«Μικρή μαριονέτα φτιαγμένη από πεύκο, άνοιξε τα κοιμισμένα μάτια σου και το δώρο της ζωής είναι δικό σου» προστάζει μια αιθέρια, γαλάζια νεράιδα στον «Πινόκιο», τη δεύτερη ταινία κινουμένων σχεδίων μεγάλου μήκους του Γουόλτ Ντίσνεϊ. Ο Γρύλος, φορώντας τα καλά του, κοιτάζει την κούκλα να ανοίγει δύο καταγάλανα μάτια και αναφωνεί: «Και τι δεν καταφέρνουν να κάνουν τη σήμερον ημέρα!» – ίσως ένας πέρα ως πέρα δίκαιος αυτοθαυμασμός του Γουόλτ. Η 70ή επέτειος από την πρώτη προβολή αυτού του απαράμιλλης ομορφιάς, φανταστικής ατμόσφαιρας και εξαιρετικά προωθημένων τεχνικών χαρακτηριστικών (για την εποχή του) έργου γιορτάζεται με τη μετατροπή του «Πινόκιο» σε ψηφιακή μορφή και την επίσημη κυκλοφορία του, τόσο σε DVD όσο και σε Βlu-ray, σε έκδοση «Ρlatinum» (πλατινένια).

Το υπόστρωμα της ιστορίας της ξύλινης μαριονέτας που απέκτησε ψυχή μοιράζεται τα χαρακτηριστικά του ηθικού προστάγματος, του κυνισμού αλλά και του βαθύτερου ουμανιστικού μηνύματος που συναντάμε στα παιδικά παραμύθια της βικτωριανής εποχής. Βασίζεται στο βιβλίο που έγραψε ο ιταλός συγγραφέας Κάρλο Κολόντι το 1883, ένα αλληγορικό παραμύθι βαθιά ειρωνικό για την ειμαρμένη και την ανθρώπινη συνθήκη, το οποίο ο ιταλός φιλόσοφος Μπενεντέτο Κρότσε επέμενε ότι έπρεπε να αναγνωστεί από κάθε καλλιεργημένο άνθρωπο. «Το ξύλο από το οποίο σκαλίστηκε ο Πινόκιο είναι η ίδια η ανθρωπότητα» έλεγε χαρακτηριστικά. Ο Πινόκιο προδίδει τον πατέρα του, σκοτώνει τον Γρύλο (για να πάψει να του αποκαλύπτει ενοχλητικές αλήθειες), «φλερτάρει» διαρκώς με τον θάνατο. «Είμαι και εγώ νεκρή. (…) Περιμένω το φέρετρο που θα έρθει να με πάρει» λέει η νεράιδα στη ζωντανή κούκλα.

Σ την ταινία, πάλι, ο Γουόλτ Ντίσνεϊ απάλυνε τα πεισιθάνατα χαρακτηριστικά του παραμυθιού τονίζοντας τα φαντασμαγορικά στοιχεία- για παράδειγμα, μια υπερφυσική φάλαινα-τέρας-, σχεδιάζοντας πιο «αγαθά» τις διάφορες φιγούρες, όπως τη νεράιδα ή το χρυσόψαρο Κλέο, και δίνοντας στο μαγαζί του Τζεπέτο όψη παιδικού δωματίου. Αφαίρεσε, με άλλα λόγια, το ζόφος του πρωτότυπου κειμένου και εμπλούτισε την ταινία του με περισσότερο φως.

«Και τι δεν μπορούμε να καταφέρουμε τη σήμερον ημέρα!» θα έλεγε, αν ζούσε, ο Ντίσνεϊ. Ωστόσο οι τεχνολογικές καινοτομίες που εκείνος εισήγαγε το 1940 ήταν που πιστοποίησαν τη μεγαλοφυΐα του αλλά και το παθιασμένο όραμά του. Καταβάλλοντας πολύ κόπο, κατάφερε εντυπωσιακά τράβελινγκ (κίνηση της μηχανής) κινώντας μια κάμερα μέσα σε ένα τεράστιο σύστημα από πολ λαπλά διάφανα φύλλα σελιλόιντ πάνω στα οποία σχεδιάστηκε διαφορετικό περιβάλλον ή φόντο. Και το αποτέλεσμα ήταν εξαιρετικά πλαστικό.

Η «Χιονάτη και οι επτά νάνοι» (1937), η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία κινουμένων σχεδίων της Disney, είχε σπάσει τα ταμεία. Αντιθέτως, ο Πινόκιο… ίσως είπε πολλά ψέματα και τιμωρήθηκε σκληρά: η μεγάλη επένδυση δεν αποσβέστηκε. Το στούντιο μάλιστα χρειάστηκε να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό με ενέσεις εκατομμυρίων δολαρίων. Πολλοί κριτικοί σημείωσαν ότι το κοινό δεν μπορούσε να χωνέψει τις σκοτεινές πλευρές του φιλμ. Κάπως έτσι τα ανάλαφρα «Ταξίδια του Γκιούλιβερ» του Ντέιβ Φλάισερ (είχαν προλάβει να βγουν στις αίθουσες τα Χριστούγεννα του 1939) κέρδισαν κατά κράτος στα ταμεία τον «Πινόκιο», που «έπλεε» από τον έναν εφιάλτη στον επόμενο. Αλλωστε ο πόλεμος είχε αρχίσει να μαυρίζει τις καρδιές των ανθρώπων και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού…

Με την ψηφιοποίηση του «Πινόκιο» πιθανόν να χάνονται οι υπέροχες αποχρώσεις και φωτοσκιάσεις του αυθεντικού φιλμ. Δεν θα μπορούσαμε όμως να μη χαιρετίσουμε την επανέκδοση αυτής της εξαίσιας, διαχρονικής παραβολής για την ανθρώπινη ειμαρμένη, με στόχο τους σημερινούς αλλά και τους μελλοντικούς θεατές.

Με τη φωνή ενός «καουμπόι»
Η φωνή του Πινόκιο και το ανθρώπινο «μοντέλο» στο οποίο βασίστηκε η φιγούρα του ανήκαν στον Ντίκι Τζόουνς, ηθοποιό που εμφανιζόταν σε πολλά γουέστερν εκείνης της εποχής. Οπως αποκαλύπτει ο ίδιος στο έγκριτο αγγλικό κινηματογραφικό περιοδικό «Sight & Sound», οι σχεδιαστές ζητούσαν από τους ηθοποιούς που θα «δάνειζαν» τις φωνές τους στους χάρτινους ήρωες να φορέσουν τα ανάλογα κοστούμια και να παίξουν κανονικά την κάθε σκηνή. Μια μικροσκοπική κάμερα κατέγραφε τις λεπτομέρειες στο στόμα και στο πιγούνι του ηθοποιού και οι ελάχιστες αυτές εκφράσεις μεταφέρονταν με ακρίβεια σε κάθε καρέ. Η ιδέα ήταν του Ντίσνεϊ, η υλοποίησή της όμως έγινε εφικτή χάρη στους πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους που δούλεψαν σαν εργατικές μέλισσες σε κάθε στάδιο της ταινίας.