοίρες των πεντακοσίων πλοίων με είκοσι πέντε κανόνια σε κάθε πλευρά. Η Τσινγκ Σι (1775-1844)
βγήκε στη θάλασσα και ρίχτηκε στην πειρατεία
όταν ο σύζυγός της, ο αρχηγός των κουρσάρων, πέθανε. Ανέλαβε την αρχηγία στο τσούρμο της, ισοπέδωνε και λεηλατούσε χωριά και εξόντωνε όποιον στεκόταν εμπόδιο στο διάβα της.

Η φιγούρα του πειρατή έχει στοιχειώσει τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο. Ο Στίβενσον, ο Μπόρχες, ο Κόνραντ, ο Μέλβιλ, ο Ντεφόε… έχουν γράψει – επινοώντας σχεδόν πάντα- τη νοσταλγική εξιστόρηση κάποιου επεισοδιακού πειρατικού ταξιδιού ανά τα μήκη και τα πλάτη των θαλασσών και των παραλίων του κόσμου. Οσο για τον κινηματογράφο, τις περισσότερες φορές περιορίστηκε στην ενσάρκωση της καρικατούρας του γεμάτη αστοχίες, υπερβολές και γελοίες κοινοτοπίες.

Αλλά η πειρατική εποποιία περιλαμβάνει επίσης μια ωμή και άγρια αγνότητα που αναζητεί απελπισμένα την απόλυτη ελευθερία. Στην πειρατική εποποιία ωθούσε βίαια η νόμιμη και υποβόσκουσα φρίκη των πολιτισμένων, υποτίθεται, κοινωνιών από τις οποίες προέρχονταν οι πρωταγωνιστικές φιγούρες των άθλιων πειρατικών λεηλασιών. Οι πειρατές ποτέ δεν θέλησαν να γράψουν την ιστορία αλλά να ξεφύγουν απ΄ αυτήν. Η βασιλεία τους δεν ήταν του κόσμου τούτου. Οι ειδεχθείς τους πράξεις εκπορεύονταν από το σκοτεινό στοιχείο που όλοι μας συντηρούμε λίγο- πολύ στις ψυχές μας. Από τον ελεύθερο άνθρωπο, τον κυνηγό και διαρκή μετανάστη που κάποτε υπήρξαμε, και του οποίου η φυλετική ανάμνηση εξακολουθεί να βρίσκεται ανεξίτηλα καταγραμμένη στον πιο πρωτόγονο τμήμα του εγκεφάλου μας, διεκδικώντας καθαρό αέρα και ανοικτές επικράτειες, γιουρούσια και αρπαγές δίχως τελειωμό και μια άγρια και περήφανη ανεξαρτησία.

Οι ρίζες των πειρατών
Οι απαρχές της ιστορίας της πειρατείας χάνονται στο σκοτάδι του παρελθόντος. Πρόκειται για μια δραστηριότητα σχεδόν τόσο παλιά όσο και η ανθρωπότητα, αν και η επίσημη ιστοριογραφία την τοποθετεί με βεβαιότητα στον 5ο αιώνα π.Χ. στα περίχωρα της Ακτής των Πειρατών, στον Περσικό Κόλπο. Οι πειρατές δεν έπαψαν να δρουν καθ΄ όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας και κάποιες αναλαμπές της δράσης τους κατάφεραν να συνταράξουν τον 20ό αιώνα. Ακόμη και τον 21ο αιώνα. Υπολογίζονται περίπου στις 1.150

οι πειρατικές επιδρομές που έχουν λάβει χώρα μόνο στο διάστημα από το 2000 ως το 2002.

Φυσικά η πειρατεία δεν είναι πια αυτό που ήταν κάποτε. Το να καταλάβεις σήμερα με το τουφέκι στο χέρι ένα εμπορικό πλοίο μήκους 150 μέτρων φορτωμένο με υλικό πληροφορικής το οποίο ξεκινάει από την Ιαπωνία και μπαίνει στο λιμάνι της Σιγκαπούρης με σκοπό να διαπλεύσει τα στενά της Μαλάκα έχοντας ως προορισμό τη Νότια Αφρική δεν έχει την ίδια γοητεία που περιέβαλε κάποτε τους καταραμένους ληστές των θαλασσών όταν, το 1668, υπό τις διαταγές του Χένρι Μόργκαν λεηλατούσαν τον Παναμά παρακινούμενοι από τα πύρινα λόγια του αρχηγού τους: «Παρ΄ όλο που είμαστε λίγοι, η καρδιά μας είναι μεγάλη και όσο λιγότεροι επιζήσουμε τόσο πιο εύκολα θα μοιράσουμε τα λάφυρα και τόσο περισσότερα θα πάρει ο καθένας». Η αίσθησή του, όσον αφορά τη δικαιοσύνη, ήταν- τότε- απλή όσο και καταστρεπτική. Δεν είναι πια έτσι. Λεκιασμένη δημοκρατία
Είναι φυσικό, έχουν αλλάξει οι καιροί. Η φιγούρα του «φιλιμπουστέρο», δηλαδή του πειρατή που δρούσε κυρίως στα παράλια (συνήθως των Αντιλλών), έχει δώσει πλέον τη θέση της σε έναν θλιβερό ληστή της θάλασσας, στερημένο από κάθε ίχνος αυτής της ουτοπικής και αναρχίζουσας ευφορίας που πήγαζε από εκείνες τις σκληρές καρδιές και η οποία έφθασε στο αποκορύφωμά της στη Λιμπερτάλια του αρχιπειρατή Μισόν: Εναν πειρατικό παράδεισο δίπλα στη θάλασσα που περιβάλλει τη Μαδαγασκάρη, γεμάτο πειρατές που ήταν Αγγλοι, Πορτογάλοι, μαύροι, μωαμεθανοί και ο οποίος διαλύθηκε όταν οι αυτόχθονες του τόπου αποφάσισαν να εξοντώσουν όλα τα μέλη της κοινότητας, δίνοντας τέλος στη μικρή αυτή απόπειρα εξισωτικής δημοκρατίας που εμπνεύστηκε ο Μισόν και ο πληρεξούσιος και τοποτηρητής του, ο μοναχός Καρατσόλι. Ο πειρατής Τζον Σίλβερ στο «Νησί του Θησαυρού» δεν είναι παρά ένα όνειρο, όπως άλλωστε και τα μέλη των φαλανστηρίων (οργανωμένων κοινοτήτων 1.620 ατόμων, όπου κυριαρχεί η κοινοκτημοσύνη, κατά το πρότυπο του ουτοπικού σοσιαλιστή Φουριέ· ο όρος προέρχεται από τις λέξεις «φάλαγγα» και «μοναστήρι»), ο ρωσικός μηδενισμός, ο αναρχισμός, ο Σεν Σιμόν, ο Ρουσό, ο Φουριέ, ο ουτοπισμός και ο ελευθεριακός κομμουνισμός. Ολα αυτά τα όνειρα, όμως, εξακολουθούν να πάλλονται με τον δικό τους φοβερό τρόπο στην εικόνα της λεκιασμένης από το αίμα και το θαλασσινό αλάτι μαύρης πειρατικής σημαίας.

Η Μεσόγειος και η Θάλασσα της Κίνας ήταν από τα σημαντικότερα θέατρα στα οποία διαδραματίστηκε η πειρατική οδύσσεια. Ο 16ος αιώνας ξεκίνησε ένδοξα, με μεγάλες εκστρατείες και τους Ολλανδούς και τους Αγγλους, γεμάτους απληστία, να εποφθαλμιούν τις ισπανικές κτήσεις στην Αμερική και στην Ασία. Η ισπανική αυτοκρατορία λειτούργησε σαν κόκκινο πανί στην ιστορία της πειρατείας: Ενέπνευσε αποτρόπαια και ζοφερά όνειρα, απληστία και επιθυμία για εκδίκηση σε πολλά μοχθηρά μυαλά. Και είναι κάτι περισσότερο από προφανές το γεγονός ότι, αν η εν λόγω αυτοκρατορία έπαψε να είναι αυτοκρατορία, αυτό οφείλεται, εν μέρει, στην ανελέητη δράση των πειρατών καθ΄ όλη τη διάρκεια δύο αιώνων· δύο αιώνων που σημαδεύτηκαν από αμέτρητες επιδρομές, λεηλασίες, αρπαγές και ληστείες.

Βασιλικές ευλογίες
Ενας από αυτούς που ευθύνονται περισσότερο για την κατάπτωση του ισπανικού Στέμματος ήταν ο Φράνσις Ντρέικ, ο οποίος γεννήθηκε στο Τάβιστοκ του Ντεβονσάιρ το 1539 και βγήκε από πολύ νέος στη θάλασσα. Ταξίδεψε με τον Χόκινς στο νησί της Ισπανιόλας μεταφέροντας μαύρους σκλάβους από την Αφρική, αλλά δέχτηκε επίθεση από τους Ισπανούς και έχασε το φορτίο του και τα καράβια του. Σε αντίποινα προς τους Ισπανούς έγινε κουρσάρος με σκοπό να τους αρπάξει τον θησαυρό τον οποίο, αν πίστευε κανείς τις φήμες που κυκλοφορούσαν, σκόπευαν να μεταφέρουν από τον Παναμά στην Ισπανία μέσω του ισθμού του Ντάριεν. Το να γίνει κανείς κουρσάρος (και, πιο συγκεκριμένα, «buccaneer», όπως είναι ο ακριβής αγγλικός όρος για την πειρατική δραστηριότητα αυτού του είδους) σήμαινε να αποκτήσει μια άδεια για να ληστεύει και να λεηλατεί με τη συγκατάθεση του βασιλιά ή άλλων κυβερνητών και, φυσικά, αποκλειστικά πλοία με εχθρική σημαία. Η βασίλισσα Ελισάβετ Α΄, εντυπωσιασμένη από τον σερ Ντρέικ, είναι ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα του πώς οι βασιλιάδες κατέληξαν να νομιμοποιήσουν και να θεσμοποιήσουν την πειρατεία, κυρίως όταν αυτή αύξανε την περιουσία τους.

Οι πειρατές αποτελούσαν μια παράξενη κοινότητα η οποία τον 17ο και τον 18ο αιώνα είχε μάλιστα στο νησί Τορτούγα μια διεθνή βάση: Την περίφημη συμμορία των Αδελφών της Ακτής, ένα φυτώριο καταδίκων και παρανόμων της θάλασσας από όλες τις φυλές και όλες τις εθνικότητες, απατεώνων που η καρδιά τους είχε αιχμαλωτιστεί από την ομίχλη του ωκεανού, «κακών παιδιών» που δεν τα ικανοποιούσε ένας τακτοποιημένος κόσμος, ένας κόσμος τον οποίον όριζαν νόμοι που δεν εξυπηρετούσαν πάντα τα ατομικά τους συμφέροντα. Μια αδελφότητα που συγκέντρωσε τύπους τόσο θηριώδεις όσο και θρυλικούς: τον Πιερ Λε Γκραντ, τον αρχιπειρατή Ρόμπερτς, τον Λιούις, τον Αγκραμοντ, τον Λόου…

Αλλά οι αιώνες κύλησαν εις βάρος εκείνων των λουθηρανών αιρετικών, όπως αφελώς τους αποκαλούσαν στην καθολική Ισπανία, την οποία ανησυχούσε όχι μόνο το γεγονός ότι οι άνδρες αυτοί (και οι γυναίκες) λεηλατούσαν τα πλοία της κατά τις τρομερές τους επιδρομές, αλλά κυρίως ότι υπονόμευαν σταθερά και απροκάλυπτα την καθολική πίστη της οποίας υπέρμαχος ήταν ο ισπανικός θρόνος. Στον 19ο αιώνα οι τεχνολογικές πρόοδοι που σημειώθηκαν στις επικοινωνίες και στα συστήματα άμυνας έβαλαν ένα φρένο στη δράση των εγκληματικών αυτών στοιχείων. Οι πειρατές, όντας πολύ αγροίκοι, δεν διακρίθηκαν ποτέ για την καλή τους σχέση με τις επιστημονικές εξελίξεις, με αποτέλεσμα να νικηθούν από τις δυνάμεις του νόμου και της τάξης.

Κάλεσμα ελευθερίας
Τον 19ο αιώνα για την ακρίβεια έδρασε η κινέζα πειρατίνα Τσινγκ Σι ή Τσενγκ ι Σάο (1775-1844), διότι η χίμαιρα της πειρατείας, με το μανιασμένο και ατίθασο πνεύμα που τη χαρακτηρίζει, δεν μπορούσε να αποκλείσει τις γυναίκες. Η Ιρλανδή Γκρέις Ο΄ Μάλεϊ, τον 16ο αιώνα, είχε τη βάση της στο νησί της Κλερ στο Κλιου Μπέι της Ιρλανδίας. Μια άλλη Ιρλανδή (οι Ιρλανδοί είναι θερμόαιμοι και ήταν πάντα έτοιμοι να ριχτούν σε αιματοβαμμένες περιπέτειες στους ωκεανούς), η Αν Μπόνεϊ, κόρη επιφανούς δικηγόρου, ξεκίνησε την καριέρα της τον 17ο αιώνα μαχαιρώνοντας μια κοπέλα και κατέληξε παντρεμένη με έναν πειρατή περιορισμένης εμβελείας, ο οποίος την πήρε μαζί του στις Μπαχάμες ώσπου η νέα τον εγκατέλειψε για άλλον πλουσιότερο τυχοδιώκτη: Τον Καλίκο Τζακ, με τον οποίον απέκτησε ένα παιδί, τη φροντίδα του οποίου ανέθεσε σε κάποιους γνωστούς της στην Κούβα για να μπορεί να δρα ανενόχλητη στη θάλασσα και να επιδεικνύει την ικανότητά της στο μαχαίρι και στο πιστόλι. Ωσπου ερωτεύτηκε τη Μαίρη Ριντ, μια νεαρή Αγγλίδα που είχε μεταμφιεστεί σε πειρατή και έκλεψε την καρδιά της Αν, και πιθανότατα όχι μόνο (ως γνωστόν, οι πειρατές αρπάζουν ό,τι βρουν). Καταδικάστηκαν και οι δύο σε θάνατο αλλά η μία εκ των δύο απαλλάχθηκε από την ποινή της λόγω της εγκυμοσύνης της. Σαρλότ ντε Μπέρι, Φάνι Κάμπελ, Αν Μιλς… Οι γυναίκες ένιωσαν το κάλεσμα της πειρατείας που ήταν, ταυτόχρονα, και κάλεσμα ελευθερίας. Αν ο οποιοσδήποτε αιρετικός, κοινωνικά ξεπεσμένος, στασιαστής σκλάβος ή ταραξίας είχε θέση στην πειρατική αδελφότητα, το ίδιο ίσχυε και για τις γυναίκες. Το άρωμα γυναίκας, η odor di femina, διείσδυσε στα καράβια αλλά πάντα μέσω γυναικών- πολλές εκ των οποίων ήταν χήρες-, οι οποίες συμπεριφέρονταν σαν αυθεντικοί άνδρες ή καλύτερα ξεπερνούσαν τους άνδρες σε ανδρεία, ικανότητα και σκληρότητα.

Ο κύριος της κυρίας
Ο Γιουέντσε Γιουνγκ Λουν διηγήθηκε την ιστορία της κινεζικής πειρατείας από το 1807 ως το 1810 προσπαθώντας να μας αποκρύψει τη θλιβερή και βάρβαρη ιστορία των ασιατικών πειρατικών ωμοτήτων. Στην Κίνα όλα ήταν εκλεπτυσμένα, ακόμη και η φρικαλεότητα. Επιπλέον η κινεζική πειρατεία των αρχών του 19ου αιώνα περιοριζόταν στη μονοκρατορία μιας γυναίκας, της Τσινγκ Σι, που αναμφίβολα της προσέδωσε τη χάρη, τη λεπτότητα και την κομψότητα του αδύναμου φύλου. Αδύναμου; Τρόπος του λέγειν… Κάποια μέρα η κυρία Τσινγκ έγινε σύζυγος του κυρίου Τσινγκ, που από το 1797 διοικούσε την κοινοπραξία των πειρατών. Τα πλοία του σκορπούσαν χωρίς φραγμούς τον τρόμο στα μήκη και στα πλάτη όλων των ποταμών και των θαλασσών ώσπου ο αυτοκράτορας, αγανακτισμένος από την αρπαγή και το μακελειό, όρισε τον Τσινγκ υπεύθυνο των αυτοκρατορικών στάβλων, έναν τίτλο που δεν θα δυσαρεστούσε καθόλου τον σερ Φράνσις Ντρέικ.

Σε αυτό το σημείο η αφήγηση παρουσιάζει την εξής αντίφαση: Σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή, ο Τσινγκ περιφρόνησε τις αυτοκρατορικές τιμές και συνέχισε να ξεκοιλιάζει τους κατοίκους του Ανάμ και της Κοτσιντσίνα (σημερινό Βιετνάμ) ώσπου αυτοί οι δύστυχοι, σε μια προσπάθεια άμυνας, τον σκότωσαν εκμεταλλευόμενοι την απροσεξία του σε μια αψιμαχία. Αλλοι, αντιθέτως, διηγούνται ότι ο Τσινγκ φούσκωσε σαν παγόνι όταν έλαβε τον νέο του τίτλο και, φυσικά, από τη στιγμή που του ανατέθηκε αυτό το αξίωμα άρχισε να χάνει την… ενεργητικότητά του, ώσπου οι συνάδελφοί του στην κοινοπραξία, απογοητευμένοι από τις κραυγαλέες ανοησίες και την επιδειξιμανία του αρχηγού τους, του σέρβιραν ένα πιάτο με δηλητηριώδεις κάμπιες γαρνιρισμένο με νόστιμο ρύζι. Οπως και να ΄χει, το θέμα είναι ότι ο Τσινγκ πέθανε και, κατά πάσα πιθανότητα, όχι από φυσικά αίτια.

Η χήρα του όχι μόνο δεν έπεσε απαρηγόρητη σε κατάθλιψη, αλλά ανέλαβε την οικογενειακή επιχείρηση παίρνοντας αμέσως τη θέση του συζύγου της. Και χειρίστηκε τη διοίκηση και τα οικονομικά με ατσαλένια πυγμή. Ο Μπόρχες την περιγράφει ως «μια γυναίκα αδύνατη και στεγνή, με νυσταγμένα μάτια και χαμόγελο που άφηνε να φανούν τα σάπια δόντια της. Τα μαύρα, λαδωμένα μαλλιά ήταν πιο λαμπερά από τα μάτια της». Εγώ πάλι προτιμώ να τη φαντάζομαι κάπως σαν τη γυναίκα που περιγράφει το κινεζικό ποίημα του 14ου αιώνα: «Παγιδευμένη από τον απαλό αέρα, η μεταξένια φούστα της κυματίζει και ανασηκώνεται. Ο λωτός ανθίζει στα στενά της παπούτσια, θα ΄λεγες πως μπορεί να σταθεί πάνω στα νερά του φθινοπώρου. Η μύτη των παπουτσιών της δεν προβάλλει κάτω από τη φούστα από φόβο μήπως και φανούν τα μικρά κεντήματα».

Οι αρχές της χήρας

Η Τσινγκ Σι εν δράσει. Η κινέζα πειρατίνα είχε υπό τις διαταγές της έξι μοίρες με 500 πλοία και κατετρόπωσε το 1808 τον αυτοκρατορικό στόλο του ναυάρχου Κουό Λανγκ (ΜΑΧΡΡΡ/WWW.ΙΜL.GR)

Δεν ξέρω αν η κυρία Τσινγκ έδενε τα πόδια της στην εποχή της. Εκείνη την εποχή τα δεμένα πόδια ήταν σύμβολο αγνότητας και κρατούσαν τη γυναίκα κλεισμένη στο σπίτι καθιστώντας την ανίκανη να απομακρυνθεί από αυτό. Η κυρία Τσινγκ πήγε όπου ήθελε. Επίσης, όμως, είναι βέβαιο ότι τα κινεζικά ερωτικά εγχειρίδια ήταν αρκετά συγκεκριμένα όσον αφορά τη χρήση των δεμένων ποδιών ως ερωτογενών ζωνών και αποτελούσαν μια αυθεντική σεξουαλική εμμονή.

Με πόδια δεμένα ή όχι, η κυρία Τσινγκ μετατράπηκε στην απόλυτη βασίλισσα έξι τεράστιων μοιρών με 500 πλοία των 15-200 τόνων το καθένα, εξοπλισμένων με 25 κανόνια σε κάθε πλευρά. Καθόλου άσχημα για μια γυναίκα σαν και αυτή. Τα χρώματα της σημαίας ήταν κόκκινο, πράσινο, κίτρινο, βιολετί και μαύρο και η έκτη μοίρα έφερε το έμβλημα ενός φιδιού. Οι διοικητές της είχαν ονόματα εκλεπτυσμένα όπως Πουλί και Πυρόλιθος, Ψηλός Ηλιος, Στολίδι Ολου του Πληρώματος και Χύτρα Γεμάτη Ψάρια. Αν και θα μπορούσαμε να αντιτείνουμε ότι τα ονόματα αυτών των αχρείων ήταν σαχλά μάλλον παρά κομψά, η αλήθεια είναι ότι οι αρχηγοί υπέβαλλαν τους άνδρες τους σε ένα καθεστώς κάθε άλλο παρά εκλεπτυσμένο. Ο κανονισμός της κυρίας Τσινγκ δεν ήταν καθόλου ήπιος και όριζε με απόλυτη σαφήνεια ότι «αν ένας άνδρας βγει στην ξηρά για λογαριασμό του ή αν διαπράξει την επονομαζόμενη πράξη της “παραβίασης των συνόρων” θα του τρυπιούνται τα αφτιά με τρυπάνι ενώπιον όλου του στόλου, ενώ σε περίπτωση επανάληψης του λάθους του θα θανατώνεται». Επίσης είχε απαγορεύσει την «οικειοποίηση του παραμικρότερου αντικειμένου από τα λάφυρα κάθε κλοπής και πλιάτσικου. Τα πάντα θα καταγράφονται και ο πειρατής θα λαμβάνει τα δύο δέκατα της λείας· τα υπόλοιπα οκτώ θα πηγαίνουν στο επονομαζόμενο γενικό ταμείο. Οποιος οικειοποιείται οτιδήποτε από το γενικό ταμείο θα τιμωρείται με θάνατο».

Ασκήσεις διοίκησης
Η χήρα, όπως μερικοί τύραννοι της ελληνικής αρχαιότητας, όταν έπρεπε να αποφασίσει πώς θα τιμωρήσει μια παράβαση, το πρώτο πράγμα που σκεφτόταν- όσο ασήμαντο και αν ήταν το παράπτωμα- ήταν να επιβάλει την ποινή του θανάτου, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να σκεφτεί καλύτερη ή πιο παραδειγματική τιμωρία για τα υπέρτατα σφάλματα: «Κανείς δεν θα πρέπει να αποπλανεί για προσωπική του ευχαρίστηση τις αιχμάλωτες γυναίκες από τις πόλεις ή την ύπαιθρο τις οποίες φέρνει στο καράβι. Η χρήση βίας απέναντι σε μια γυναίκα χωρίς την άδεια του υπευθύνου θα τιμωρείται με θάνατο».

Η χήρα Τσινγκ ήταν τόσο διεκπεραιωτική όσο και ο Ναπολέων και με αντίστοιχη αποτελεσματικότητα, όπως μπορεί να συμπεράνει κανείς. Σύντομα απαγόρευσε να γίνεται λόγος για λάφυρα ή λεία- λέξεις με βάρβαρες, σχεδόν δυτικές αποχρώσεις- και αναφερόταν στον καρπό των αρπαγών ως «μετεπιβιβαζόμενα προϊόντα», μια έκφραση που θυμίζει μεταβιομηχανική και παγκοσμιοποιημένη άσκηση ύφους, απόλυτα μοντέρνα.

Το 1808, ενόσω οι άνδρες του μικρού της στρατού περνούσαν την ώρα τους βουτώντας στη λάσπη των βούρλων, παίζοντας χαρτιά, μαγειρεύοντας κάμπιες ή αλείφοντας το σώμα τους με λιωμένο σκόρδο πριν από μια επιδρομή, ένας αυτοκρατορικός στόλος, εντυπωσιακός ακόμη και για την κυρία Τσινγκ, της επιτέθηκε χωρίς έλεος ώσπου τα πτώματα που έπλεαν στη θάλασσα ήταν τόσα που μπορούσες εύκολα να τα μπερδέψεις με τα αφρισμένα κύματα. Αλλά η χήρα με τα τεχνάσματά της, τις προφητείες της, το γκονγκ της και τα τύμπανά της, σε συνδυασμό με τη αγριάδα και τη γοητεία της, κέρδισε τη μάχη. Ο αυτοκρατορικός ναύαρχος Κουό Λανγκ δεν κατάφερε να ξεπεράσει την ήττα και κατέληξε να αυτοκτονήσει ύστερα από μια κάθε άλλο παρά τιμητική λογομαχία με τον πληρεξούσιο της χήρας, τον νεαρό και καλοθρεμμένο Πάο, έναν τύπο ικανό να κλαίει σαν μικρό παιδί και να βγάζει στομφώδεις φιλοσοφικούς λόγους με ποιητικό ύφος όπως ο ακόλουθος: «Είμαστε σαν τους ατμούς που σκορπίζει ο άνεμος, σαν τα κύματα της θάλασσας που αναταράζει ο ανεμοστρόβιλος. Σαν σπασμένα μπαμπού στη θάλασσα, επιπλέουμε και βυθιζόμαστε ξανά και ξανά χωρίς ποτέ να αναπαυόμαστε. Οι επιτυχίες μας στην αιματηρή μάχη θα μας υποχρεώσουν να αντέξουμε το βάρος των ενωμένων δυνάμεων του κυβερνήτη.Αν αρχίσουν να μας καταδιώκουν στα κανάλια και στους κόλπους της θάλασσας,με τους χάρτες που έχουν στην κατοχή τους, δεν θα υποχρεωθούμε να καταβάλουμε μεγάλες προσπάθειες;».

Μια πολύ τρυφερή, καλοπροαίρετη δήλωση, αν και όχι ιδιαίτερα χρήσιμη αφού, μόλις τελειώσουν τα χρήματα, αυτός και η χήρα μαζί με τα υπόλοιπα μέλη του στόλου ρίχνονται και πάλι στη θάλασσα για να σκοτώσουν, να λεηλατήσουν και να βιάσουν νεαρές κοπέλες τις οποίες στη συνέχεια πουλούν ακριβά στο Μακάο.

Με το μαχαίρι στο χέρι
Η επιχείρηση της χήρας εξακολουθεί να ανθεί για έναν ατελείωτο ακόμη χρόνο ως τη στιγμή που ο αυτοκράτορας της στέλνει ως δώρο έναν νέο ναύαρχο, τον Τσουέν Μον Σουν, ο οποίος την υποχρέωσε να αντιμετωπίσει μια διαρκή και επίμονη σταυροφορία που την εξάντλησε και τη νίκησε ταπεινωτικά. Τα χρονικά αναφέρουν ότι οι άνθρωποί της αγωνίστηκαν με γενναιότητα και αφηγούνται το περιστατικό μιας πειρατίνας, η οποία, οπλισμένη με ένα μαχαίρι σε κάθε χέρι, κατάσφαξε κάμποσους στρατιώτες του αυτοκράτορα προτού η ίδια πέσει νεκρή στο αμπάρι.

Παρ΄ όλ΄ αυτά η χήρα Τσινγκ καταφέρνει να επανεξοπλιστεί και συνεχίζει τη δράση της διοικώντας μοίρες κάθε φορά πιο ενισχυμένες, ισοπεδώνοντας χωριά και σπέρνοντας τον τρόμο σε ξηρά και θάλασσα σαν άγγελος θανάτου.

Το Πεκίνο τής στέλνει έναν αρχιπολεμιστή από τους πιο τρομερούς και επίφοβους, τον Τινγκ Κβέι, και η κυρία είναι στα πρόθυρα να πέσει στα γόνατα, ηττημένη από την παρουσία του και μόνο. Ο ναύαρχος εισβάλλει στη θάλασσα με έναν αναρίθμητο στόλο εξοπλισμένο με αστρολόγους και πολεμικές μηχανές.

Ο Μπόρχες αφηγήθηκε το περιστατικό λέγοντας: «Η χήρα θλιβόταν και συλλογιόταν. Οταν το είδε στον ουρανό και στο κοκκινωπό νερό το γιομάτο φεγγάρι, η ιστορία έμοιαζε να φθάνει στο τέλος της. Κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει αν ο πέλεκυς που θα έπεφτε πάνω στη σκύλα θα ήταν ο πέλεκυς μιας άνευ όρων συγχώρεσης ή μιας άνευ όρων τιμωρίας, ωστόσο το τέλος πλησίαζε. Η χήρα κατάλαβε. Πέταξε τα δυο της σπαθιά στο ποτάμι, γονάτισε πάνω σε μια σανίδα και διέταξε να την οδηγήσουν ως την αυτοκρατορική ναυαρχίδα. Σουρούπωνε. Ο ουρανός ήταν γεμάτος δράκους, αυτή τη φορά κίτρινους. Η χήρα μουρμούριζε κάποιες λέξεις: “Η σκύλα ψάχνει το φτερό του δράκου” είπε ανεβαίνοντας στο πλοίο». Τέλος σε δύο εκδοχές
Εκτός από τα υπέροχα αφηγηματικά ευρήματα του Μπόρχες, τα χρονικά- όπως πάντα- δίνουν δύο διαφορετικές εκδοχές για το τέλος της χήρας Τσινγκ, όπως συνέβη και στην περίπτωση του συζύγου της. Σύμφωνα με κάποιους, ήλθε σε συμφωνία με την κυβέρνηση και κατέληξε να διοικεί μια επιχείρηση λαθρεμπορίου οπίου. Για άλλη μία φορά δραστήρια επικεφαλής μιας επιχείρησης, και κάθε άλλο παρά μετριοπαθής, ονομάστηκε Λάμψη της Αληθινής Γνώσης και ίσως για πρώτη φορά στη ζωή της ένιωσε ικανοποιημένη.

Σύμφωνα με την άλλη εκδοχή, αποσύρθηκε από τις επιχειρηματικές δραστηριότητες και παντρεύτηκε έναν κυβερνήτη. Αν όντως συνέβη αυτό, δεν ξέρουμε με βεβαιότητα αν χήρεψε ξανά ή αν, αντιθέτως, κάποια μέρα άφησε χήρο εκείνο τον άγιο άνδρα που είχε την τόλμη να την παντρευτεί.