H επικαιρότητα του Χάιντν στις μέρες μας δεν συνδυάζεται απλά με την επέτειο των 200 χρόνων από τον θάνατό του , αλλά πολύ περισσότερο με την αναθύμηση μιας βιωματικής χριστιανικής συμφωνικής μουσικής παράδοσης που έθεσε θεμέλιους λίθους στην μουσική ιστορία και καθόρισε την εξέλιξη της. Η κλασικήσχολή της Βιέννης είναι ακόμα ζωντανή και συνδέεται με τις μετα-αισθητικές αναζητήσεις περί φύσης και μηχανικότητας της αρκαδικής σχολής της Ρώμης, με την φωνητική μουσική σχολή της Νάπολης, τα ρεύματα αυτονομίας της μουσικής έκφρασης που είχαν αναπτυχθεί στην Βιέννη και τις νέες φιλοσοφικές ιδέες που είχαν επηρεάσει τότε τους μουσικούς δημιουργούς. Η άποψη ότι η ποίηση και ο μύθος δεν βρίσκονται μόνο στο πεδίο του φανταστικού αλλά μπορούν να δρούν ως αυτόνομα ηχητικά επεισόδια στην ίδια την ύπαρξη και την πραγματικότητα θεμελιώνονται στο μουσικό θεωρητικό εγχειρίδιο του Γιόχαν Γκέοργκ Σούλτσερς (1771-1774) και επηρεάζουν την μουσική αισθητική της εποχής. Από το πεδίο της φιλοσοφίας, τις απόψεις του Ντιντερό και του Γ.Φ.Χέρντερ η μουσική πράξη ξεκινά νέες εφαρμογές.

Σε αυτή τη ανάπτυξη βοηθούν οι πολιτικές επαναστατικές μεταβολές στην κεντρική Ευρώπη, οι προσπάθειες για τον γερμανικό και ελληνικό εθνικό αυτοπροσδιορισμό, αλλά και η αμυνόμενη αξιοπρόσεκτη διευρωπαϊκή μουσική πολιτική των Αψβούργων, των Εστερχάζι και της αγγλικής βασιλικής αυλής. Μια ηγεμονική πολιτιστική πολιτικήπου κατά περίεργο τρόπο περιέθαλπτε και υποστήριζε την μουσική αναδημιουργία. Η αντίληψη για μια πλατιάς αποδοχής αστική τέχνη, με αυστηρούς όμως κανόνες στόχευε στην ανανέωση της εικόνας των ίδιων των ηγεμόνων.

Μετά την αποχώρησή του από μια ολιγόχρονη θητεία ως αρχιμουσικού στον Βοημό κόμη Μαξιμιλιανό Φερδινάρδο φον Μόρτσιν το 1791 ο Χάιντν προσλαμβάνεται από τους πρίγκιπες Πάουλ, Άνταλ, Μίκλος και Νικόλαο Ι Εστερχάζυ. Στην αυλή των Εστερχάζυ μπόρεσε να διευρύνει το πεδίο των ερευνών του μέσα από πολλά ταξίδια και νέες γνωριμίες. Εκεί παρέμεινε μέχρι τον θάνατο τουπρίγκιπα Νικολάου του Ιου το έτος 1790.Ύστερα περιόδευε ελεύθερα στην Ευρώπη δεχόμενος διάφορες προσκλήσεις από βασιλείς, επισήμους καιπροσωπικότητες της εποχής συνθέτοντας μουσική εμπνεόμενος από αυτούς τους τόπους.Το 1795 ο Νικόλας ο ΙΙ αφού έκανε σημαντικές ανανεώσεις στην ορχήστρα και την χορωδία κάλεσε και πάλι τον Χάιντν στην Εστερχάζακαι του ανέθεσε πολλές νέες μουσικές δημιουργίες.

Σε τι ιδιαίτερο όμως είχε μυηθεί ο Χάιντν από τους μεγάλους ελληνιστές της Βιέννης όπως τον ναπολιτάνο συνθέτη δασκαλό του Νίκολα Αντόνιο Πόρπορα, τον Κάρλο Γκολντόνι και τονΜεταστάζιο; Ειδικότερα από την επαφή μαζί τους είχε αποφασίσει να κάνει το μεγάλο μουσικό του άνοιγμακαι να δημιουργήσει μια νέα αφομοιωτική μουσική μέθοδο προτείνοντας μια συνθετική μουσική ρητορική των αλληλεπιδράσεων. Σε αυτήν την διευρωπαϊκή τεχνική αφομοίωνε διαφορετικά στυλ και τεχνικές προς όφελος μιας λειτουργικής αναβιωσιακής μουσικής αναπαραγωγής με διακλαδώσεις από την Αυστρία, την Ρωσία, την Βοημία, την Ουγγαρία, την Σλοβενία, τα Βαλκάνια, την Γαλλία, την Γερμανόφωνη παράδοση, την αρχαία Ελλάδα και την Αγγλία. Βασίζονταν στις αρχαιοελληνικές ρίζες της μετουσίωσης και της μεταβίωσης. Έννοιες που στις μέρες μας απασχολούν ελάχιστα ή και καθόλου την μουσική δημιουργία ή έχουν εγκαταλειφθεί, απασχολούσαν την κεντρική Ευρώπη του 17ου αιώνα.

Αναφέρονται στην μεταφορά και μεταμόρφωση της παράδοσης από μια κατάσταση σε μια άλλη πάνω σε ένα σταθερό άξονα. Η μουσική μετουσίωση ορίζεται ως μια προσπάθεια ηχητικής τελειοποίησης της γλωσσικής έκφρασης με την απελευθέρωση της δύναμης της μουσικής ρητορικής από δεσμευτικές συνθήκες. Η μεταβίωση πρόκειται για το βιωματικό θάμβος, τον απόηχοπου δημιουργείται στον ακροατή από το ξύπνημα που δέχεται μέσα από τηνμουσικήέκσταση. Η ορφική καταγωγή αυτής της φανέρωσης συνδέει την χριστιανική μουσική του 18ου αιώνα και ιδιαίτερα τον πατριάρχη της σχολής της Βιέννης Γιόζεφ Χάιντν με την αρχαιοελληνική κοσμική φιλοσοφία και μυθολογία.

Ειδικότερα τον Χάιντν τον ενδιέφερε μια ομιλούσα μουσική ως κοινή συνθετική βίωση για τους λαούς της Ευρώπης. Επηρεασμένος από την μαγική δύναμη του τραγουδιού όπως και ο Ορφέας– ο ίδιος ήταν εξαίρετος τενόρος και ως παιδί τραγουδούσε στο ναό του Αγίου Στεφάνου στην Βιέννη υπό την καθοδήγηση του Γκέορκ Ρώυτερ του νεότερου– ο Χάιντν πειραματίζονταν με τις ποιητικές μεταμορφώσειςτου ρέοντος τραγουδιού μέσα σε όλες τις μουσικές του συνθέσεις την οποία συνδύασε με μια αναθεώρηση της μουσικής σύνταξης. Η ανάπτυξη αυτής της μουσικής κοσμοθεωρίας για μια δομημένη ελευθεριότητα με συντεταγμένες περιοδικότητες του έδωσε φτερά για μεγάλες δημιουργίες και καινοτομίες στην οργάνωση του μουσικού περιεχομένου. Ο Χάιντν στερεώνει και διευρύνει την μορφή της συμφωνίας, ενδυναμώνει τις δυνατότητες τραγουδιστικής έκφρασης για τακουαρτέτα εγχόρδων, εισάγει τις μουσικέςμεταφορικοτήτες όπωςη μουσική ειρωνεία, ο μουσικός υπαινιγμός και η μουσική ανακόλπωση.

Η διάφανη κρυστάλλινη μοναδικότητα του Χάιντν για μιαμουσική με διηθήσεις διαφορετικών χαρακτηριστικών ευρωπαϊκών παραδόσεωναποτυπώθηκε και στην καθαρή οργανική του μουσική. Επηρέασε καθοριστικάόλους τους μουσικούςτης εποχής του, τον Μότσαρτ, τον Πλεγιέλ,τον Μπετόβεν, τον Σαλιέρι, τον Σούμπερτ, τον Χούμελ κ.ά. προς την δημιουργία μιας μουσικής που θα ήταν δυνατόν να εκφράσειτην πολυδιάστατη κοσμική τάξη. Πάνω απ΄όλα όμως ο πατέρας Χάιντν δίδαξε την πρακτική της μουσικής σύνθεσης και εμψύχωσε πολλούς νέους συνθέτες.

Στην παρακαταθήκη του περιλαμβάνονται 104 Συμφωνίες, 90 κουαρτέτα εγχόρδων,15 κονσέρτα για πιάνο, 8 για βιολί, 5 για βιολοντσέλο, 1 για κοντραμπάσο, 2 για κόρνο, 1 για τρομπέτα, 2 για όμποε, 5 για δύο λύρες dabraccio 32 έργα γιαπιάνο και δύο άλλα όργανα, 62 σονάτες για πιάνο, διάφορα ντιβερτιμέντιΔοξαστικές ιταλικέςκαντάτες και άριες για μία φωνή.14 εκκλησιαστικές λειτουργίες, 2 TeDeum, 1 StabatMater. Το μεταφορικό συμφωνικό θρησκευτικό δράμα Οι επτά τελευταίες λέξεις του Σωτήρα στον σταυρό. 3 Ορατόρια, 17 Όπερες και 7 όπερες μαριονέττας, 47 γερμανικά λήντερ, 14 αγγλικές άριες, διάφορα ντούο, τρίο και φωνητικά κουαρτέτα, 50 κανόνες (2 μέχρι 8 φωνές), και πολλάάλλα τραγούδια και σπουδές.

Στις βιβλιοθήκες των τριώνδιαφορετικών παλατιών των Εστερχάζι που ήταν στην διάθεσή του ο Χάιντν μπορούσε και μελετούσε σε βάθος τις μουσικές διαφορετικών παραδόσεων. Τα 300 σκωτσέζικα τραγούδια από τις 450 βρετανικές του σπουδές επιβεβαιώνουν πρακτικά αυτή την ερευνητική του εθνομουσικολογική εμβάθυνση στην κουλτούρατων αδελφών ευρωπαϊκών λαών. Εδώ η παράδοση ανυψώνεται σε μια ανώτερη μορφή βασιζόμενη στην ποίηση των Ρόμπερτ Μπέρνς, Αλεξάντερ Μπόσγουελ, Ανν Γκράντ, Τζοάννα Μπαιλι και Ούλτερ Σκόττ.

Η μουσική του Χάιντν παρόλη την ρητή απαγόρευση των ευγενών εργοδοτών του οίκου Εστερχάζυ στην Ουγγαρία κυκλοφορούσε λόγω της πρωτοτυπίας της πειρατικά από μουσικούς κύκλους στο Παρίσι και στην Βιέννη και είχε κατακτήσει και την Αγγλία.

Η φήμη του στο τέλος του 1790 φτάνει σε ένα απόγειο ότανσυμπατριώτες του, του ζητούν να γράψει ένα πατριωτικό ύμνο. Η Αυστρία απειλείτο σοβαρά από την Γαλλία και η Γερμανία δεν ήταν ακόμη ενοποιημένη. Ο ύμνος θα έπρεπε να εκφράσει την προσδοκία και ανάγκη μιας εθνικής σωτηρίας και ενότητας. Ο κόμης Σάουράου του πρότεινε ένα ποίημα του Λόρεντζ Λέοπολντ Χάσκα (1749-1827)για την σωτηρία του έθνους μέσα από το πρόσωπο του αυτοκράτορα Φράνσις του ΙΙ

Θεέ σώσε τον αυτοκράτορα Φράντς- τον καλό μας αυτοκράτορα Φράντς.

Ο Χάιντν ανέτρεξε σε μια κροατική μελωδία που θυμόταν από τα νιάτα του. Μέσα από μια δική του τροποποίηση προσάρμοσετην παλιά μελωδία σε νέα δεδομένα. Ο συγχρονισμός βρήκε τεράστια απήχηση μετά την εκτέλεση του ύμνου στα γενέθλια του αυτοκράτορα Φράνσις του ΙΙου στις 12 Φεβρουαρίου του 1797. Για ένα μικρό διάστημα είχε γίνει ο εθνικός ύμνος της Αυστρίας.

Το1841 η μελωδία του Χάιντν προσαρμόστηκε πάνω στο ποίημα του Αυγούστου ΧάινριχΧόφμανν φον Φάλλερσλέμπεν και μετονομάστηκε σε «ύμνο της Γερμανίας».

Πρωτοπαρουσιάστηκε τον ίδιο χρόνο στο Αμβούργο. Το 1922 έγινε ο επίσημος ύμνος του Γερμανικού Ράιχ. Στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο γίνεταιάσχημη και καταχρηστική εκμετάλλευση του νοήματος των στίχων του ύμνου και της μελωδίας του Χάιντν από το ναζιστικό καθεστώς. Το 1991 μετά την επανένωση των δύο Γερμανιών επανήλθε ως ενιαίος γερμανικός εθνικός ύμνος. Το γερμανικό κράτος βάζοντας αυστηρά κριτήρια χρησιμοποιεί πλέον μόνο την τρίτη στροφή από το ποίημα του Α.Χ.Φ.Φάλλερσλέμπεν σε συνδυασμό με την αυθεντική μελωδία του Χάιντν.


Οι Οπερες

Οι όπερες του αν και δεν έτυχαν ευρείας αποδοχής ήταν πολύ σημαντικές. Προορίζονταν αποκλειστικά για τους Εστερχάζυ. Αλλοτε ανέβαιναν στο θέατρο του παλατιού σε περιορισμένο ακροατήριο και άλλοτε ως θέατρο με μαριονέττες σε τελετές και επετείους. Αυτή η δέσμευση έκανε τις όπερες του Χάιντνν λιγότερο δημοφιλείς από τις όπερες του Μότσαρτ οι οποίες έβρισκαν μεγαλύτερη λαϊκή απήχηση λόγω του ότι ο Μότσαρτ επιπρόσθετα επικαιροποιούσε ο ίδιος πολλές φορές την υπόθεσητου λιμπρέτου. Ο οίκος Εστερχάζυ οργάνωνε 150 παραστάσεις τον χρόνο. Ο Χάιντν επεξεργάζονταν έτοιμες ιστορίες και μυθολογικά θέματα για τις όπερες του όπως ο μύθος του Οβίδιου Ακις και Γαλάτεια, (το πνεύμαενός αρχαίου ποταμού που πήγαζε από την Αίτνα στην Σικελία. που είχε ερωτευτεί την θαλάσσια νύμφη). Συνολικά συνέθεσε 17 όπερες και 5 όπερες μαριονέττας. πάνω σε λιμπρέτι των Γ.Μιλιαβάκα, Κάρλο Κολντόνι, Μάρκο Κολτελίνι, Γ.Πφέφελ, Κάρλ Φρίμπερτ, Φραντσέσκο Πουτίνι, Πιέτρο Μεταστάζιο, Τζιαμπατίστα Λορέντζι,Νουντζιάνο Πόρτα. Συγκριτικά με άλλες όπερες της εποχής, είχαν ιδιαίτερη αξία και σημασία.

Οι πιο δουλεμένες όπερες του όμως θεωρούνται η σοβαρή όπερα Αρμίντα πάνω στο επικό ποίημα του ΤορκουάτοΤάσσο Απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ καιη τραγική τελευταία του όπερα Ορφέας και Ευρυδίκη σε λιμπρέτο του Κάρλο Φραντσέσκο Μπαντίνι που ολοκληρώθηκε συνθετικά τον χρόνο που πέθανε ο Μότσαρτ, το1791. Ο Ορφέας και Ευρυδίκη που έφερε και την ονομασίαΗ Ψυχή του φιλοσόφου δεν ανέβηκε όπως είχε προγραμματιστεί στο Λονδίνο λόγω δολοπλοκιών και αντιζηλιών αλλά ίσως και για την τρομακτική του διάσταση. Ο Χάιντν, ενώ είχε προπληρωθεί ικανοποιητικά μιας και το έργο ήταν παραγγελία, για πρώτη φορά στην ζωή τουένιωθε την άνεση να εργαστεί για μεγάλα χορωδιακά σύνολα. χρησιμοποιώντας συχνά και με εναλλασσόμενο τρόπο τις ανδρικές και γυναικείες φωνές. Η χρήση των δυνατοτήτων της χορωδίας γίνεται στην όπερα αυτή με ένα ευφάνταστο και εντυπωσιακό τρόπο δημιουργώντας πολλές ενδιαφέρουσες αρχαϊκές αντιφωνήσεις εφφέ και δραματουργικές πρωτοτυπίες.

Ο Χάιντν σημειώνει εδώ την διαφοροποίησή του από τον Γκλούκ αλλά και την παράδοση του Μοντεβέρντι Ο Μπαντίνι ήταν φίλος του Λορέντζο Ντα Πόντε. Στην δική του εκδοχή της επεξεργασίας του μύθου επηρεάζεται από τις μεταμορφώσεις του Πόπλιου Οβίδιου από το 9ο και 10ο βιβλίο. Στο τέλος του έργου δεν διαμορφώνει ένα χάπυ έντ όπως άλλοι λιμπρετίστες αλλά υπερτονίζει το τραγικό και τρομακτικό τέλος του διαμελισμού του σώματος του Ορφέα στην θάλασσα όπως και ο αυθεντικός μύθος. Στην διαπλοκή των μυθικών προσώπων εισάγει την συμβολικότητα της υπερφυσικής μεταμόρφωσης. μέσα από ένα ντροπαλό και ευαίσθητο αγόρι, ένα τζίνι, ένα πνεύμα το οποίο προφητεύει τα μελλούμεναστο κατώφλι του χωρόχρονου.

Η όπερα έμεινε στο χέρια των εκδοτών του Χάιντν για περίπου 160 χρόνιαανεκμετάλλευτη. Μόλις το 1951 η Μαρία Κάλλας στο φεστιβάλ του Μουσικού Φλωρεντινού Μαϊου μαζί με τον Μπόρις Χριστόφ και τονμαέστρο Έριχ Κλάιμπερ πραγματοποίησαν την πρώτη παγκόσμια πρεμιέρα της όπερας.

Οι Λειτουργίες και τα Ορατόρια

Στο είδος της εκκλησιαστικής λειτουργικής μουσικής ο Χάιντν στην εποχή του εθεωρείτο ασυναγώνιστος. Το υπηρέτησε μέχρι το τέλος της ζωής του. Σημαντικό στοιχείο της προσωπικής εξέλιξης πάνω σε αυτό παίζει η ήδη προδιαμορφωμένη παράδοση της καθολικής εκκλησιαστικής μουσικής , η εμπειρία του στην Βιέννη και η θρησκευτική του προσήλωση.

Οι 14 εκκλησιαστικές λειτουργίες του που είχαν συντεθεί από το 1750 έως το 1802 αποδεικνύουν το ακατάπαυστο ενδιαφέρον και πάθος του Χάιντνν για την προοδευτική έρευνα τουπάνω στην εκκλησιαστική φωνητική μουσική μέσα από διάφορα στυλ και Οι έξι ύστερες λειτουργίες που γράφτηκαν στο διάστημα μεταξύ 1796 και 1802 αποτελούν αριστουργήματα της εκκλησιαστικής μουσικής.Η Αγία Λειτουργία (HeiligMesse –MissaSanctiBernardideOffida 1796), Η Λειτουργία σε καιρούς πολέμου (Missaintemporibelli -1796) ή άλλως λειτουργία των τυμπάνων.(Paukenmesse-1796), Η λειτουργία του Νέλσον,(Nelsonmesse -1798) η λειτουργία της Θηρεσίας (Theresienmesse-1799), η λειτουργία της δημιουργίας (Schopfungsmesse-1801), η λειτουργία της Aρμονίας.(Harmoniemesse-1802.) Όλες ανήκουν στην κατηγορία της Πανηγυρικής Λειτουργίας (MissaSolemnis) με πλήρη συμφωνική συγκρότηση εκτός της λειτουργίας Nelson που δεν έχει ξύλινα πνευστά. Το προσωπικό ύφος διαμορφώνεται μέσα από την σύζευξη στοιχείων του ύστερου μπαρόκ, των καινοτομιών του Χαίντελ και των μελετημένων απλουστεύσεων της σχολής της Βιέννης.

Ο Χάιντν είχε γράψει τρία Ορατόρια: τη «Δημιουργία», τις «Εποχές» και την«Επιστροφή του Τobia». Πιο γνωστά είναι τα δύο πρώτα που στηρίζονται σε γερμανικό κείμενο και συνετέθησαν στην τελευταία μεγάλη δημιουργική περίοδο του συνθέτη. Η «Επιστροφή του Tobia»βασίζεται στο κείμενο του Τζιοβάννι Γκαστόνε Μποκερίνι και γράφτηκε το 1771 στην Βιέννη για φιλανθρωπικούς σκοπούς την περίοδο των Νηστειών.

Κορυφαίο των τριών, ωστόσο, θεωρείται από πολλούς ειδικούς η «Δημιουργία». Το έργο γράφτηκε μετά την επιστροφή του Χάιντν από το δεύτερο ταξίδι του στηνΑγγλία γύρω στο 1796και την παρουσία του σε ένα μεγάλο επιμνημόσυνο αφιέρωμα στον Γ.Φ.Χαίντελ. Ήταν εμφανές πλέον ότι ο Χάιντν επιθυμούσε να γράψει ένα βιβλικό ορατόριο επηρεασμένος από τον Χαίντελ.Το αρχικό κείμενο βασίζεται σε αποσπάματα από την Γέννεση της Βίβλου, το βιβλίο των Ψαλμών και το επικό δράμα του Tζών Μίλτον Χαμένος Παράδεισος,Ο αυστριακός μυστηριώδης μαικήνας Βαρώνος φον Σβίτενέπεισε τον Χάιντν να μετατρέψει το κείμενο της Δημιουργίας στα γερμανικά έτσι ώστε να μπορέσει να το συνθέσει καλύτερα. Πράγματι η γερμανική άποψη του έργου είναι πιο αυθεντική.Το έργο χωρίζεται σε τρία μέρη με πολλά επεισόδια που αναπαριστούν με μουσικό τρόποτο μυστήριο της δημιουργίας. Είναι γραμμένο για τρείς μονωδούς (υψίφωνο, τενόρο βαρύτονο)συμβολικούς αγγέλους που αφηγούνται και σχολιάζουν την πορεία της δημιουργίας,τετράφωνη μικτή χορωδία και μεγάλη συμφωνική ορχήστρα. Η πρεμιέρα πραγματοποιήθηκε το 1798 σε κλειστό κύκλο στο παλάτι Σβάρτζενμπεργκ βρίσκοντας απροσδόκητη και διαρκή διεθνή απήχηση.

Κύριο χαρακτηριστικό της εκκλησιαστικής μουσικής του Χάιντν είναι οι μελετημένες θεολογικές φιλοσοφικές προεκτάσεις και η εξωτερίκευσητων ανθρώπινων παθών προςένα ενθουσιασμό καθαρότητας, μια παγκόσμια ανύψωση που θα μπορούσε να οδηγήσει στην πηγή της αλήθειας. Εκδηλώνεται συστηματικότερα στην μουσική τουπρος κατάκτηση μιας πρωτογενούς φυσικότητας, απελευθέρωσης και αποσυμπίεσης της φαντασίας μέσα όμως από αυστηρές φόρμες που επιλέγει η ίδια λογική φύση του ανθρώπου,η πρακτικήμουσική δράση και η βούλησή του.

Οι ρίζες αυτές βρίσκονται στην ελληνική αρχαιότητα και έχουν να κάνουν όχι με την αποσαφήνιση της γλώσσας μέσω της μουσικής αλλά με την αποκάλυψη της άλλης φωνής, την εκπλήρωση του Θεού μέσα σε αυτή.Το μουσικό μήνυμα του Χάιντν στις μέρες μας έχει μια μεγάλη επικαιρότητα διότι διατηρεί μέσα του αυτή την μυστική αστραπή της δημιουργίας και την υποδήλωση μιας πλουσιότατης μαρτυρίας από την άφατη ένωση που γεννά την ουσία της μουσικής.

O Κωνσταντίνος Δ.Κακαβελάκης

Είναι συνθέτης –μουσικολόγος

Διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Αμβούργου

(πρόεδρος του ελληνικού τμήματοςτης διεθνούς κοινότητας Μozart-Σύλλογος Φίλων του Μozart)