Oκτώ χρόνια μετά την πρώτη επαφή του με το αναγνωστικό κοινό, με τους «Τέσσερις τοίχους»- το πρώτο του μυθιστόρημα, το 2000, από τις εκδόσεις Ροδακιό-, ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης επιμένει στη συγγραφή περιπλανώμενος σε πολλά είδη: διηγήματα, θεατρικά αφηγήματα, θεατρικά έργα- με τα τελευταία να σημειώνουν καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία. Το έργο του «Λα Πουπέ», το οποίο παίζεται στο θέατρο Σφενδόνη για δεύτερη σεζόν, απέσπασε ιδιαιτέρως θετικές κριτικές. Στις 19 Δεκεμβρίου ένα άλλο έργο του, η «Λάσπη», έκανε πρεμιέρα στο θέατρο της οδού Κεφαλληνίας. Ο ίδιος προτιμά να διατηρεί τους τόνους χαμηλούς, να μοιράζεται τη θεατρική επιτυχία και να βλέπει με καλό μάτι την «επανάσταση» των νέων σήμερα.

– Οι κριτικοί είδαν με ενθουσιασμό το «Λα Πουπέ»,ενώ το κοινό συρρέει στην παράσταση.Τι σημαίνει για σας αυτό;

«Θα ήταν διαφορετική η απάντηση αν μιλούσαμε για ένα βιβλίο μου, ένα μυθιστόρημα, ας πούμε. Στο θέατρο η επιτυχία έχει να κάνει κατά πολύ και με τους υπόλοιπους συντελεστές, τη μοιραζόμαστε. Με την Αννα (Κοκκίνου), τη Στέλλα (Γαδέδη) , τον Νίκο (Αλεξίου) και όλους τους «συνενόχους». Η χαρά δεν ερμηνεύεται, απλώς βρίσκεται εκεί. Δεν είναι η χαρά της προσωπικής καταξίωσης. Είναι η χαρά ότι πολύς άγνωστος κόσμος απολαμβάνει κάτι που επινόησες εσύ. Είναι σαν να κάνεις όλο αυτό το απρόσωπο κοινό φίλους σου!».

– Στη «Λάσπη» οι καταστάσεις και τα πρόσωπα δεν θυμίζουν κανένα άλλο έργο σας.Ποια ήταν τα ερεθίσματα αυτή τη φορά;

«Πιστεύω ότι η “Λάσπη” και το “Λα Πουπέ” είναι δύο απολύτως διαφορετικά έργα. Το μόνο κοινό τους είναι ότι έχουν και τα δύο το στοιχείο του θρίλερ και της κωμωδίας. Πάντοτε βασικό ερέθισμα για μένα είναι το να διηγηθώ μια ιστορία. Μια αρχική ιδέα αποτελεί την αφορμή για να ξεκινήσω την εξιστόρηση, το χτίσιμο του παραμυθιού. Εδώ η ιδέα ήταν ότι επιστρέφει μια γυναίκα στο παλιό οικογενειακό της σπίτι και βρίσκει μέσα άλλους ανθρώπους, που έχουν κάνει κατάληψη. Τους διώχνει, αυτοί δεν φεύγουν, και όλα στο τέλος γίνονται λάσπη. Δεν χρειάζομαι πολλά παραπάνω για να αρχίσω. Βαθύτερα νοήματα και τα ρέστα δεν με απασχολούν. Μοιραία όμως, όσο χώνεσαι περισσότερο στο σύμπαν των ηρώων, όσο τα πρόσωπα σαρκώνονται, ανακύπτουν θέματα, στοιχεία προβληματισμού, ερωτήματα για την ανθρώπινη φύση, για τον κόσμο. Καταλήγει λοιπόν το έργο να έχει να πει κάτι πέρα από το απλό στόρι. Αυτό όμως γίνεται κάπως… τυχαία, δεν είναι στην πρόθεσή μου να μεταφέρω μηνύματα σοφίας. Μόνο να φυσήξω ζωή στους ήρωες, να ακούσω την καρδιά τους να χτυπά». – Τι αλλάζει για σας από έργο σε έργο.Νιώθετε ότι κατακτάτε την τέχνη σας ολοένα περισσότερο; «Νομίζω πως με τον καιρό γίνομαι λίγο καλύτερος, ναι… Ωστόσο τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή μου ήρθαν όταν δεν είχα καμία φιλοδοξία. Ούτε η τέχνη αλλά ούτε η ζωή “μασάει” από εκβιασμούς του τύπου “θέλω αυτό, άρα πρέπει να γίνει αυτό”. Μόνο η αναζήτηση σε βγάζει κάπου. Και η γνήσια επιθυμία- όχι η φιλοδοξία. Ακόμη και οι φιλόδοξοι δεν πέτυχαν λόγω της φιλοδοξίας τους, αλλά από κάτι άλλο, που ίσως δεν είναι τόσο προφανές».

– Ποιο θα είναι το επόμενο βήμα σας;Να περιμένουμε επιστροφή στο μυθιστόρημα ή το θέατρο σας έχει κατακτήσει απόλυτα;

«Επόμενο βήμα είναι το επόμενο μυθιστόρημα. Βασικό πεδίο μου παραμένει η πεζογραφία. Το θέατρο είναι ένα ξεμυάλισμα ή, ίσως, μια νοσταλγική επιστροφή στα νεανικά και φιλόδοξα χρόνια».