Μια όμορφη, μικρή ιστορική έκθεση, τούτες τις ημέρες στην Αθήνα, δίνει αφορμή για πολλές, ίσως χρήσιμες, και πάντως γοητευτικές σκέψεις. Πρόκειται για την έκθεση με τίτλο «Οθων, ο πρώτος βασιλεύς των Ελλήνων και το Οθώνειο Πανεπιστήμιο», στο Μουσείο της Πόλεως των ΑθηνώνΙδρυμα Βούρου-Ευταξία, η οποία συγκεντρώνει 60 χαρακτικά έργα με πτυχές της ζωής του πρώτου βασιλέα και της εποχής του, από τη συλλογή του αντιπρύτανη του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (όπως ονομάζεται, πλέον, το «Οθώνειο») και καθηγητή της Νομικής Ιωάννη Καράκωστα.

Η αλήθεια είναι ότι αυτά καθαυτά τα χαρακτικά είναι ενδιαφέροντα, όχι μόνο για την καλλιτεχνική τους αξία, η οποία δεσμεύεται από τα δεδομένα της εποχής και της τεχνοτροπίας τους, αλλά κυρίως για την ιστορική ή μάλλον για την αφηγηματική: εδώ ο ενδιαφερόμενος θα αναγνωρίσει πρόσωπα και γεγονότα από μια εποχή για την οποία πολύ έχουμε συνηθίσει να αποφαινόμαστε και να φλυαρούμε, δίχως ωστόσο να είμαστε απαραιτήτως εξοικειωμένοι με τις χαοτικές συγκυρίες της, πέραν των εύκολων δοξολογιών περί αποτίναξης του «ζυγού». Είναι η εποχή όπου συγκροτείται τελικώς η ιδεολογία γύρω από την οποία συσπειρώνονται οι πολιτικές δομές του νέου κράτους. Ανάμεσα στο Σύνταγμα της Τροιζήνας του 1827 και στην εγκατάσταση του Οθωνα στη νέα πρωτεύουσα Αθήνα, το 1934, πολλά έχουν αλλάξει. Κυρίως το δίπολο που εκφράζεται από τις ευρείες κατηγορίες «ιστορία» και «εκσυγχρονισμός», θα μπορούσε να πει κανείς ότι σχηματίζεται αυτήν ακριβώς τη στιγμή: το ιστορικό βάθος κληροδοτείται στο νεότευκτο κράτος από τον γερμανικό νεοκλασικισμό αλλά στο ίδιο σημείο- στη «Δύση»- αναζητείται και το «σύγχρονο», όχι το πρωτοποριακό αλλά το κατεστημένο, αυτό που θα δώσει νόμιμη μορφή στην ιστορία, που θα καταγράψει τις μνήμες, που θα «εκπαιδεύσει» τους νέους πολίτες.

Συμβολική φυσιογνωμία

Ο Οθων σε ηλικία 16 ετών με στολή ευέλπιδος. Λιθογραφία 15,2 x 14 εκ.

Δεν είναι βέβαια ο Οθωνας προσωπικά υπεύθυνος για τις εξελίξειςή τουλάχιστον για τις περισσότερες από αυτές. Πολλά από όσα συμβαίνουν εξαρτώνται από συγκυρίες και αλληλεπιδράσεις πάμπολλων παραγόντων, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο Οθωνας δεν αποτελεί μια πρόσφορη συμβολική φυσιογνωμία για εκείνη την ταραγμένη περίοδο. Και, σίγουρα, στην επιλογή του για τον θρόνο, όπως προέβλεπε το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, το 1832, μπορεί κανείς να αναγάγει, συμβολικά έστω, τρεις τουλάχιστον καθοριστικές τάσεις. Η πρώτη είναι η αγωνιώδης αναζήτηση ιστορικής συνέχειας, η οικοδόμηση του σύγχρονου ελληνικού εθνικισμού με την επίκληση της κλασικής αρχαιότητας. (Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων: «εθνικισμός» είναι η συγκροτητική ιδεολογία ενός εθνικού κράτους, όχι μια ακραία ιδεολογία, όπως συχνά χρησιμοποιούμε τον όρο στην καθομιλουμένη.) Η τάση αυτή- καρπός, σε μεγάλο βαθμό, του φιλελληνισμού του πατέρα του Οθωνα, του Λουδοβίκου ΑΔτης Βαυαρίας- εμβληματοποιείται στη μεταφορά της πρωτεύουσας από το Ναύπλιο στην Αθήνα, μια κατά τεκμήριο κακή, με τα δεδομένα

Αι νέαι Αθήναι (Το Πανεπιστήμιον). Λιθογραφία με τίντα 26,8 x 37,3 εκ.

του 19ου αιώνα, στρατηγικά επιλογή, μια «πόλη» 10.000 κατοίκων, όπου βόσκουν κοπάδια στη σκιά της Ακρόπολης. Πρόκειται για μια ιδεολογική επιλογή που πιο πολύ έχει να κάνει με την ανάγκη συσχέτισης του νέου κράτους με την κλασική αρχαιότητα παρά με οποιοδήποτε προσόν της Αθήνας του 1834. Η δεύτερη τάση είναι η πίστη στη σημασία της τέχνης για τη διαμόρφωση της ταυτότητας του νέου κράτους. Παράλληλα με τη νεοκλασική ανοικοδόμηση των Αθηνών και τον εξοπλισμό της με νέα, λαμπερά δημόσια κτίρια- με κορυφαίο ανάμεσά τους, φυσικά, το Οθώνειο Πανεπιστήμιο, το οποίο θεμελιώνεται το 1839-, η στήριξη των καλών τεχνών κρίνεται απαραίτητη: ήδη το 1836 ιδρύεται το «Σχολείο των Τεχνών», ενώ η πραγματικά συγκλονιστική εξέλιξη λαμβάνει χώρα λίγα χρόνια αργότερα, το 1843, τη χρονιά που ο Οθωνας παραχώρησε το περίφημο Σύνταγμα: με βασιλικό διάταγμα, το Σχολείο χωρίζεται σε τρία τμήματα, με το «Σχολείο των Ωραίων Τεχνών», πενταετούς φοίτησης, να έχει την πρωτοκαθεδρία. Δύο χρόνια αργότερα, φοιτούν κιόλας σε αυτό 635 σπουδαστές, και εφημερίδα της εποχής γράφει:

«Οπόσην έχει η Ελλάς ανάγκην καλλιτεχνίας!Οπόσους τω όντι το πολυτεχνικόν κατάστημα υπόσχεται καρπούς μεγαλυτέρους!» .

Η σχέση με το Μόναχο

Οθωνος του Βασιλέως της Ελλάδος αποχαιρετισμός αναχωρήσαντος από Μόναχον έκτη Δεκεμβρίου ΜDCCCΧΧΧΙΙ. Λιθογραφία 64,3 x 50 εκ.

Και η τρίτη τάση είναι ασφαλώς η σχέση με το Μόναχο, που μοιραία προωθούν οι Βαυαροί, το οποίο υποδέχεται τους έλληνες καλλιτέχνες για να τους διδάξει, με πρώτο τον Θεόδωρο Βρυζάκη, κυριότερο εκπρόσωπο της ιστορικής ζωγραφικής στη νεοελληνική τέχνη, έναν «προσήλυτο επαρχιώτη» με «καλλιγραφική συνέπεια», όπως υπέροχα τον έχει χαρακτηρίσει η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης και καθηγήτρια του απογόνου του Σχολείου των Τεχνών, της ΑΣΚΤ, Μαρίνα Λαμπράκη- Πλάκα, σε μια απολαυστική όσο και σκληρή ανάλυσή της για την τέχνη και την ιδεολογία στη νεότερη Ελλάδα. Η Ακαδημία του Μονάχου θα υποδεχτεί πολλούς από τους καλλιτέχνες του νέου κράτους, εκτός από τον Βρυζάκη, όπως τον Νικόλαο Γύζη, ο οποίος μάλιστα στη συνέχεια δίδαξε εκεί, και τον Νικηφόρο Λύτρα. Ο ακαδημαϊσμός του Μονάχου θα φανεί «νομιμοποιητικός» για την καταγραφή που επιθυμεί το νέο κράτος, έστω και αν οι καλύτεροι από τους καλλιτέχνες θα τον αποτινάξουν με το γύρισμα του αιώνα, αντιμετωπίζοντας άλλα διακυβεύματα και αναζητώντας άλλου είδους προ κλήσεις τόσο στην τοπική παράδοση όσο και στις ευρωπαϊκές πρωτοπορίες. Τη στιγμή εκείνη, όμως, ακαδημία σημαίνει εξασφάλιση μιας νομιμοποίησης:

«Εργασθείτε»παροτρύνει ο πρωθυπουργός Ιωάννης Κωλέττης τους καλλιτέχνες«διότι η Ελλάς απαιτεί την ιστορικήν πινακοθήκην της».

Κοιτάζοντας τις ήπιες και ουδόλως απειλητικές λιθογραφίες της έκθεσης στο Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών, ίσως δεν αντιλαμβάνεται κανείς πόσα αποκαλύπτουν ακόμη και για τις σύγχρονες συμπεριφορές μας. Το πολύ ενδιαφέρον είναι ότι την τριακονταετή περίοδο της βασιλείας του Οθωνα, η οποία, ως γνωστόν, διαρκεί ως την εκδίωξή του το 1862, εμφανίζονται διάφορα παράδοξα που θα σχηματίσουν την κατοπινή νεοελληνική ταυτότητα. Οσο και αν, πλέον, στην τόσο ιδεολογικά φορτισμένη «εθνική» εκπαίδευσή μας, η «Βαυαροκρατία» απλώς υποβιβάζεται μέσα από την ανεκδοτολογική παράθεση περιστατικώνόπως η καταδίκη και η φυλάκιση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, μια πιο νηφάλια αντιμετώπιση φανερώνει την καθοριστική σημασία της. Εδώ μπορούμε να εντοπίσουμε την εξάρτησή μας από το δυτικό παράδειγμα, τόσο ως προς την ανάγνωση του απώτατου παρελθόντος όσο και ως προς την αυτοαντίληψή μας στο παρόν· εδώ και τη δυσκολία μας να διαχειριστούμε το πιο πρόσφατο παρελθόν και τις δυσκολίες των πραγματικών και χαοτικών ταυτοτήτων που κυριαρχούν στο εθνικό έδαφός μας. Σε κάθε περίπτωση, μέσω του δυτικού φιλελληνισμού κληρονομούμε την αντίληψή μας για την κλασική αρχαιότητα, ενώ οι πρώτοι ζωγράφοι μας στη Δύση αναζητούν τα καταγραφικά εργαλεία τους, όχι στη μεταβυζαντινή παράδοση, και με τους δυτικούς ομοτέχνους τους μοιάζει πρέπον, τον καιρό εκείνο, να τους παραβάλει κανείς:

«Δεν έχομεν βέβαια»λέει και πάλι ο Κωλέττης «την αξίωσιν να πράξωμεν έργα εφάμιλλα των Γάλλων και των Ιταλών διότι και τα υλικά μέσα μας είναι ευτελή και εις την αρχήν της ανατροφής μας ευρισκόμεθα.Αλλ΄ έχομεν ημείς προγονικάς αναμνήσεις…».

Την ίδια στιγμή που ο κοινωνικός ιστός του νέου κράτους παραμένει αδιαμόρφωτος και ρευστός, η εθνική ταυτότητά του σχηματοποιείται με βάση μια φαντασίωση που λίγο έχει να κάνει με τη βιωμένη πραγματικότητά του και τις ουσιαστικές συγκρούσεις που μαίνονται στους κόλπους του. Από την άλλη, είναι ακριβώς αυτή η φαντασίωση που παρέχει έναν ευδιάκριτο και ισχυρό άξονα, γύρω από τον οποίο συγκροτείται μια «εθνική βούληση» που οδηγεί ασφαλώς στις γνωστές καταστροφικές συνέπειες του μεγαλοϊδεατισμού, σηματοδοτεί όμως και έναν από τους πλέον επιτυχημένους εθνικισμούς του 19ου αιώνα.

Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών- Ιδρυμα Βούρου-Ευταξία,Παπαρρηγοπούλου 7, πλατεία Κλαυθμώνος.Ως τις 14 Μαΐου.