Ο Σταμάτης Φασουλής (σε πρώτο πλάνο),ο Γιάννης Μπέζος και οι «κλουβινέλες»,σε στιγμιότυπο από την παράσταση

«Eίχα ντυθεί γυναίκα μια φορά στο παρελθόν, σε μια μικρή ταινία, ποτέ όμως δεν το είχα κάνει επί σκηνής και είχα πολύ τρακ. Οι άλλοι ηθοποιοί με προειδοποιούσαν ότι θα κατέστρεφα την καριέρα μου. Ξαφνικά όμως ο ρόλος της Νόρμα Ντέσμοντ, της ξεθωριασμένης βασίλισσας του βωβού κινηματογράφου [από την ταινία «Η Λεωφόρος της Δύσεως»], μού αποκαλύφθηκε. Το ντραγκ μού ήρθε φυσικά. Εμφανίστηκα ως Νόρμα Ντέσμοντ χωρίς καμία απολύτως προετοιμασία. Η μεταμφίεση, το κοστούμι, με απελευθέρωσαν, με βοήθησαν να κάνω πράγματα που ποτέ δεν θα μπορούσα να είχα κάνει ο ίδιος. Εβαλα την περούκα καιγουάου!- να η Νόρμα. Είναι αυτή η ταλάντευση στο χείλος τού να είσαι και άνδρας και γυναίκα που γοητεύει το κοινό». Ο Τσαρλς Λάντλαμ ήταν μια σπάνια κωμική ιδιοφυΐα που ίδρυσε τη Ridiculous Τheatre Company στα τέλη της δεκαετίας του ΄60 στη Νέα Υόρκη. Εγινε διάσημος για τη μοναδική ικανότητά του να γράφει και να σκηνοθετεί αναρχικές παρωδίες κλασικών έργων και προσωπικοτήτων. Οπως περιγράφει ο ίδιος στο παραπάνω απόσπασμα, το μεγάλο του χάρισμα, και ένας από τους βασικούς λόγους που συνέρρεαν οι φιλότεχνοι Νεοϋορκέζοι για να τον δουν επί σκηνής, ήταν η ικανότητά του να ενσαρκώνει ένδοξους γυναικείους ρόλους: η «Κυρία με τις καμέλιες», η Κάλλας, η Εντα Γκάμπλερ ήταν μερικές από τις ηρωίδες που αποθέωσε στη διάρκεια τής σχετικά σύντομης καριέρας του.

Αυτό που περιγράφει ο Λάντλαμ, η αίσθηση της ελευθερίας, της αναζωογονητικής επίδρασης που βιώνει σε όλο του το σώμα και το πνεύμα, φορώντας μια περούκα και βγαίνοντας στη σκηνή ως Νόρμα Ντέσμοντ, είναι ακριβώς η αίσθηση που απουσιάζει από την ερμηνεία του Σταμάτη Φασουλή στο «Κλουβί με τις τρελές». Τον βλέπουμε ως μελισσούλα, τον βλέπουμε ως grande dame με μαύρη τουαλέτα και μανίκια νυχτερίδα, τον βλέπουμε ως κλασική μαντάμ με τύπου Chanel πλεκτό κοστουμάκι, τον βλέπουμε ως γυναίκα-τούρτα με ξανθιά περούκα σφηκοφωλιά και μοβ γοργονέ τουαλέτα, τον βλέπουμε τέλος πάντων σε πολλές εκδοχές Αλμπέν-Ζαζά (όπου Αλμπέν είναι ο πληθωρικός γκέι του πρωταγωνιστικού ζευγαριού και Ζαζά η βραδινή περσόνα του στα σόου του Κλουβιού). Οσο και αν τον δούμε, όπως και αν τον δούμε, όμως, κάθε φορά αποδεικνύεται η αρχική εντύπωση: ότι δεν υπάρχει ουσιαστική μεταμόρφωση. Υπάρχει τσαχπινιά, υπάρχει σκέρτσο, ελαφρύ κούνημα γοφού, υπάρχει το «θέλω να είμαι ντίβα», αλλά ως εκεί: ο Φασουλής που ξέρουμε επαναλαμβάνεται- μόνο λίγο πιο ναζιάρης και με πολλά κοστούμια.

Η «τρελή» του Φασουλή μόνο τρέλα δεν διαθέτει. Χωρίς οίστρο άλλωστε διαγράφεται το σύνολο του εγχειρήματος. «Ολα είναι έρωτας, χλιδή και ακολασία στο Cage aux folles» τραγουδά ο θίασος, αλλά τίποτε δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο στην παράσταση από αυτές τις τρεις λέξεις. Τα σκηνικά του Γιώργου Γαβαλά ακολουθούν τη λογική του φτωχού συγγενή: όλη αυτή η υπερπαραγωγή που υποσχέθηκε η διαφημιστική εκστρατεία συνοψίζεται σε τρεις- τέσσερις καθρέφτες με λαμπιόνια για τα καμαρίνια, τρία- τέσσερα τραπεζάκια για το Caf Τropicana στη μαρίνα του Σεν-Τροπέ, άλλα τόσα τραπέζια (συν μερικά καδράκια στον τοίχο) για το εστιατόριο της Ζακλίν και λίγο περισσότερα έπιπλα (συν ένα άγαλμα) για το σπίτι του ζεύγους. Τέλος, μια σειρά φούξια σκαλοπάτια με λαμπάκια για το «μεγάλο» φινάλε.

Οσον αφορά τα κοστούμια της Ντένης Βαχλιώτη, συναντάμε μεγάλη ποικιλία σε όλα τα σχέδια και σε όλα τα χρώματα, σαν να παρακολουθούμε επίδειξη φιλόδοξης τελειοφοίτου που προσπαθεί να αποδείξει ότι μπορεί να χειριστεί όλα τα πατρόν και όλα τα υφάσματα για να εντυπωσιάσει τους καθηγητές της. Πέραν τούτου, καμία έμπνευση και καμία πρωτοτυπία και προπαντός καμία άποψη: περιποιημένες αναπαραγωγές όλων των ενδυματολογικών κλισέ που έχουμε συνηθίσει να συνδέουμε με τις έννοιες καμπαρέ, κλαμπ, ντραγκ κουίνς- μποά, παγέτες και μαστίγια- παρελαύνουν αδιάκοπα μπροστά στα μάτια μας.

Ερμηνευτικά, το απόλυτο κενό. Δεν υπάρχει ούτε ένας ηθοποιός ούτε ένας χορευτής-«κλουβινέλα» που να δικαιολογεί την παρουσία του: είναι όλοι εξίσου υποτονικοί και διεκπεραιωτικοί, κινούνται και μιλούν σε αργούς ρυθμούς, χωρίς ζωντάνια, σαν να μην τους κάνει κανένα κέφι που συμμετέχουν σε αυτό το εγχείρημα (με εξαίρεση την ξεχασμένη Νέλλη Γκίνη η οποία κάνει το παν για να εκμεταλλευτεί τον ρόλο εστιατόρισσας που της εμπιστεύτηκαν). Σε μουσικό επίπεδο, η βραδιά ξεχειλίζει από αγαπησιάρικα τραγούδια σε γλυκερές ενορχηστρώσεις, τα οποία επίσης κανένας δεν μπορεί να ερμηνεύσει γιατί κανένας δεν διαθέτει αξιόλογη φωνή.

Ποιος ο λόγος να ανεβάσεις σήμερα το «Κλουβί με τις τρελές»- ένα έργο ανατρεπτικό, που χρησιμοποιεί την κωμωδία και την υπερβολή για να σατιρίσει την υποκρισία και τον συντηρητισμό- όταν δεν είσαι διατεθειμένος να πάρεις κανένα ρίσκο; Ο δοκιμασμένος τηλεοπτικός συμπρωταγωνιστής (ο Γιάννης Μπέζος, όπως τον ξέρετε), ο νεαρός που αρέσει στα κορίτσια (ο Μέμος Μπεγνής, άχρωμος και άοσμος), το γκέι στοιχείο όσο μπορούμε να το αντέξουμε, εκφράσεις της μόδας («καλέ, αυτός δεν υπάρχει!» επαναλαμβάνει ασταμάτητα ο Φασουλής-Αλμπέν), όλα τα συστατικά της mainstream συνταγής είναι εδώ στην πιο τυποποιημένη δυνατή εκτέλεση. Δεν υπάρχει ούτε ένα εύρημα σκηνοθετικό που να ξαφνιάζει ευχάριστα. Ακόμη χειρότερα, δεν υπάρχει πουθενά διάθεση φρέσκιας επαναπροσέγγισης ενός παλαιού κειμένου, το οποίο βρίθει κατά τα άλλα από τη χαρά της ζωής και της διαφορετικότητας: αυτά για τον σκηνοθέτη συνιστούν μόνο επιφανειακά ερεθίσματα για πιασάρικες λύσεις χωρίς φαντασία και χωρίς ψυχή.

Μία ακόμη φορά ο Σταμάτης Φασουλής απέδειξε ότι το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να κατασκευάζει σουξέ. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό ως φιλοδοξία, γίνεται όμως ανασταλτικό όταν υπαγορεύει ολόκληρη τη δημιουργία ενός καλλιτεχνικού προϊόντος. Σαν καπάτσος πολιτικός που φροντίζει να πει και να δείξει κάτι για όλα τα γούστα και να μην αφήσει κανέναν παραπονεμένο οικοδομεί αυτό το στενάχωρο σύμπαν μικροαστικής αισθητικής που θα κερδίσει την ψήφο του «μέσου θεατή». Επιτέλους, κύριε Φασουλή! Τολμήστε! Και ας χάσετε το στέμμα…

larkoumanea@dolnet.gr