Λαθρέμποροι: ιστορίες κλεμμένες από άλλους. Ιστορίες κλεμμένες από τη ζωή με τον τρόπο που μπορεί να κάνει μόνο μια ισχυρή και απενοχοποιημένη γραφή. Λαθρέμποροι του κοινού ποινικού δικαίου συναντούν παράνομους της Κατοχής, του Εμφυλίου ή της εποχής της χούντας. Καθωσπρέπει λαθρέμποροι ιδεών και ψυχών ανακατεύονται με πόρνες και χαφιέδες σε έναν κόσμο όπου κανείς δεν είναι αυτό που δηλώνει ή που καταλαβαίνουν οι άλλοι. Με μια πρώτη ματιά βρισκόμαστε μπροστά σε μια πινακοθήκη του κακού, που, επειδή ακριβώς είναι ο κόσμος μας, προτιμάμε να ξεχνάμε. Οι Λαθρέμποροι του Γιάγκου Ανδρεάδη θα μπορούσαν να είναι από την άποψη αυτή το σύμβολο των ταραγμένων ημερών μας, η απωθημένη εικόνα μιας σκοτεινής Ελλάδας της μίζας και της διαπλοκής που ξαφνικά αναδύεται για να γκρεμίσει στερεότυπα και ρητορικές που εξασφαλίζουν τη θωράκιση του συστήματος.

Είναι όμως μόνο έτσι; Οι Λαθρέμποροι είναι μια σειρά προσωπεία τα οποία μπορούν να κρύβουν το αντίθετό τους. Ο αντάρτης που κατάντησε αλήτης ή ποινικός, η αυτοκτονική τραγουδίστρια που κατέστρεψε το ταλέντο της, ο μελλοθάνατος που κατάλαβε ότι αγωνίστηκε για μια αυταπάτη, ο μαρξιστής που βλέπει φαντάσματα την ώρα που πάει να κάνει έρωτα, ο ταλαίπωρος λαθρέμπορος που τρέμει, περνώντας τα σύνορα, διατηρούν κάτι το πολύ σημαντικό: μια σταλιά ανθρώπινης αξιοπρέπειας και κοινωνικής ανυπακοής που δείχνει ότι το κακό μπορεί να βρει τον αντίλογό του ακόμη και εκεί- ή ιδίως εκεί- όπου μοιάζει απόλυτα κυρίαρχο. Με την έννοια αυτή οι ήρωες του βιβλίου βρίσκονται στον αντίποδα των δημοσίων προσώπων που τροφοδοτούν προσφάτως με τα κατορθώματά τους δελτία και πρωτοσέλιδα χωρίς να χάνουν στο παραμικρό την πόζα και την έπαρσή τους.

Για να συναντήσει αυτούς τους λαθρέμπορους ψυχών και ιδεών που εγκληματούν χωρίς ποτέ σχεδόν να πληρώνουν ο αναγνώστης θα πρέπει να ψάξει στις δύο εκτεταμένες νουβέλες. Θα τους βρει ανάμεσα στους σάπιους γραφειοκράτες που εμφανίζονται στην ψευδο-ιαπωνική νουβέλα Χαρακίρι, η οποία μας μιλάει για την αυτοκτονία ενός συγγραφέα με τον στυλογράφο του και κρύβει πίσω από το διάφανο προσωπείο του εξωτισμού της Χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου το γεγονός ότι μιλάει για τις πληγές της Ελλάδας. Και ακόμη στην τελευταία νουβέλα Λαθρέμποροι και λαθρέμποροι, όπου ένας σεβαστός καθηγητής Πανεπιστημίου κρύβει πίσω από την ελληνοκεντρική ρητορική του τη διαστροφή του διαφθορέα και τη δυσοσμία του εκβιαστή.

Το χιούμορ, η ειρωνεία, η αυτοειρωνεία είναι το όχημα μέσα από το οποίο ο συγγραφέας μάς οδηγεί για να αντικρίσουμε το δύσκολο και το επώδυνο. Η κατεδάφιση, ωστόσο, δεν είναι αυτοσκοπός. Οι εικόνες των σύγχρονων Φαρισαίων γκρεμίζονται συστηματικά στους Λαθρέμπορους. Ο μόνιμος όμως αντι-ήρωας του βιβλίου, ο βασανισμένος ανθρωπάκος που αποδεικνύεται άνθρωπος, κερδίζει τη συνενοχή μας και υπόσχεται ότι υπάρχει ένα έντιμο λαθρεμπόριο, μια πολύτιμη ανυπακοή, που κανείς δεν μπορεί να μας απαγορεύσει.