Στη μεταπολεμική συμμετρία του τρόμου που αποκαλείται ψυχρός πόλεμος, η πολιτιστική κυριαρχία ήταν το λογικό επακόλουθο της στρατιωτικής και οικονομικής ηγεμονίας που επέβαλαν διεθνώς οι ΗΠΑ. Ο Αφηρημένος Εξπρεσιονισμός συμβόλιζε τον «ελεύθερο κόσμο» απέναντι στην αντίπαλη αισθητική του Σοσιαλιστικού Ρεαλισμού. Είναι γνωστό ότι οι διάφορες προπολεμικές τάσεις της ευρωπαϊκής Αφαίρεσης είχαν πολύ περιορισμένη απήχηση. Αντίθετα, η επιρροή της μεταπολεμικής Αφαίρεσης της Σχολής της Νέας Υόρκης, αλλιώς των « Οξύθυμων», πήρε τεράστιες διαστάσεις. Εκτός όμως από ιστορία καλλιτεχνικού θριάμβου, ήταν συνάμα απόλογος ψυχικής συντριβής πολλών δημιουργών του, μια αλυσίδα αλκοολισμού, αυτοκτονιών και βίαιων θανάτων. Ωστόσο οι μηχανισμοί προώθησης της τέχνης διακήρυσσαν ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες έπνεε ο άνεμος της απόλυτης ελευθερίας που χρειαζόταν ο καλλιτέχνης για να εκφραστεί δημιουργικά, εν αντιθέσει προς τη Σοβιετική Ενωση όπου όλοι έπρεπε να φοράνε τον στενό κορσέ του Σοσιαλιστικού Ρεαλισμού.

Ο Στάμος (Νέα Υόρκη 1922- Λευκάδα 1997) δεν ήταν ούτε Αφηρημένος ούτε Εξπρεσιονιστής την εποχή της φωτογραφίας- όπως άλλωστε και κανείς άλλος από τους καλλιτέχνες της φωτογραφίας δεν ήταν ή δεν υπήρξε ποτέ και τα δύο.

Ο όρος «Αφηρημένος Εξπρεσιονισμός» είναι μια από τις, όχι λίγες, εσφαλμένες ετικέτες που χρησιμοποιούνται αβασάνιστα στην ιστορία της τέχνης επειδή άρεσαν και «κόλλησαν»: καθώς αντιπροσώπευε την πρώτη εξαγώγιμη τάση της αμερικανικής τέχνης, δεν είναι περίεργο που ηχεί βαρύγδουπο και δημιουργεί συνειρμούς που το συνδέουν με παλιότερα ρεύματα της μοντέρνας τέχνης. Αλλωστε το ότι είναι γνωστό και με εναλλακτικούς όρους όπως «Σχολή της Νέας Υόρκης», «Ζωγραφική της Δράσης» κ.ά. επιβεβαιώνει την αμηχανία των θεωρητικών απέναντι στην ολοφάνερη ανομοιογένεια του έργου των καλλιτεχνών που περιλαμβάνονται κάτω από την ομπρέλα του όρου. Τελικά το σημαντικότερο κοινό χαρακτηριστικό τους, από τον γηραιότερο Τόμλιν (γ. 1899) ως τον νεότερο Στάμο, είναι αυτό που εύστοχα περιέχει ο τίτλος της φωτογραφίας:

Στο πνεύμα της εποχής που ήθελε «τα νιάτα» οργισμένα,οι 15 καλλιτέχνες στην ιστορική φωτογραφία,με το ιερατείο του Αφηρημένου Εξπρεσιονισμού σε πλήρη ανάπτυξη, αυτοαποκαλούνταν «Οι Οξύθυμοι» (περιοδικό «Life»,1951).Κάποια στοιχεία της εικόνας είναι σημειολογικώς ερεθιστικά: οι τρεις πρώτοι είναι οι μόνοι που φαίνονται ολόσωμοι και σχηματίζουν ένα ημικύκλιο.Ο πρώτος (από τα δεξιά),ο Μαρκ Ρόθκο,σαράντα επτά ετών τότε,ήταν ήδη ένας δικαιωμένος κλασικός της αμερικανικής τέχνης.Ο δεύτερος,ο Μπάρνετ Νιούμαν,45 ετών, κάθεται σταυροπόδι αντικρίζοντας τον φακό με την άνεση του φθασμένου.Το ημικύκλιο κλείνει ένας νεαρός με πλούσια μαλλιά,φρύδια και μουστάκια: κάθεται πάνω σε ένα τραπεζάκι στο οποίο έχει ανενδοίαστα ανεβάσει και το πόδι του και μας καρφώνει με το πιο διαπεραστικό (μαζί με του Τζάκσον Πόλοκ,πίσω από τον Νιούμαν) βλέμμα της παρέας.Είναι ο Θεόδωρος Στάμος,ετών 28, παιδί ελλήνων μεταναστών,γεννημένος στη Νέα Υόρκη.

Οξύθυμοι. Πρόκειται φυσικά για την οργή απέναντι στα συστήματα σκέψης και τις μεθόδους δράσης που διαχειρίστηκαν την εμπειρία και χειραγώγησαν την προσδοκία, το παρελθόν και το μέλλον των καλλιτεχνών στον δυτικό κόσμο.

Στην έκθεση «Τα Κόκκινα», η οποία εγκαινιάστηκε πρόσφατα και θα διαρκέσει ως τον Ιούνιο, παρουσιάζεται μια φάση από την εποχή της καλλιτεχνικής του ωριμότητας. Είχε προηγηθεί ο λυρισμός της αρχικής δεκαετίας του έργου του (π. 1944-

53) με αναφορές- τι άλλο;- ευρωπαϊκής προέλευσης, είτε απευθείας από σουρεαλιστές όπως ο Αρπ ή ο Τανγκύ είτε μέσα από το έργο του Αβερι, ενός πρώιμου αμερικανού μοντερνιστή ο οποίος «εγκατέστησε» στο αμερικανικό λεξιλόγιο τα επιτεύγματα του Ματίς. Είναι ένας δρόμος που τον βάδισαν σχεδόν όλοι οι Οξύθυμοι προτού τον αφήσουν πίσω τους για να χαράξουν τα δικά τους μονοπάτια.

Ετσι ο δεύτερος κόσμος του Στάμου (π. 1954-1990) διαγράφεται ανεικονικός, απελευθερωμένος από τους φραγμούς της προκαθορισμένης σύνθεσης, αναρχικά εκτεινόμενος προς όλες τις κατευθύνσεις, ένας κόσμος όπου ανάμεσα στην έμπνευση και τη δημιουργία υπάρχουν τα υλικά της ζωγραφικής και τίποτε άλλο. Η διαδικασία στα έργα αυτά δεν καθορίζει απλώς το αποτέλεσμα, αλλά είναι το αποτέλεσμα της προσπάθειάς του. Ο τελευταίος κόσμος του Στάμου από το 1990 ως τον θάνατό του, το 1997 στη Λευκάδα, έχει ως κύριο χαρακτηριστικό του την εξπρεσιονιστική σφοδρότητα και την ανάπτυξη μιας καλλιγραφίας που, χωρίς να απεικονίζει αναγνωρίσιμα αντικείμενα, είναι παραστατική στην ουσία της- δεν είναι αφηρημένη τέχνη. Οπως και οι περισσότεροι από τους φίλους του της φωτογραφίας, ο Στάμος υπέφερε ζωγραφίζοντας και ζωγράφιζε φιλοσοφώντας. Οι φυσικές, προπάντων όμως οι μεταφυσικές αγωνίες του, έκαναν τον γύρο του κόσμου ως εικαστικά του δημιουργήματα σε πολλές αναδρομικές παρουσιάσεις του έργου του όσο ζούσε. Αν και από τη δεκαετία του 1970 η επαφή του με την Ελλάδα έγινε πυκνότερη, αφού περνούσε τα καλοκαίρια του στη Λευκάδα, δεν φαίνεται να υπήρξε κάποιας μορφής αλληλεπίδραση με το εγχώριο καλλιτεχνικό δυναμικό. Δεν είναι περίεργο. Οι συνομήλικοί του της Αφαίρεσης είχαν προ πολλού υιοθετήσει άλλες μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης ή δεν ζούσαν πια. Οι νεότεροι «έγραφαν» έτσι κι αλλιώς σε μια άλλη γλώσσα. Είχαμε περάσει στην εποχή της «μεταμόρφωσης του κοινότοπου», εποχή στην οποία η φλόγα του κόκκινου, ψηφιακή πλέον, δεν ήθελε- και φυσικά ούτε μπορούσε – να κάψει τίποτε.

Η έκθεση «Stamos-Reds» παρουσιάζεται στον χώρο της Συλλογής Πορταλάκη, Πεσμαζόγλου 8, Αθήνα. Ως τις 30 Ιουνίου.

Ο κ.Αντώνης Κωτίδης είναι καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.