«Τα εγκλήματα των ΗΠΑ την ίδια περίοδο (σ.σ.: μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο) έχουν καταγραφεί πολύ επιλεκτικά,για να μην ερευνήσουμε το κατά πόσον έχει γίνει τεκμηρίωση, παραδοχή ή αναγνώρισή τους ως εγκλημάτων. (…) Ο Μπους και ο Μπλερ γυρίζουν την πλάτη τους στον θάνατο. (…) Ο θάνατος 2.000 Αμερικανών είναι ντροπή.Οδηγήθηκαν στους τάφους τους μέσα στο σκοτάδι.Οι κηδείες είναι ήσυχες,δεν ενοχλούν κανέναν.Οι ακρωτηριασμένοι σαπίζουν στα κρεβάτια τους,μερικοί για το υπόλοιπο της ζωής τους.Οπότε οι νεκροί και οι ακρωτηριασμένοι σαπίζουν και οι δύο σε τάφους διαφορετικών ειδών».

Τα αιχμηρά λόγια του Χάρολντ Πίντερ στην πολυσυζητημένη ομιλία του την ημέρα που τιμήθηκε με το βραβείο Νομπέλ (το 2005) ήχησαν ξανά όταν την παραμονή των Χριστουγέννων ανακοινώθηκε ο θάνατός του στα 78 του χρόνια. Ηταν ο θεατρικός συγγραφέας με τη μεγαλύτερη ίσως επιρροή στο μεταπολεμικό θέατρο, έργα του όπως «ο Επιστάτης» και το «Πάρτι γενεθλίων» καθόρισαν τη σύγχρονη πρωτοπορία – σκηνοθέτης, ηθοποιός και ταυτόχρονα αγαπημένος ποιητής της Αριστεράς. Το ύφος του ήταν τόσο διακριτό ώστε ο όρος «πιντερικό» εισήχθη στο αγγλικό λεξικό της Οξφόρδης. Από το 2002 έπασχε από καρκίνο. Το 2005 δήλωσε ότι παραιτείται από τα θεατρικά του ενδιαφέροντα για να επικεντρωθεί στα δράματα της πραγματικής πολιτικής.

Τα πρώτα βήματα
Ο Χάρολντ Πίντερ γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Χάκνεϊ, μια εργατική συνοικία του Ανατολικού Λονδίνου, το οποίο εξηγεί εν μέρει το ότι σε όλη του τη ζωή, εντός και εκτός σκηνής, τάχθηκε στο πλευρό των «αδυνάμων». Ηταν μοναχογιός εβραίου ράφτη πορτογαλικής καταγωγής (πραγματικό όνομα: Ντα Πίντα). Τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στις φτωχογειτονιές σημαδεύτηκαν από το συναίσθημα που ο ίδιος χαρακτήρισε « πόνο αποχωρισμού και φόβο ενός αβέβαιου μέλλοντος » κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1949 ο Πίντερ ήταν ήδη ένας αντιρρησίας συνειδήσεως όταν αρνήθηκε να καταταγεί στον στρατό. Την ίδια χρονιά ξυλοκοπήθηκε αφού επιτέθηκε στους φασίστες στο Ιστ Εντ.

Το 1948 γράφτηκε στη Βασιλική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης, την οποία όμως εγκατέλειψε έναν χρόνο αργότερα. Φοίτησε στην Κεντρική Σχολή Λόγου και Δραματικής Τέχνης και για λίγο δούλεψε ως ηθοποιός σε διάφορους επαρχιακούς θιάσους ρεπερτορίου με το ψευδώνυμο Ντέιβιντ Μπάιρον. Την ίδια περίοδο, δηλαδή αρχές της δεκαετίας του 1950, γράφει τα πρώτα του ποιήματα, στα οποία είναι πρόδηλη η επιρροή του Ντίλαν Τόμας. Το 1968 εκδόθηκε για πρώτη φορά η ανθολογία των ποιημάτων του (έχουν μεταφραστεί και στα ελληνικά).

Από το πρώτο κιόλας θεατρικό του έργο, ένα μονόπρακτο με τίτλο «Το δωμάτιο», που ανέβηκε το 1957 στο Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ, άρχισαν να διαφαίνονται οι κύριες αρετές του ξεχωριστού του τρόπου: ο κλειστός χώρος από τις ρωγμές του οποίου τελικά εισβάλλει ο κίνδυνος που μας απειλεί. Ηδη από τότε έγραψαν ότι ξεκινάει μια νέα εποχή στο αγγλικό θέατρο. Σύντομα ανέβηκε το «Πάρτι γενεθλίων», το πρώτο κανονικής διάρκειας έργο του, που αρχικά αποδοκιμάστηκε από την κριτική και το κοινό (το 1958) για να φτάσει να θεωρείται σήμερα ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα της πρωτοπορίας, το οποίο παίζεται ξανά και ξανά στα θέατρα όλου του κόσμου. Με τον «Επιστάτη» (1960), ένα δράμα πάνω στην αδυναμία επικοινωνίας των ανθρώπων (που ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1965 στο Θέατρο Τέχνης σε σκηνοθεσία Κουν με τον Θύμιο Καρακατσάνη) και μετά με τον «Γυρισμό» (1965) και την «Προδοσία» (1978), ο Πίντερ καθιερώνεται ως το κορυφαίο ταλέντο του μοντερνισμού.

Μεταξύ των θεατρικών του έργων ξεχωρίζουν τα μονόπρακτα «Νυχτερινό σχολείο», «Η συλλογή» (1961), «Ο εραστής» (1963), «Πρόσκληση για τσάι» (1965), «Το υπόγειο» (1967), τα πιο γνωστά «Παλιοί καιροί» (1971), «Μονόλογος» (1975) και «Ουδέτερη ζώνη» (θα ανεβεί σύντομα στο θέατρο Duke of Υork του Λονδίνου), η τριλογία μονοπράκτων με γενικό τίτλο «Αλλοι τόποι» (1982). Συνολικά έγραψε περισσότερα από τριάντα έργα. Αλλά ο Πίντερ είχε επίσης σκηνοθετήσει για το θέατρο, ανεβάζοντας το 1970 και το μοναδικό θεατρικό έργο του θεμελιωτή του μοντερνισμού Τζέιμς Τζόις με τίτλο «Εξόριστοι». Στο ελληνικό κοινό τα έργα του ανέβηκαν πρώτα από τον Κάρολο Κουν και το Θέατρο Τέχνης. Καθρέφτης του πραγματικού
Βαθύτατα επηρεασμένα από τον Σάμιουελ Μπέκετ, τα θεατρικά κείμενα του Πίντερ έμοιαζαν μέσα στη λιτότητά τους απλώς σαν καταγραφές προφορικού λόγου, χωρίς κανένα λογοτεχνικό φτιασίδωμα. Αυτό ήταν το μεγαλείο και η δύναμή τους: οι απολύτως αποδραματοποιημένοι διάλογοι, καθρέφτης της πιο κοινότοπης γλώσσας, μπόρεσαν να μεταδώσουν στο κοινό την ωμότητα της καθημερινότητας, τον κυνισμό του μεταπολεμικού κόσμου, και να μεταφέρουν τη φρίκη, τον σιωπηλό πόνο, τον τρόμο, το κενό που είχε νιώσει και ο ίδιος ως άνθρωπος. Διάσημοι οι υπαινιγμοί αλλά και οι παύσεις ή «σιωπές» στις προτάσεις του, που φόρτιζαν την ένταση. Μόνιμες θεματικές του τα μυστικά που μας ενώνουν και μας απομακρύνουν, οι ανομολόγητες επιθυμίες. Το έργο του συμπύκνωσε όλη την πραγματικότητα του μεταπολεμικού κόσμου και του Ψυχρού Πολέμου και είναι ταυτόχρονα ύμνος στον άνθρωπο.

Η σχέση του με τον κινηματογράφο
Ο κόσμος που αναπαριστά ο Πίντερ μοιάζει επιφανειακά απόλυτα τακτοποιημένος, αλλά ο πόνος, η ενοχή και η βία ελλοχεύουν. Κάποια στιγμή θα προβάλουν στην επιφάνεια ξαφνικά, εξαιτίας της αδήριτης ειμαρμένης, αλλά θα βγουν χωρίς πυροτεχνήματα και λυρισμό, απλά και φυσικά, όπως όταν σβήνουν τα φώτα και πέφτει η αυλαία. Το απόλυτα ρεαλιστικό, στεγνό και υπογείως τραγικό ύφος του Πίντερ, η γυμνή του γλώσσα (« συστηματικό στρατήγημα για να κρύψεις την ίδια σου τη γύμνια » είχε πει) ταίριαξε στον κινηματογράφο, στον οποίο πρόσφερε εξαιρετικά σενάρια συνεργαζόμενος κυρίως με τον σημαντικό σκηνοθέτη Τζόζεφ Λόουζι: «Ο υπηρέτης» (1963), «Το δυστύχημα» (1967), «Ο μεσάζων» (1971) θεωρούνται μείζονα έργα της εβδόμης τέχνης. Εδωσε επίσης σπουδαία σενάρια: στον Ηλία Καζάν τον «Τελευταίο μεγιστάνα» (από το ημιτελές έργο του Φιτζέραλντ) το 1976, στον Κάρελ Ράιζ το «Η ερωμένη του γάλλου υπολοχαγού» (από το έργο του Φάουλς) το 1981. Πολλά σενάριά του ήταν υποψήφια για Οσκαρ. Και τα δικά του θεατρικά μεταφέρθηκαν με επιτυχία στον κινηματογράφο: «Ο επιστάτης» (1963) από τον Κλάιβ Ντόνερ, το «Πάρτι γενεθλίων» (1963) από τον Γουίλιαμ Φρίντκιν, ο «Γυρισμός» (1973) από τον Πίτερ Χολ. Τη δεκαετία του 1990 απολάμβανε το να ερμηνεύει μικρούς χαρακτηριστικούς ρόλους σε ταινίες.

ΕΚΤΟΣ ΣΚΗΝΗΣ
Υπέρμαχος της ελευθερίας του λόγου
Ο Χάρολντ Πίντερ έπαιρνε θέση σε όλα τα καίρια ζητήματα της ανθρωπότητας. Είχε εξαπολύσει δριμεία κριτική κατά του βομβαρδισμού της Σερβίας από το ΝΑΤΟ και κατά της αμερικανικής και αγγλικής εισβολής στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ. Αγωνίστηκε για την υπεράσπιση της ελευθερίας του λόγου από τη θέση του αντιπροέδρου του ΡΕΝ, της διεθνούς ένωσης συγγραφέων. Αρνήθηκε να χρισθεί ιππότης από τη βασίλισσα και επινοήθηκε ειδικός τίτλος (Companion of Ηonour) για χάρη του, τον οποίο του απένειμαν το 2002. Το 1979, ύστερα από μια απεργία στο Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας, είχε ψηφίσει τη Μάργκαρετ Θάτσερ, πράγμα που αργότερα χαρακτήρισε «την πιο επαίσχυντη πράξη της ζωής του». Οσο εύγλωττα και αν τοποθετείτο στα δημόσια πράγματα, για τα προσωπικά του δράματα τηρούσε σιγήν ιχθύος. Δεν εκφράστηκε ποτέ για τον θάνατο της πρώτης του γυναίκας, της ηθοποιού Βίβιαν Μέρτσαντ, που έγινε αλκοολική μετά τον χωρισμό τους το 1980 (πέθανε το 1982, πολύ νέα). Ούτε για την αποξένωση από τον γιο τους. Η σιωπή του και εδώ ήταν εκφραστική. Η δεύτερη σύζυγός του, τα τελευταία 33 χρόνια, ήταν η συγγραφέας λαίδη Αντόνια Φρέιζερ.

ΤΙ ΕΧΕΙ ΔΗΛΩΣΕΙ
Για την Τέχνη:
Δεν υπάρχει απόλυτος διαχωρισμός ανάμεσα στο πραγματικό και στο μη πραγματικό ούτε ανάμεσα στην αλήθεια και στο ψέμα.Ενα πράγμα δεν είναι κατ΄ ανάγκην είτε αληθινό είτε ψεύτικο.Μπορεί να είναι ταυτόχρονα αληθινό και ψεύτικο. Για την αδικία των μεγάλων δυνάμεων:

Οι άνθρωποι δεν ξεχνούν.Δεν ξεχνούν τον θάνατο των συντρόφων τους,δεν ξεχνούν τα βασανιστήρια και τους ακρωτηριασμούς,δεν ξεχνούν την αδικία,δεν ξεχνούν την καταπίεση, δεν ξεχνούν την τρομοκρατία των μεγάλων δυνάμεων.Και όχι μόνο δεν ξεχνούν. Ανταποδίδουν το χτύπημα.