Είκοσι ένα έργα σε επτά χρόνια: Ο Γιάννος Περλέγκας είναι σήμερα 28 χρόνων. Αφότου τον επέλεξε ο Λευτέρης Βογιατζής για να παίξει στο «Καθαροί πια», δευτεροετής τότε της σχολής του Εθνικού, δεν έχει σταματήσει να ερμηνεύει ρόλους και να ξεχωρίζει. Με ένα Βραβείο Χορν ήδη στο ενεργητικό του, βρίσκεται τώρα αντιμέτωπος με τον Ρομπέρτο Τσούκο, στο ομώνυμο θεατρικό του Μπερνάρ-Μαρί Κολτές που ανεβάζει η Εφη Θεοδώρου στη Νέα Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος» του Εθνικού Θεάτρου, στο ανακαινισμένο κτίριο Τσίλερ.

«Τον Κολτές,τον ήξερα.Είχα δει μικρός τον Νίκο Καραθάνο που είχε παίξει τον Ρομπέρτο Τσούκο,και για κάποιον λόγο μου είχε εντυπωθεί πολύ.Το ξανάδα και για δεύτερη φορά στην Ελλάδα,ενώ πέρυσι το είδα στο Βερολίνο στο Ντόιτσες Τεάτερ σε μια παράσταση απλή,μια ανάγνωση του έργου πολύ κοντά στη δική μας» λέει. «Είναι μια σημαντική συνάντηση για μένα,και σε σχέση με όλα όσα έχουν συμβεί γύρω μας τον τελευταίο καιρό,θεατρικά και ανθρώπινα».

Συμμαθητές στη σχολή, συνεργάτες και φίλοι από το «Γάλα» όπου έπαιζαν τα αδέλφια (δούλεψαν μαζί και στους «Δαιμονισμένους» του Ντοστογέφσκι σε σκηνοθεσία Μάγιας Λυμπεροπούλου, στο Φεστιβάλ Αθηνών), ήταν μαζί ακόμη και την παραμονή του θανάτου του Κωνσταντίνου Παπαχρόνη και μιλούσαν για τον Κολτές, έργο του οποίου ο άτυχος ηθοποιός θα έπαιζε την προσεχή άνοιξη. «Ο Κολτές» συνεχίζει «εσωτερίκευσε τον δολοφόνο,τον Ζούκο (πρόσωπο υπαρκτό), και θέλησε να μιλήσει για κάτι άλλο- κατηγορήθηκε άλλωστε ότι έκανε το εγκώμιό του,σαν να τον ερωτεύθηκε.Κατά τη γνώμη μου είναι ένα έργο για την ελευθερία.Κανονικά αυτό το έργο πρέπει να ενοχλεί.Μιλάει για τη βία,για το πώς είμαστε όλοι εν δυνάμει δολοφόνοι,για το πώς μια λέξη μπορεί να σκοτώσει όπως ένα όπλο.Ολα τα πρόσωπα του έργου σκοτώνουν.Για τον ήρωά του,ο Κολτές επιφυλάσσει ένα πολύ διφορούμενο τέλος:Σαν τη Μήδεια,τον αποθεώνει,τον βγάζει στον ήλιο.Από τη μια είναι ο θάνατος,σαν αυτοκτονία,και από την άλλη είναι η ανάληψη στους ουρανούς.Καθώς ήταν το τελευταίο έργο του Κολτές,η γνώση του θανάτου του υπήρχε καθ΄ όλη τη διάρκεια της συγγραφής». Για τον Γιάννο Περλέγκα, «η μεγάλη δυσκολία του ρόλου είναι ότι συνεχώς μιλάει για κάτι άλλο.Το θέμα δεν είναι η αναπαράσταση,αλλά να μιλήσει για κάτι άλλο.Παγίδα του είναι και η ποιητικότητά του.Το δύσκολο για μένα είναι να βρεθεί ένας τρόπος να συνδυασθούν όλα αυτά.Η γλώσσα είναι αυτή που σε κρατάει στον Κολτές».

Με το δεδομένο ότι ο Ρομπέρτο Τσούκο είναι ένας δολοφόνος, που την ίδια στιγμή μάς γίνεται συμπαθής «γιατί μας κάνει να δούμε τον φόβο του», ο νεαρός ηθοποιός προσπαθεί να αποφύγει την ερμηνεία ενός συμπαθούς ή σχιζοφρενούς, γιατί κάτι τέτοιο θα μίκραινε τον ήρωα. «Ο Τσούκο που φαίνεται να σκοτώνει χωρίς κανένα πραγματικό λόγο,που φαίνεται να μην έχει καμία ηθική,ταυτοχρόνως αποκαλύπτει ότι όλοι γύρω μας είναι έτοιμοι να σκοτώσουν- ένας στιγμιαίος αποσυντονισμός μέσα στο κεφάλι και όλα μπορούν να συμβούν.Συγχρόνως ψάχνει την αγάπη, σε έναν κόσμο όπου δεν υπάρχει χώρος και χρόνος να διεκδικήσουμε την αγάπη.Και με αυτή την έννοια είμαστε όλοι εγκληματίες».

Επιστρέφοντας στην επικαιρότητα, και με όλα όσα έχουν συμβεί τον τελευταίο καιρό, «με όλες αυτές τις πληροφορίες θανάτου γύρω μου,δεν μπορώ να δεχθώ την υποκριτική γύρω από το θέμα- είναι πολύ σοβαρό.Γι΄ αυτό στόχος μου είναι να μην παίξω τον Τσούκο,να μην παίζω,κάτι άλλωστε που επιδιώκω γενικώς στο θέατρο.Δεν θέλω να παίξω τον Τσούκο.Το θέμα είναι να συνδέεσαι πραγματικά με τα έργα και να μπορείς να τα καταλαβαίνεις,με αποτυχίες,λάθη-ας είμαι κακός. Αναζητώ την πραγματική σύνδεση με τα πράγματα και τους ανθρώπους.Πρέπει να μπλεχτείς.Δεν μπορούμε να παίζουμε πια».

Στη θεατρική του διαμόρφωση παραδέχεται ότι έπαιξε ρόλο το μεγάλωμά του- πατέρας του ήταν ο ηθοποιός Τίμος Περλέγκας και μητέρα του η Αριστούλα Ελληνούδη , αλλά «τεράστιο ρόλο έχει παίξει η συνάντησή μου με τον Λευτέρη Βογιατζή,τον οποίο δεν υπάρχει μέρα που να μη “βρίσκω μπροστά μου” με όλα όσα προσπάθησε να μου μάθει.Ευτυχώς με έκανενα έχω παραπάνω αμφιβολίες για τα πράγματα,με πλούτισε με αγωνία» τονίζει και ξεχωρίζει τον «Μάκβεθ» που ανέβασε μαζί με τον Γιώργο Γάλλο και τον Παντελή Δεντάκη στο Θέατρο του Νέου Κόσμου. Γιατί με αυτή την παράσταση κατάλαβε την ανάγκη του να έχει μια ολόπλευρη εμπλοκή στα θεατρικά πράγματα. Αυτό θα φανεί και στην επόμενη δουλειά, στον «Φάουστ», που θα διαδεχθεί τον «Τσούκο» τον προσεχή Φεβρουάριο στο Εθνικό. «Δεν με ενδιαφέρει να παίζω ρόλους- με ενδιαφέρει να υπάρχουν οι συνθήκες και οι συναντήσεις μέσα από τις οποίες μαθαίνεις κάτι» λέει. « Ελπίζω πολύ πλέον σε όλο αυτό που κάνουμε».

Ο «Ρομπέρτο Τσούκο» του Μπερνάρ-Μαρί Κολτές παρουσιάζεται σε μετάφραση Δημήτρη Δημητριάδη και σκηνοθεσία Εφης Θεοδώρου. Στη Νέα Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος» του Εθνικού Θεάτρου, κτίριο Τσίλερ.