Είναι αναρίθμητες οι ιστορίες που κυκλοφορούν για τον Γιόζεφ Μπόις, νοθευόμενες και μη. Μία από αυτές είναι πως όταν ήταν μικρός ήθελε να γίνει γιατρός. Η επιθυμία του αυτή δεν έγινε πραγματικότητα, ίσως όμως εξηγεί σε έναν βαθμό τη μετέπειτα επιδίωξή του να γιατρέψει όλον τον κόσμο.

Η έκθεση με την οποία άνοιξε το εφετινό εκθεσιακό της πρόγραμμα η Ελληνοαμερικανική Ενωση μας δίνει λοιπόν μια μάλλον απρόσμενη ευκαιρία: την έκθεση-αφιέρωμα στον Γιόζεφ Μπόις με τίτλο «Joseph Βeuys και οι ελληνικές αναφορές στο έργο του». Η έκθεση περιλαμβάνει 31 έργα του Βeuys από τη συλλογή Van der Grinten Collection του γερμανικού μουσείου Μuseum Schloss Μoyland Foundation, που διαθέτει μία από τις πλουσιότερες και πληρέστερες συλλογές έργων του Βeuys στον κόσμο. Στόχος της έκθεσης είναι να διερευνήσει τη διαλεκτική σχέση του καλλιτέχνη με την αρχαιοελληνική σκέψη, μια ιδιαίτερη σχέση που ο Μπόις δημιούργησε με ήρωες όπως ο Οδυσσέας, η Ιφιγένεια, ο Αρχιμήδης και τη διαλεκτική προβληματική που ξεκίνησε με τον λόγο του Ηρακλείτου στην «Πλαστική Θεωρία». Την έκθεση επιμελούνται οι: Αρτεμις Ποταμιάνου, εικαστικός/επιμελήτρια, Ρέα Τhυnges-Στριγγάρη, ιστορικός τέχνης, και ο Γιάννης Μελανίτης, εικαστικός. Η έκθεση περιλαμβάνει επίσης ξεχωριστή ενότητα με τίτλο «Οι Δελφοί είναι το μέρος να ανταμώνει κανείς: 12 καλλιτέχνες για τον Joseph Βeuys με έργα ελλήνων και γερμανών καλλιτεχνών». Η ενότητα αυτή είναι εμπνευσμένη από φράση του Μπόις έπειτα από επίσκεψή του στους Δελφούς, «οι Δελφοί είναι το μέρος να ανταμώνει κανείς». Η φράση αυτή λειτουργεί ως αφορμή αλλά και κίνητρο: οι 12 καλλιτέχνες που συμμετέχουν εμπνέονται από τα έργα και τις ιδέες του Βeuys για την κλασική αρχαιότητα και δημιουργούν τα έργα που παρουσιάζονται συμπληρωματικά στις γκαλερί της Ελληνοαμερικανικής Ενωσης. Η κλασική αρχαιότητα που αποτελεί κοινό υπόβαθρο για πολλούς καλλιτέχνες δίνει το έναυσμα για τη δημιουργία καλλιτεχνικών δεσμών μεταξύ ελλήνων και γερμανών καλλιτεχνών και για διερεύνηση των καλλιτεχνικών τους καταγωγών και συγκλίσεων. Συμμετέχουν οι καλλιτέχνες: Walter Dahn, Felix Droese, Ιrmel Droese, Ιmi Κnoebel, Γιώργος Λάππας, Γιάννης Μελανίτης, Δάφνη & Παπαδάτος, Ρένα Παπασπύρου, Αρτεμις Ποταμιάνου, Κatharina Sieverding και Νίκος Χαραλαμπίδης.

Θα πρέπει να αντισταθούμε στην πρόδηλη, εδώ, προσπάθεια «οικειοποίησης» του Μπόις με όρους της δικής μας ταυτοτικής αγωνίας- μια πρακτική που μας χαρακτηρίζει και που έχει πλήξει ως και τον Πικάσο – και να σταθούμε στην ωραία ευκαιρία να γνωρίσει το αθηναϊκό κοινό τη μοναδική αυτή φυσιογνωμία. Γεννημένος το 1921 στο Κρέφελντ της Γερμανίας, όταν ο Γιόζεφ Μπόις τελείωσε το σχολείο, σχεδίαζε πράγματι να φοιτήσει σε ιατρική σχολή αλλά η προσδοκία αυτή πρέπει να έμοιαζε μάλλον ασήμαντη τη στιγμή που κλήθηκε, το 1940, να καταταγεί στον ναζιστικό στρατό. Λέγεται ότι ήταν τότε που ο άνθρωπος ο οποίος είχε συμμετάσχει στη συγκέντρωση της Νυρεμβέργης ως μέλος της χιτλερικής νεολαίας πρωτοένιωσε την παρόρμηση να γίνει καλλιτέχνης.

Εκπαιδεύτηκε ως πιλότος της Λουφτβάφε, πολέμησε με το Στούκας του στη Νότια Ρωσία, στην Ουκρανία και στην Κριμαϊκή Χερσόνησο και τιμήθηκε δύο φορές με τον Σιδηρούν Σταυρό. Το 1943, καθώς

© VG ΒΙLD-ΚUΝSΤ/ΟΣΔΕΕΤΕ 2009 Γιόζεφ Μπόις,Αuguren (Ευχές),1982,Μuseum Schloss Μoyland,Van der Grinten Collection

μαίνονται οι μάχες στη Σοβιετική Ενωση, το αεροπλάνο του Μπόις καταρρίπτεται στην Κριμαία και ο ίδιος τραυματίζεται σοβαρά. Μολονότι καλλιτεχνική παραγωγή ο κόσμος δεν θα δει από τον Γιόζεφ Μπόις παρά αρκετά αργότερα, σε αυτό ακριβώς το σημείο της κατάρριψης του αεροσκάφους του και του τραυματισμού του γεννιέται ο τεράστιος μύθος του. Ο ίδιος τα επόμενα χρόνια θα αφηγηθεί πώς τον περιμάζεψαν νομάδες Τάταροι, οι οποίοι άλειψαν το σώμα του με λίπος και το τύλιξαν με κετσέ για να κρατηθεί ζεστό και να επουλωθούν τα τραύματά του. (Η ιστορία είναι σχεδόν σίγουρα φανταστική και τα δύο υλικά, το λίπος και ο κετσές, θα αργήσουν να εμφανιστούν στα γλυπτά και στις εγκαταστάσεις του Μπόις.) Κατέληξε σε στρατιωτικό νοσοκομείο και επέστρεψε στο σπίτι του το 1946.

Ο Γιόζεφ Μπόις αναφερόταν στη ναζιστική εμπειρία της Γερμανίας ως «Η πληγή». Και αυτήν πρωτίστως την πληγή θέλησε να γιατρέψει με μια τέχνη για την οποία πίστευε ότι θα μπορούσε να επιφέρει πραγματική κοινωνική αλλαγή. Μολονότι φοίτησε στη Staatliche Κunstakademie του Ντύσελντορφ, η πραγματικά σπουδαία συνεισφορά του δεν θα αρχίσει παρά μία δεκαετία περίπου αργότερα, έπειτα από μια μακρά και επίπονη περίοδο σοβαρής ψυχολογικής κατάπτωσης, κατά την οποία βασανίζεται από αμφιβολίες για τις ιδέες του και τη δουλειά του. Ως το 1958, ωστόσο, φαίνεται να έχει ξεπεράσει την κρίση, όπως προκύπτει όχι μόνο από τον γάμο του με την καθηγήτρια Εικαστικών Εβα Βούμπαχ, την επόμενη χρονιά, αλλά και από τον διορισμό του ως καθηγητή στην Εδρα της Μνημειακής Γλυπτικής της σχολής όπου είχε φοιτήσει. Περίπου την ίδια εποχή ο καλλιτέχνης Ναμ Τζουν Πάικ της ομάδας Fluxus τον ενθαρρύνει να ασχοληθεί με έργα «ζωντανά», κάτι που ο Γιόζεφ Μπόις ακούει με προσοχή, πολύ γρήγορα όμως παίρνει τον δικό του δρόμο. Στην έκθεση Documenta 3, η οποία έγινε το 1964 στο Κάσελ της Γερμανίας, ο Μπόις λαμβάνει μέρος με σχέδια και γλυπτά της περιόδου 1951-1956, η σκέψη του όμως για μια «κοινωνική γλυπτική» έχει κιόλας ωριμάσει. Φυσιογνωμία ελκυστική και συγχρόνως σχεδόν τρομακτική, με το σημαδεμένο πρόσωπο, το γιλέκο και το καπέλο, ο Μπόις δηλώνει ότι «η σιωπή του Μαρσέλ Ντυσάν είναι υπερτιμημένη» σε μια δράση που μεταδίδεται ζωντανά από τη δυτικογερμανική τηλεόραση την ίδια χρονιά. Και το 1965, σε μια δράση που τιτλοφορείται, μάλλον εύστοχα, «Πώς να εξηγήσετε τις εικόνες σε έναν νεκρό λαγό», ο Μπόις περιφέρεται στην γκαλερί Schmela του Ντύσελντορφ και πράγματι εξηγεί τις εικόνες που κρέμονται στους τοίχους στον νεκρό λαγό που κρατά στην αγκαλιά του. Στη σχολή όπου διδάσκει ιδρύει, το 1967, την οργάνωση «Γερμανικό Φοιτητικό Κόμμα ως Μετακόμμα» (στην πρώτη συνεδρίαση συμμετέχουν 200 φοιτητές), η οποία το 1971 θα μετασχηματιστεί στη θρυλική «Οργάνωση για την Αμεση Δημοκρατία μέσω Ελεύθερου Δημοψηφίσματος». Ο Μπόις περιλαμβάνει στους κόλπους της 142 απορριφθέντες από τη σχολή, μια κίνηση την οποίαενισχύει λίγους μήνες αργότερα με την κατάληψη της Γραμματείας της Staatliche Κunstakademie, με το αίτημα να γίνουν δεκτοί 16 επίδοξοι φοιτητές οι οποίοι έχουν απορριφθεί. Την επόμενη χρονιά επαναλαμβάνει την κατάληψη με 54 φοιτητές, αυτή τη φορά με το επιπλέον αίτημα των «ίσων ευκαιριών στην εκπαίδευση» και αμέσως εκδιώκεται από τη θέση του καθηγητή.

Οι αφορισμοί του- από το δια σημότατο «Κάθε άνθρωπος είναι καλλιτέχνης» ως την πρότασή του να υψωθεί λίγο περισσότερο το Τείχος του Βερολίνου προκειμένου να βελτιωθούν αισθητικά οι αναλογίες του- γίνονται σημεία αναφοράς που ενισχύουν τον μύθο του, έναν μύθο που ομολογουμένως ο ίδιος προάγει με επιδεξιότητα. Αλλωστε συχνά λέγεται ότι τα έργα που μας έχει κληροδοτήσει ο Μπόις-τα σχέδιά του, τα αντικείμενα, οι καταγραφές των δράσεών του σε φιλμ, καθώς και τα επιβλητικά γλυπτικά του περιβάλλοντα- δεν έχουν πλέον την ίδια δύναμη χωρίς τον ίδιο. Λέγεται ότι η πραγματική αξία του ασυνήθιστου καλλιτέχνη και στοχαστή, ο οποίος πέθανε μάλλον πρόωρα το 1986, βρισκόταν στην προσωπικότητά του και όχι στα έργα του αυτά καθαυτά. Είναι αλήθεια ότι ο Γιόζεφ Μπόις, με την ακούραστη διάθεσή του να συζητεί με όλους επί ώρες κατά τη διάρκεια των δράσεων και των διαλέξεών του, πράγματι προσέδιδε μια αδιαμφισβήτητη ζωντάνια στα δημιουργήματά του. Από την άλλη πλευρά, τα ίδια αυτά δημιουργήματα έχουν κρατήσει κάτι από την υπερβατικότητα του δημιουργού τους, σαν να κατοικεί για πάντα ο ίδιος μέσα τους. Η εκκεντρικότητα του Γιόζεφ Μπόις (το 1974, στην γκαλερί Rene Βlock στη Νέα Υόρκη, πέρασε τέσσερις ημέρες σε μια αίθουσα με ένα άγριο κογιότ) είναι ασφαλώς η πιο προβεβλημένη πλευρά της δραστηριότητάς του. Η αληθινή αξία του όμως ίσως βρίσκεται σε αυτή την πρωτόγνωρη ιδιότητα της τέχνης του να μεταδίδει διαρκώς την αίσθηση ότι είναι έτοιμη να πηδήξει επάνω σου και να σε αρπάξει από τον λαιμό. Δεν θα μάθουμε ποτέ κατά πόσον ο περίεργος αυτός άνθρωπος όντως πίστευε ότι η πραγματική κοινωνία θα μπορούσε να βελτιωθεί μέσω της τέχνης. Ισως όμως την καλύτερη επισήμανση την έκανε βρετανός κριτικός της τέχνης αντικρίζοντας την έκθεση, προ ετών, στην Τate Μodern: «Ωστε έτσι είναι η τέχνη μετά το Αουσβιτς…».

Δεν έχει ιδιαίτερο νόημα να εξηγήσουμε εδώ πώς η διάθεση της τέχνης του Μπόις να διασπάσει κάθε επιβεβλημένο όριο επηρέασε άλλους καλλιτέχνες. Πράγματι επηρέασε πολλούς. Στην πραγματικότητα, όμως, η προσωπικότητα του Μπόις θα μπορούσε να περιγραφεί με τον όρο «στοχαστική παρόρμηση». Το κλίμα, η ατμόσφαιρα της δουλειάς του επηρεάζει περισσότερο από τις όποιες μορφολογικές επινοήσεις του. Ως καλλιτέχνης ο Γιόζεφ Μπόις ήταν ένας ιδιότυπος πρωτοπόρος. Ως προσωπικότητα με αντίκτυπο στους τομείς των τεχνών, του κοινωνικού στοχασμού και της πολιτικής δράσης αποτελεί μία από τις σημαντικότερες περιπτώσεις του 20ού αιώνα.