Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι μια φανταστική «παραλία των Τιράνων». Λίγο η ακατάστατη και ελαττωματική τσιμεντόστρωση, λίγο οι τυχαίες και ανορθόγραφες κατασκευές, λίγο το ημίφως βαλκανικής αστικής περιφέρειας, λίγο η ομίχλη και ο βλοσυρός καιρός, η παραλία της Θεσσαλονίκης αναζητούσε χρόνια ένα νέο πρόσωπο, μια ριζική παρέμβαση που θα τη μετέτρεπε σε αυτό που πραγματικά είναι: ένα από τα ωραιότερα κομμάτια ελληνικής πόλης με εξαιρετικά φυσικά χαρίσματα και θέα προς τη θάλασσα του Θερμαϊκού και προς την κορυφογραμμή του Ολύμπου.

Το 2000 ο Δήμος Θεσσαλονίκης προκήρυξε αρχιτεκτονικό διαγωνισμό για την ανάπλαση της Νέας Παραλίας τον οποίο κέρδισαν οι αρχιτέκτονες Πρόδρομος Νικηφορίδης και Μπερνάρ Κουόμο, σε συνεργασία με τους Ρ. Κάστρο και Σ. Ντενίσοφ. Οι αρχιτέκτονες ξεκίνησαν από τη βασική αρχή ότι η παραλία είναι εδώ και χρόνια τόπος περιπάτου, πράγμα που οφείλεται στο αδιατάρακτα γραμμικό της ανάπτυγμα, προϊόν επιχωμάτωσης της δεκαετίας του 1960. Τη διαφύλαξη αυτού του χαρακτήρα την αντιλήφθηκαν αμυντικά, μέσω της διατήρησης της σκληρής ακτογραμμής και του ευθύγραμμου κρηπιδώματος που αποτελεί αδιαπέραστο όριο μεταξύ στεριάς και θάλασσας. Πρόκειται για δύο κόσμους χωρίς δυνατότητα ανταλλαγών, όπου το υγρό στοιχείο μετατρέπεται σε «νεκρά θάλασσα», αντίθετα με τη χρήση και τη λειτουργία που είχε ιστορικά ο κόλπος του Θερμαϊκού για τους κατοίκους της Θεσσαλονίκης. Η επιλογή ωστόσο αυτή είναι πιθανόν να μην ανήκει αποκλειστικά στους αρχιτέκτονες.

Οι Νικηφορίδης και Κουόμο διαμόρφωσαν ταυτόχρονα το «εσωτερικό» μέτωπο του έργου, σε επαφή με την παραλιακή λεωφόρο, επιδιώκοντας αυτό που αποτελεί το μεγαλύτερο χάρισμα της συνολικής παρέμβασης. Τη διατύπωση δηλαδή μιας χωρικής αφήγησης που να είναι αφενός ελκυστική και χρηστική, αφετέρου να υποβάλλεται στον απόλυτα συνεπή έλεγχο των εκφραστικών μέσων με την υιοθέτηση σειράς σχεδιαστικών αρχών, έτσι ώστε να αποφευχθούν οι εύκολες υπερβολές και η επίδειξη και να χαθεί ο έλεγχος μιας παρέμβασης σε δημόσιο χώρο που πλησιάζει σε μήκος, όταν ολοκληρωθεί, τα τριάμισι χιλιόμετρα. Η παρέμβασή τους δεν είναι «σκληρή», όπως σε μια δομικά φορτισμένη δημόσια πλατεία-κατάλογο υλικών και κατασκευαστικών λύσεων (τελευταία της μόδας στα καθ΄ ημάς), αλλά καταφεύγει στη διατύπωση σειράς θεματικών επεισοδίων όπου η χρήση των φυτών, της βλάστησης και του νερού σε συνδυασμό με υλικά όπως το σίδερο, το μάρμαρο, το ξύλο και η πέτρα, αλλά και τα μαλακά δάπεδα, επεξεργάζονται χώρους διφορούμενους και αλληγορικούς, αναζητώντας μια ποιητική διάσταση την οποία εν πολλοίς αποκαλύπτουν. Η έννοια των «αστικών» ή των «πράσινων» δωματίων ανήκει στο τρέχον και κάποτε βερμπαλιστικό ρεπερτόριο της σύγχρονης αρχιτεκτονικής· το ανάπτυγμα εν τούτοις των κήπων του Νικηφορίδη και του Κουόμο στη Νέα Παραλία (κήπος του ήχου, των ρόδων, της μνήμης, του νερού, της μουσικής) διαμορφώνει μια απρόβλεπτη ποικιλία «ιδιωτικών» τόπων ιαπωνίζουσας ευαισθησίας, στοχαστικούς και εσωστρεφείς που, όπως φάνηκε μετά τα πρόσφατα

Οψη της Νέας Παραλίας της Θεσσαλονίκης

εγκαίνια, το κοινό περιεργάζεται με καλοπροαίρετο και κάποτε απορημένο θαυμασμό. Αποκαλύπτεται έτσι για άλλη μία φορά η παιδευτική διάσταση του καλού σχεδιασμού, που στην περίπτωση αυτή έχει οδηγήσει σε απρόσμενα προσεκτική χρήση του έργου από τους πολίτες.

Οι δύο αυτοί γραμμικοί χώροι, ο δημόσιος του περιπάτου και ο ιδιωτικός των στάσεων, συναντώνται στην ενδιάμεση αλέα που αποτελεί, ιδιαίτερα τις βραδινές ώρες, ένα είδος φυσικού διαφώτιστου φίλτρου, σημείο αναφοράς που ενοποιεί τον χώρο (και του οποίου η γραμμική φορά τονίζεται ίσως υπερβολικά). Ο «καλλιεργημένος» σχεδιαστικός έλεγχος είναι σχεδόν παντού ικανοποιητικός, όπως ικανοποιητική είναι και η εκτέλεση, με φροντίδα και ποιότητες αναπάντεχες για δημόσιο έργο στην Ελλάδα. Προκύπτει η ικανότητα διαχείρισης μιας μεγάλης κλίμακας παρέμβασης στον δημόσιο χώρο, πράγμα στο οποίο δεν είμαστε συνηθισμένοι, καθώς και η αίσθηση του μέτρου και μιας ανάλαφρης κομψότητας που διατρέχει το έργο σε κάθε γωνιά.

Η Νέα Παραλία της Θεσσαλονίκης και η διαδοχική Νέα Πλατεία του Λευκού Πύργου αποτελούν πλέον έναν από τους πιο επιτυχημένους δημόσιους τόπους στην Ελλάδα. Για την Ιστορία, η ανάπλαση της Νέας Παραλίας κέρδισε το βραβείο του καλύτερου δημόσιου έργου στον διαγωνισμό Βραβείων 2008 του Ελληνικού Ινστιτούτου Αρχιτεκτονικής.

Ο κ.Αντρέας Γιακουμακάτος είναι αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας και Θεωρίας της Αρχιτεκτονικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

agiacum@arch.auth.gr