Oι από αιώνες χαμένοι ήχοι του επιγόνειου, της σάλπιγγας και της αρχαίας κιθάρας πρόκειται να ακουστούν και πάλι, χάρη στο μεγαλύτερο εγχείρημα φυσικής του κόσμου, όσον αφορά τη μουσική. Η τελευταία φορά που κάποιος μουσικός έπαιξε επιγόνειο- ένα μουσικό όργανο που μοιάζει με άρπα- ήταν στην αρχαία Ελλάδα. Σήμερα όμως επιστήμονες ηλεκτρονικών υπολογιστών κατόρθωσαν να αναβιώσουν τον ήχο του στο πλαίσιο ενός προγράμματος για τη συγκρότηση ορχήστρας από «χαμένα» μουσικά όργανα. Το ενδιαφέρον μάλιστα είναι ότι οι επιστήμονες δεν γνωρίζουν πώς ακριβώς ήταν το συγκεκριμένο όργανο. Ετσι, μόνη βοήθειά τους για την αναπαραγωγή του τρόπου με τον οποίο ακουγόταν αυτό, ήταν οι ιστορικές πηγές.

« Πρόκειται για έναν πραγματικά ενδιαφέροντα ήχο,μεταλλικό, καθαρό και ζωηρό » είπε ο Ντομένικο Βιτσινάτσα , μηχανολόγος στο Αstra- ένα ιταλικό πρόγραμμα με έδρα στο Σαλέρνο και στην Κατάνια. « Ταιριάζει θαυμάσια σε μεσαιωνικά και μπαρόκ μουσικά σύνολα,δένοντας με έγχορδα και ξύλινα πνευστά όργανα » πρόσθεσε. Η πρώτη δοκιμή ακούσματος του οργάνου έγινε μάλιστα το περασμένο Σαββατοκύριακο σε ένα συνέδριο στην Ιταλία, όπου μουσικοί έπαιξαν αρχαίες παρτιτούρες στο επιγόνειον, χρησιμοποιώντας ηλεκτρονικά πλήκτρα τα οποία προσομοίωναν τον ήχο του.

Κατόπιν αυτού η επιστημονική ομάδα ετοιμάζεται να επαναφέρει στη ζωή και άλλα αρχαία μουσικά όργανα. Σειρά έχουν η σάλπιγγα, αρχαιοελληνικό όργανο που έμοιαζε με τρομπέτα, και η κιθάρα, ένα είδος λύρας το οποίο παιζόταν στα αρχαία συμπόσια και στις γιορτές των Αθηνών και της Ρώμης. Απώτερος στόχος όλης της προσπάθειας είναι η διοργάνωση ενός κοντσέρτου, το οποίο θα δοθεί με όργανα που δεν έχουν ακουστεί εδώ και περισσότερο από 2.000 χρόνια.

Η ιδέα και οι μαθηματικές αρχές που κρύβονται πίσω από την ανακατασκευή πρώιμων μουσικών οργάνων υπάρχουν από τη δεκαετία του 1970, αλλά ο όγκος των πληροφοριών που έπρεπε να επεξεργαστούν οι υπολογιστές ώστε να γίνει πράξη η θεωρία, ήταν υπερβολικά μεγάλος για υπολογιστές παλαιότερων τεχνολογιών.

Σήμερα όμως οι ερευνητές μπορούν με το πάτημα μερικών πλήκτρων να χρησιμοποιήσουν την εκπληκτική υπολογιστική δύναμη του Grid, ενός δικτύου υπολογιστών που έχει δημιουργηθεί για να συμπτύξει τους τεράστιους όγκους δεδομένων, που αναμένεται να προκύψουν από τον Μεγάλο Επιταχυντή Αδρονίων (Large Ηadron Collider) του πυρηνικού ερευνητικού κέντρου CΕRΝ κοντά στη Γενεύη. Παρ΄ ότι αυτό το «μηχάνημα του Μπιγκ Μπανγκ» υπέστη πρόσφατα καταστροφική βλάβη με αποτέλεσμα να διακοπεί η λειτουργία του για τουλάχιστον έναν χρόνο, το δίκτυο των υπολογιστών μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άλλους σκοπούς. Και στην προκειμένη περίπτωση, για την αναβίωση μουσικών ήχων της αρχαίας Ελλάδας. Το επιγόνειον μοιάζει με τη σύγχρονη άρπα ή το βυζαντινό ψαλτήριο και αναφέρεται από τον Αθηναίο, ρήτορα και συγγραφέα του 183 μ.Χ. Οι ιστορικοί πιστεύουν ότι εφευρέθη ή τουλάχιστον εισήχθη στην Ελλάδα από τον Επίγονο, φημισμένο μουσικό από την Αμβρακία της Ηπείρου. Στον Επίγονο μάλιστα δόθηκε, κατά τις αρχαίες πηγές, η «ελληνική υπηκοότητα» ως αναγνώριση των μεγάλων μουσικών ικανοτήτων του, καθώς ήταν ο πρώτος ο οποίος έκρουσε τις χορδές του επιγόνειου με τα δάχτυλά του, αντί να χρησιμοποιήσει πένα. Το όργανο στο οποίο ο Επίγονος έδωσε το όνομά του, διέθετε 40 χορδές με διαφορετικά μήκη.

Το πρώτο όργανο το οποίο προσπάθησαν να αναδημιουργήσουν οι ιταλοί ερευνητές ήταν ένα μονόχορδο όργανο που έπαιζε ο μαθηματικός και επιστήμονας Πυθαγόρας. Οπως λέει και το όνομά του, το όργανο είχε μία χορδή, η οποία εκτεινόταν επάνω από ένα ηχείο. Η επιτυχής ανακατασκευή του μονόχορδου λοιπόν έδειξε ότι οι ερευνητές θα μπορούσαν να προχωρήσουν σε αναβίωση των ήχων και άλλων οργάνων. Πράγμα το οποίο γίνεται μέσω της συλλογής πληροφοριών από αρχαιολόγους, μηχανολόγους και ιστορικούς, οι οποίες συμβάλλουν στη γνώση των υλικών από τα οποία ήταν κατασκευασμένα τα όργανα, αλλά και στην περιγραφή του σχήματός του.

Ολα αυτά μεταφράζονται σε ένα πρόγραμμα για υπολογιστή το οποίο «τρέχει» σε εκατοντάδες υπολογιστές στην Ευρώπη, που συγκροτούν το Grid. Πάντως για την αναπαραγωγή 30 δευτερολέπτων μουσικής απαιτείται μια διαδικασία διάρκειας τεσσάρων ωρών! Ετσι όμως θα είναι δυνατή η δημιουργία ολόκληρων συνθέσεων, που θα είναι βασισμένες στους ήχους του επιγόνειου. Οι ερευνητές το έχουν ήδη χρησιμοποιήσει και μπορεί κανείς να ακούσει τις προσπάθειές τους στο Διαδίκτυο.

© Τhe Τimes, 2009 Ηχοι από το παρελθόν

Σύγχρονο βυζαντινό ψαλτήρι (ΝΟΤΕWΟRΤΗΥ WΟΟDWΟRΚΙΝG)

ΑΥΛΟΣ Οι σύγχρονες ανακατασκευές του οργάνου υποδεικνύουν ότι ο αυλός παρήγε έναν χαμηλό και αντηχούντα ήχο που μοιάζει με αυτόν του κλαρινέτου. Ηταν φτιαγμένος από δύο διπλά καλάμια, έμοιαζε αρκετά στο σημερινό όμποε και ο αυλητής για να παραγάγει μελωδία έπρεπε να φυσήξει σε ποικίλα διαστήματα και ταχύτητες.

ΣΥΡΙΓΞ Ελαβε το όνομά της από τη νύμφη η οποία μεταμορφώθηκε σε καλάμι για να κρυφτεί από τον Πάνα και στην ουσία αποτελεί τον πρόδρομο του «αυλού του Πανός». Διέθετε μια σειρά από ξύλινους σωλήνες διαφορετικού μήκους, οι οποίοι, όταν φυσούσε μέσα τους ο μουσικός, παρήγαν έναν γλυκό ήχο. Η σύριγξ συνόδευε συχνά απαγγελίες ποιημάτων. ΥΔΡΑΥΛΙΣ Ενα από τα πλέον πολύπλοκα μουσικά όργανα της αρχαίας εποχής, η ύδραυλις διέθετε ένα υδραυλικό σύστημα επάνω στο οποίο βασιζόταν για να λειτουργήσει και το οποίο συνδύαζε την παροχή νερού και αέρα για να δημιουργήσει έναν οξύ ήχο. Το 1885 βρέθηκε στην Καρθαγένηένα καλοδιατηρημένο πήλινο μοντέλο, αλλά η μεγάλη έκπληξη έχει έρθει από το Αρχαίο Δίον, όπου πριν από περίπου δέκα χρόνια βρέθηκε αρχαία ύδραυλις η οποία αποκαταστάθηκε και εκτίθεται σήμερα στο μουσείο της περιοχής. Παράλληλα έγινε η ανακατασκευή της και οι ήχοι της ακούστηκαν από το σύγχρονο κοινό.

ΜΟΝΟΧΟΡΔΟΝ Αποτελούνταν από μία και μόνη χορδή τεντωμένη επάνω από ένα ηχείο με μια κινητή γέφυρα ενδιαμέσως. Ορισμένοι μελετητές το τοποθετούν στην οικογένεια του λαούτου, χρησιμοποιήθηκε όμως για τον καθορισμό των μαθηματικών σχέσεων των μουσικών ήχων, δηλαδή ήταν ένας κανών. Συνήθως μάλιστα ονομαζόταν «ο πυθαγόρειος κανών», δεδομένου ότι εθεωρείτο εφεύρεση του Πυθαγόρα.

ΛΥΡΑ Υπήρξε το κατ΄ εξοχήν «εθνικό» μουσικό όργανο της Αρχαίας Ελλάδας και συνδεόταν με τη λατρεία του Απόλλωνα. Είχε επτά ή περισσότερες χορδές, καθεμία από τις οποίες ήταν κουρδισμένη σε διαφορετική νότα. Συνόδευε συχνά το τραγούδι, ενώ χάρη στον απλό μηχανισμό της και στην ιδιαίτερη ποιότητα του ήχου της, που ήταν ευγενής, διαυγής, γαλήνιος και αρρενωπός, χρησιμοποιήθηκε για την εκπαίδευση των νέων.