Λίγοι λατρεύονται όσο ο Μάθιου Μπάρνεϊ από τους οπαδούς του, εδώ και σχεδόν δύο δεκαετίες. Ωστόσο, οι πειστικές εξηγήσεις για το τι στην πραγματικότητα συμβαίνει στη δουλειά του σπανίζουν, όπως άλλωστε υπανίσσονται και τα ως άνω παραθέματα. Οι πιο τολμηροί επικριτές του υποστηρίζουν ότι η σοβαροφάνειά του τού στερεί τα εύσημα του καλού κωμικού. Οι φανατικοί θαυμαστές του θεωρούν ότι ο συμβολικός του κόσμος ανατέμνει την ανθρώπινη κατάσταση με πρωτοφανή τρόπο- αλλά αυτοί μοιράζονται, κατά τους τολμηρούς επικριτές, τη σοβαροφάνεια του καλλιτέχνη. Η αφήγηση της ιστορίας της τέχνης, πάντως, μοιάζει να του επιφυλάσσει διόλου ευκαταφρόνητη θέση στο πάνθεον, αν τουλάχιστον κρίνει κανείς από τη λατρεία με την οποία τον περιβάλλουν τα ευαγέστερα καλλιτεχνικά ιδρύματα ανά τον κόσμο. Ο ίδιος, πάλι, δεν λέει πολλά. Δύσκολα μιλάει για τη δουλειά του και όταν το κάνει αυτά που λέει μοιάζουν λιγότερο σαν εξήγηση ή έστω ερμηνεία και περισσότερο σαν μία ακόμη στρώση μετασουρεαλιστικών συνδέσεων, ένα ακόμη επίπεδο ενός συγκοπτόμενου παραληρήματος.

Σε περίπου δύο εβδομάδες θα έχουμε την ευκαιρία να τον δούμε από κοντά καθώς το Ιδρυμα ΔΕΣΤΕ θα εγκαινιάσει έναν από τους πιο πρωτότυπους χώρους- «μυστηριώδη» και «φορτισμένο με πληθώρα συνειρμών», όπως επισημαίνουν οι υπεύθυνοι του Ιδρύματος- που έχει χρησιμοποιήσει ως σήμερα. Πρόκειται για τα παλιά σφαγεία της Υδρας, όπου ο Μάθιου Μπάρνεϊ και η Ελίζαμπεθ Πέιτον θα παρουσιάσουν από τις 17 Ιουνίου μια εγκατάσταση ειδικά σχεδιασμένη για αυτόν τον χώρο. Η έκθεση, η οποία σηματοδοτεί και την πρώτη συνεργασία μεταξύ των δύο καλλιτεχνών, θα διαρκέσει ως τις 30 Σεπτεμβρίου.

Για την εγκατάσταση δεν ξέρουμε πολλά και τα λίγα που διαρρέουν κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας μάλλον επιτείνουν τη νεφελώδη αίσθηση που συνοδεύει τον Μπάρνεϊ παρά διασαφηνίζουν οτιδήποτε. Γνωρίζουμε, φέρ΄ ειπείν, ότι η εγκατάσταση θα προκύψει από μια performance. Γνωρίζουμε επίσης, αν και όχι με βεβαιότητα, ότι η performance περιλαμβάνει αναμενόμενα στοιχεία, όπως τη ζωγραφική, και όχι τόσο αναμενόμενα, όπως την εκπαίδευση μελισσών να ακολουθούν μια συγκεκριμένη πορεία, καθώς και έναν καρχαρία ιδιαιτέρου χρώματος, ο οποίος έχει ήδη δοκιμάσει τις αντοχές των εργαζομένων σε κεντρικό πολυτελές ξενοδοχείο.

Αυτά βέβαια δεν θα έπρεπε να εκπλήσσουν όποιον έχει επαφή με το σύμπαν του Μάθιου Μπάρνεϊ. Γεννημένος το 1967 στο Σαν Φρανσίσκο, ο Μπάρνεϊ μεγάλωσε στο Μπόις του Αϊνταχο και ως νέος ασχολήθηκε με την πάλη και το αμερικανικό ποδόσφαιρο. Εγκατέλειψε τον αθλητισμό, στον οποίο ήταν ιδιαιτέρως επιτυχημένος, όταν ένας κυνηγός ταλέντων τον στρατολόγησε ως μοντέλο- μια δουλειά που του επέτρεψε να χρηματοδοτήσει τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Υale. Εκεί αρχικά εισήχθη ως φοιτητής Ιατρικής αλλά έπειτα από δύο εξάμηνα στράφηκε στην τέχνη. Οι πρωτότυπες συλλήψεις του αναγνωρίστηκαν αμέσως και του επετράπη να μεταπηδήσει στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών προτού ολοκληρώσει το προπτυχιακό. Αποφοίτησε το 1989 και μετακόμισε στη Νέα Υόρκη. Το βίντεο με τίτλο «Field Dressing», το οποίο είχε γυρίσει για την πτυχιακή του εργασία, περιλήφθηκε σε μια ομαδική έκθεση στην γκαλερί Αlthea Viafora της Νέας Υόρκης. Το βίντεο εντυπωσίασε αρκετούς, ανάμεσά τους και κάποιον που σύστησε τον καλλιτέχνη στην Μπάρμπαρα Γλάντστοουν, την ιδιοκτήτρια της ομώνυμης, πασίγνωστης γκαλερί. Ωστόσο, την πρώτη του ατομική ο Μπάρνεϊ δεν την έκανε στον χώρο της Γκλάστοουν αλλά σε αυτόν του γιου της, ονόματι Στιούαρτ Ρέγκεν, στην γκαλερί Regen Ρrojects του Λος Αντζελες. Η έκθεση έκανε αίσθηση και το έγκυρο περιοδικό «Αrtforum» κυκλοφόρησε με τον νέο καλλιτέχνη στο εξώφυλλο. Η επιτυχία δεν περιορίστηκε εκεί. Σύντομα έκανε την πολυπόθητη έκθεση στην γκαλερί Βarbara Gladstone και ξεκίνησε να δέχεται προτάσεις για συμμετοχές σε μεγάλες, σημαντικές εκθέσεις, όπως η 9η Documenta του Κάσελ, η Μπιενάλε του Μουσείου Whitney και η Μπιενάλε της Βενετίας.

Το 1994 ο Μάθιου Μπάρνεϊ παρουσίασε την πρώτη ταινία του κύκλου «Cremaster», το, κατά κοινή ομολογία, σπουδαιότερο δημιούργημά του, αυτό που τον έκανε διάσημο σε όλον τον κόσμο. (Οι αριθμοί στους τίτλους των ταινιών δεν βγάζουν χρονολογικό νόημα, πράγμα μάλλον αναμενόμενο από τον Μπάρνεϊ: πρώτα κυκλοφόρησε το 4, μετά το 1, το 1995, μετά το 5, το 1997, μετά το 2, το 1999, και τελικά, το 2002, το «Cremaster 3».) Ο τίτλος «Cremaster» πάντα μου έφερνε στον νου τις λέξεις «cremation» («καύση», ιδιαίτερα των νεκρών) και «master» («δάσκαλος» ή «αφέντης»), λεκτικοί συνειρμοί που θεωρούσα μάλλον ταιριαστούς και για τους οποίους ήμουν κρυφά υπερήφανος. Ηταν μάλλον «μπαρνεϊκή» η στιγμή κατά την οποία ανακάλυψα ότι «Cremaster» δεν είναι άλλη από τη λέξη «κρεμαστήρ»,

ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ: ΣΥΛΛΟΓΗ ΔΑΚΗ ΙΩΑΝΝΟΥ, ΑΘΗΝΑ Μάθιου Μπάρνεϊ,«Cremaster 4: The Loughton Candidate»,1994, έγχρωμη φωτογραφία,30,4Χ35,5 εκ.

όπως ονομάζεται ο μυώνας που ευθύνεται για την κάθοδο των όρχεων στο αρσενικό έμβρυο, διεργασία που αρχίζει να συντελείται περίπου εννέα εβδομάδες μετά τη σύλληψη. Ο Μπάρνεϊ χρησιμοποιεί αυτή την κάθοδο ως σύμβολο για τη διαδικασία μετάβασης από μια κατάσταση όπου όλες οι πιθανότητες είναι ανοικτές σε μία όπου μόνο ένα πράγμα είναι πλέον πιθανόν. Οι πέντε ταινίες- καθώς και τα γλυπτά και οι φωτογραφίες που τις πλαισιώνουν- ακολουθούν μια εξέλιξη από την κατάσταση του αδιαφοροποίητου φύλου, μέσα από την αντίσταση του οργανισμού στον οριστικό προσδιορισμό, ως το αναπόφευκτο σημείο όπου η ιδιότητα του αρσενικού, βιολογικά τουλάχιστον, είναι πλέον αδιαμφισβήτητη. Ο Μπάρνεϊ έχει συχνά υποστηρίξει ότι ο ολοκληρωμένος κύκλος, συνολικής διάρκειας περίπου επτά ωρών, είναι ένα είδος αυτοπροσωπογραφίας. Πέραν του γεγονότος ότι ο ίδιος εμφανίζεται σε όλες τις ταινίες εκτός από μία – με το προσθετικό μακιγιάζ που τόσο οικείο έχει κάνει τον ήρωα που ενσαρκώνει-, ο κύκλος είναι γεμάτος αναφορές στη ζωή του, στα μέρη όπου μεγάλωσε ή που έχουν σημασία για αυτόν, καθώς και προσωπικές εμμονές: αυτές οι τελευταίες, μάλιστα, μάλλον δεν είναι ακριβώς συμβατικές, καθ΄ ότι περιλαμβάνουν πράγματα όπως τα παράγωγα του πετρελαίου και ειδικά τη βαζελίνη…

Το 2001 ο Μάθιου Μπάρνεϊ κατέκτησε ένα άλλο είδος διασημότητας: εθεάθη να συνοδεύει την ισλανδή σταρ της ποπ Μπγιορκ και πολύ σύντομα πήρε διαζύγιο από την ως τότε σύζυγό του Μέρι Φάρλεϊ. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που είδαν την ιδανική ένωση ανάμεσα σε αυτούς τους δύο πληθωρικούς καλλιτέχνες και πράγματι η δημιουργική συνεργασία τους δεν περιορίστηκε στην κόρη που έκαναν μαζί. Το 2006 κυκλοφόρησε η ταινία «Drawing Restraint 9» (ο κύκλος με γενικό τίτλο «Drawing Restraint» ξεκίνησε πριν από τον κύκλο «Cremaster» και συνεχίζει ακόμη), όπου συμπρωταγωνιστούν ο Μπάρνεϊ με την Μπγιορκ.

Αναλογιζόμενος κανείς την ένδεια των εικαστικών πραγμάτων ως πριν από λίγα χρόνια στην Αθήνα, η συμμετοχή του Μάθιου Μπάρνεϊ στο πρωτοφανώς πλούσιο, επικείμενο εικαστικό καλοκαίρι αποτελεί σίγουρα λόγο να ενθουσιάζεται κανείς. Αν ο εικαστικός αυτός πλούτος προκαλέσει ενδιαφέρον, ως θα όφειλε, πολλά θα γραφτούν και πολλές απόπειρες ερμηνείας θα κάνουν την εμφάνισή τους. Θα μπορούσε να είναι σχεδόν χόμπι το να καταγράφει κανείς τους χαρακτηρισμούς και τις αναλύσεις γύρω από το μεγαλόπνοο έργο του αμερικανού καλλιτέχνη- τόσο εσωτερικό και τόσο αβέβαιο και μαζί τόσο υπερβολικό σαν να βλέπει κανείς τον σουρεαλισμό με τα μάτια του μπαρόκ. Κανένας χαρακτηρισμός όμως δεν μοιάζει πιθανόν να επιτύχει

ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ: ΣΥΛΛΟΓΗ ΔΑΚΗ ΙΩΑΝΝΟΥ, ΑΘΗΝΑ Μάθιου Μπάρνεϊ,«Cremaster 1»,1995, μεταξοτυπία σε βιντεοδίσκο,πολυεστέρας,αυτολιπαινόμενο πλαστικό, προσθετικό πλαστικό,βινύλιο,40,6Χ60,9Χ54,6 εκ.

να είναι τόσο ακριβής και τόσο κρυπτικός μαζί σαν την ίδια τη δουλειά του Μπάρνεϊ όσο αυτός που με προσπάθεια εκστόμισε η σύντροφός του όταν σε μια συνέντευξη της ζητήθηκε να πει κάτι γι΄ αυτόν:«Είναι λίγο σαν…σαν…είναι λίγο σαν υποβρύχιο».

Πράγματι.

Περισσότερες πληροφορίες για την έκθεση του Μάθιου Μπάρνεϊ από το Ιδρυμα ΔΕΣΤΕ,Φιλελλήνων 11 και Εμμ. Παππά,Νέα Ιωνία,τηλ.210 2758.490, www.deste.gr.