Επιστέγασμα όλων των καλλιτεχνικών επιτευγμάτων είχε χαρακτηρίσει το έργο του Μιχαήλ Αγγέλου ο βιογράφος του, Τζιόρτζιο Βαζάρι. Οι σύγχρονοί του τον αποκάλεσαν «Ιl Divino» («Ο Θεϊκός»). Και τον θαύμασαν για την «terribilit » του, την ικανότητά του να εμπνέει δέος.

Κι όμως, ως ζωγράφος εκτιμήθηκε λιγότερο απ΄ όσο θα περίμενε κανείς και όχι μόνο από κατοπινούς ιστορικούς που είχαν το πλεονέκτημα της απόστασης, αλλά και από συγχρόνους του, έστω και αν του είχαν ανατεθεί παραγγελίες μεγάλης σημασίας, όπως η οροφή και το τέμπλο της Καπέλα Σιξτίνα. Λέγεται μάλιστα, σύμφωνα με αφήγηση του ίδιου του Μιχαήλ Αγγέλου, ότι και αυτή την παραγγελία, τη σπουδαιότερη ίσως και πάντως τη διασημότερη της ζωής του, την έλαβε κατόπιν μεσολάβησης των συγχρόνων του Ραφαήλ και Μπραμάντε. Οι ομότεχνοί του ωστόσο δεν τον πρότειναν για να βοηθήσουν τη σταδιοδρομία του, αλλά επειδή πίστευαν ότι θα αποτύγχανε, έτσι ώστε η σύγκριση να αποβεί υπέρ του Ραφαήλ, ο οποίος τότε εθεωρείτο ο μεγαλύτερος ζωγράφος νωπογραφιών. Μολονότι η ιστορία ουδέποτε έχει αποδειχθεί και μπορεί απλώς να αντανακλά τις ανασφάλειες του ίδιου του Μιχαήλ Αγγέλου, το γεγονός παραμένει ότι ούτε ο ίδιος αντιλαμβανόταν τη ζωγραφική ως το υψηλότερο μέσο ενός καλλιτέχνη. Ισως ο λόγος γι΄ αυτό ήταν ότι, σε αντίθεση με τον μεγάλο του αντίπαλο για τον τίτλο του «μεγαλύτερου καλλιτέχνη όλων των εποχών», τον Λεονάρντο ντα Βίντσι, ο Μιχαήλ Αγγελος δεν πίστευε ότι η μίμηση της φύσης ήταν το ζητούμενο για έναν καλλιτέχνη. Στον αντίποδα των πεποιθήσεων του Ντα Βίντσι-«Ο καθρέπτης πάνω απ΄ όλα, ο καθρέπτης είναι ο δάσκαλός μας»είχε πει ο δημιουργός της Μόνα Λίζα-, ο Μιχαήλ Αγγελος πίστευε ότι η φύση ήταν κάτι που έπρεπε να ξεπεραστεί, καθήκον του καλλιτέχνη ήταν να απελευθερώσει τις μορφές που κρύβονταν στην ύλη. Ισως γι΄ αυτό προτίμησε τη γλυπτική, εκεί όπου ήταν φανερό πώς μια μορφή σιγά σιγά μπορούσε να αναφανεί από ένα άψυχο κομμάτι μάρμαρο. Ισως γι΄ αυτό, πάλι, δεν μας άφησε καμία αυτοπροσωπογραφία του, κάτι που να συνδέει τη φθαρτή και πρόσκαιρή του ύπαρξη με τις «θεϊκές» μορφές που προσπαθούσε να λυτρώσει. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζαμε ως πρόσφατα.

Η μεγάλη αποκάλυψη συνέβη προ ημερών: μια αυτοπροσωπογραφία του Μιχαήλ Αγγέλου αποκαλύφθηκε στον τελευταίο πίνακά του, τη «Σταύρωση του Αγίου Πέτρου», που βρίσκεται στην Καπέλα Παολίνα του Βατικανού. Η εκκλησιαστική παράδοση αφηγείται ότι ο Αγιος Πέτρος μαρτύρησε ανάμεσα στο 64 και στο 67, επί των ημερών του Νέρωνα. Βέβαια, το περιστατικό δεν απαντάται στην Καινή Διαθήκη αλλά στις απόκρυφες Πράξεις Πέτρου, οι οποίες κατά πάσα πιθανό τητα γράφτηκαν κάπου στη Μικρά Ασία τον 2ο αιώνα.

Ωστόσο, ειδικά η Καθολική Εκκλησία, για την οποία ο Αγιος Πέτρος, ως ο πρώτος Πάπας, αποτελεί μια πολύ σημαντική φυσιογνωμία, έχει οικειοποιηθεί την αφήγηση, σύμφωνα με την οποία ο Αγιος Πέτρος ζήτησε να σταυρωθεί ανάποδα, ώστε να μην εξισωθεί ούτε στον θάνατό του με τον Κύριό του, τον Ιησού.

Η Καπέλα Παολίνα είναι ένα διάσημο παρεκκλήσιο του Βατικανού. Διάσημο, μολονότι δεν είναι ανοιχτό στο κοινό, καθ΄ ότι το χωρίζει από την ΚαπέλαΣιξτίνα μόλις μία αίθουσα, η λεγόμενη Sala Regia («Βασιλική Αίθουσα»). Οικοδομήθηκε έπειτα από απόφαση του Πάπα Παύλου Γ΄ (εξ ου και «Παολίνα») και ολοκληρώθηκε το 1540, υπό την αρχιτεκτονική διεύθυνση του Αντόνιο ντα Σανγκάλο του νεότερου. Η Καπέλα Παολίνα εξακολουθεί να είναι ιδιαίτερα σημαντική ακόμη και σήμερα, καθ΄ ότι εκεί συγκεντρώνεται το Ιερό Κολέγιο των καρδιναλίων για να ακούσει το κήρυγμα, προτού αποσυρθεί στην Καπέλα Σιξτίνα για την εκλογή νέου Πάπα.

Ο Μιχαήλ Αγγελος ανέλαβε την παραγγελία να διακοσμήσει το παρεκκλήσιο το 1542 και ολοκλήρωσε τις δύο νωπογραφίες (η άλλη είναι η «Μεταστροφή του Σαούλ») το 1549. Παρ΄ ότι βρισκόταν στην κορυφή της φήμης του, τα δύο έργα θεωρήθηκαν αποτυχίες και, παρά τη σημασία του παρεκκλησίου, παρέμειναν σχετικώς άσημα, ιδιαίτερα σε σύγκριση με τον γειτονικό διάκοσμο της Καπέλα Σιξτίνα. Ο Μιχαήλ Αγγελος στο εξής, και ως τον θάνατό του το 1564, αφοσιώθηκε στη γλυπτική και στην αρχιτεκτονική.

Η μοίρα όμως της- μάλλον παραμελημένης- Καπέλα Παολίνα μοιάζει να βελτιώνεται: Ο διευθυντής του Τμήματος Συντήρησης Ζωγραφικής του Βατικανού Μαουρίτσιο ντε Λούκα δήλωσε ότι η ανακάλυψη, πιθανότατα η μόνη ξεκάθαρη αυτοπροσωπογραφία του Μιχαήλ Αγγέλου που υπάρχει, είναι «εκπληκτική και συγκινητική»και ότι αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία επειδή εντοπίστηκε στο τελευταίο έργο που ζωγράφισε ο καλλιτέχνης.

Τα πρώτα ερεθιστικά στοιχεία άρχισαν να εμφανίζονται κατά τη διάρκεια μιας μακράς συντήρησης του έργου που ξεκίνησε το 2004. Ως τότε ουδείς είχε υποψιαστεί ποια ήταν η φυσιογνωμία στην πάνω αριστερά γωνία του πίνακα. Αλλά καθώς η συντήρηση προχωρούσε (διήρκεσε πέντε χρόνια και κόστισε περίπου 4,5 εκατ. ευρώ), οι ειδικοί άρχισαν να διερωτώνται μήπως επρόκειτο για τον ίδιο τον καλλιτέχνη. Και όταν συνέκριναν τα χαρακτηριστικά του προσώπου με αυτά σε προσωπογραφίες του Μιχαήλ Αγγέλου που έχουν ζωγραφίσει άλλοι καλλιτέχνες, το συμπέρασμα ήταν αναπόφευκτο.«Αυτό που έκανε την εμφάνισή του ήταν ένα όψιμο έργο του Μιχαήλ Αγγέλου ιδωμένο υπό νέο φως, ένα έργο που σήμανε το τέλος της ζωγραφικής του, καθώς αφοσιώθηκε στη γλυπτική και στην αρχιτεκτονική»είπε ο κ. Ντε Λούκα. Πρόσθεσε ότι, ύστερα από έρευνα μηνών και πολλές συζητήσεις με ορισμένους από τους κορυφαίους ειδικούς στον κόσμο, είναι πλέον πεπεισμένος ότι ο καλλιτέχνης ζωγράφισε τον εαυτό του στη νωπογραφία. Η φυσιογνωμία που αναγνωρίστηκε ως ο καλλιτέχνης είναι ο ένας από τους τρεις ιππείς που εμφανίζονται στον πίνακα, φορώντας μπλε τουρμπάνι.

Η αποκάλυψη της αυτοπροσωπογραφίας βέβαια λέει περισσότερα για εμάς παρά για τον Μιχαήλ Αγγελο. Δεν διαλευκαίνει ιδιαίτερα τη μυστηριώδη ζωή του, ούτε μας αποκαλύπτει γιατί επέλεξε να αφήσει τόσο λίγα τεκμήρια του εαυτού του. Μας επιτρέπει ωστόσο έστω μια κλεφτή ματιά σε έναν από τους ελάχιστους καλλιτέχνες που θα μπορούσαμε με κάποια σοβαρότητα να θεωρήσουμε ως τον μεγαλύτερο όλων των εποχών.