Από τους δρόμους στα ύψη της σύγχρονης εικαστικής σκηνής. Ο Στέλιος Φαϊτάκης είναι ένα περίεργο αμάλγαμα καλλιτέχνη που ξεκίνησε ως street artist και κατόπιν εισχώρησε στα επίσημα μονοπάτια της τέχνηςστην ΑΣΚΤ, στις γκαλερί και στα μουσεία. Είναι από τους χαρισματικούς νέους δημιουργούς τους οποίους οι ειδήμονες «τσιμπάνε» αμέσως μόλις τους εντοπίσουν. Τα περίτεχνα γκραφίτι τα οποία φιλοτέχνησε σε διάφορους δρόμους της Αθήνας (ορισμένες φορές σε
συνδυασμό με διάσημους ξένους) αφύπνισαν το ενδιαφέρον των μουσείων και των γκαλερί. Από το 2003 συμμετείχε σε ομαδικές εκθέσεις (όπως στην «Αnathena» του ΔΕΣΤΕ και στην «Urban Legends» στο Θέατρο Επί Κολωνώ), ενώ σύντομα άρχισε να συνεργάζεται με την αίθουσα τέχνης Τhe Βreeder, στην οποία εγκαινιάστηκε πρόσφατα η πρώτη ατομική έκθεση του 30χρονου καλλιτέχνη- που αποφεύγει τις φωτογραφίσεις- με τίτλο «What a great day». Η ανάγκη
για αυτή την παρθενική παρουσίαση έγινε επιτακτική μετά τον πανθομολογούμενο θρίαμβο της τεράστιας τοιχογραφίας με την οποία ο Στ. Φαϊτάκης συμμετείχε στην 1η Μπιενάλε της Αθήνας 2007 «Destroy Αthens» με τίτλο «Ο Σωκράτης πίνει το κώνειο». Ο καλλιτέχνης στο έργο του φέρει μοτίβα της λεγόμενης «τέχνης του δρόμου» και μια λεπτή συνύφανση επιρροών από τη βυζαντινή τοιχογραφία, την ιαπωνική και γενικότερα ασιατική τέχνη και τη μεξικανική τοιχογραφία.

– Γιατί δίνεις στην έκθεση τον τίτλο «What a great day» από το ομώνυμο τραγούδι του Λάκσλεϊ Καστέλ;

«Αυτό το τραγούδι είναι στην ουσία ένα μεσσιανικού τύπου κήρυγμα, περιγράφει τη λεγόμενη “Ημέρα της Κρίσεως”. Και τα έργα της έκθεσης είναι εμπνευσμένα από αυτό το κομμάτι, όλα μαζί υποτίθεται ότι αφηγούνται ή περιγράφουν μια τέτοια ημέρα. Ενώ κάθε εικόνα από μόνη της φαίνεται προπαγανδιστική, εν συνόλω υπάρχει και η αμφιβολία και η αποστασιοποίηση. Αυτή ήταν η πρόθεσή μου τουλάχιστον».

– Στο «Οccupational Ηazard» απεικονίζεται η σκηνή μιας επανάστασης με σύγχρονους ήρωες ή μάρτυρες.Μπορούμε να τους δούμε ως σύμβολα και,αν ναι, πού μας παραπέμπεις;

«Πιο πολύ είναι μια σκηνή πένθους. Υπάρχουν όμως και οι συμβολισμοί – όπως το τσεκούρι- που παραπέμπουν στη βία. Στη βία παραπέμπει και η φωτιά μέσα στο “στόμα” του κτιρίου. Το έργο συνολικότερα παραπέμπει στις μεξικανικές τοιχογραφίες. Η σκηνή όμως “πλέει” σε έναν παράλογο χρυσό χώρο και είναι δομημένη σαν θέατρο σκιών με βάση τη χρυσή αναλογία, όπως και όλα τα υπόλοιπα έργα της σειράςγεγονός που από μόνο του οδηγεί σε μονοπάτια πέραν του “πολιτικού”». – Το γκραφίτι δημιουργείται από κοινότητα καλλιτεχνική έξω από τους επίσημους δρόμους της τέχνης.Παράγει έργα εξίσου αξιόλογα αισθητικά και εκφραστικά; «Και ποιος είμαι εγώ για να κρίνω; Ο καθένας δημιουργεί αυτό που θεωρεί καλύτερο, αυτό που τον εκφράζει. Δεν θα μπω σε διαδικασίες κρίσεως ούτε συγκρίσεως μεταξύ “υψηλής τέχνης” και “γκραφίτι”. Και στους δύο χώρους παράγονται καλά και κακά έργα. Οσο για το κατά πόσον οι γκραφιτάδες αποτελούν “κοινότητα”, προσωπικά έχω βιώσει από σκληρό ανταγωνισμό ως και ανοιχτή έχθρα. Μπορούσαμε ίσως να μιλάμε για κοινότητα πιο παλιά- υπήρχαν σχέσεις μεταξύ παιδιών από διάφορες πόλεις, κάναμε φεστιβάλ και γνωριζόμασταν μεταξύ μας. Αυτό όμως δεν υπάρχει πια, απ΄ όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω. Οι περισσότεροι γκραφιτάδες δρουν έξω από τους επίσημους φορείς, αλλά από την πρώτη κιόλας εμφάνιση του φαινομένου στη Νέα Υόρκη τη δεκαετία του 1970 υπήρξε μια ώσμωση μεταξύ των δύο χώρων και τα όρια σε πολλές περιπτώσεις άρχισαν να γίνονται δυσδιάκριτα. Για μένα υπάρχει μόνο η διαδικασία της δημιουργίας. Ολα τα υπόλοιπα είναι ταμπέλες, δογματισμοί και προκαταλήψεις». – Η μεταφορά από τον δρόμο στις γκαλερί,στις μπιενάλε και στα μουσείακατά πόσο αλλάζει τις αναζητήσεις και το περιεχόμενο των έργων σου;

«Καθόλου. Κάνω θρησκευτική ζωγραφική, που σημαίνει ότι ασχολούμαι με τα πάντα. Αρα το περιεχόμενο το εμπνέομαι ανάλογα με την εποχή, τον χώρο και τη στιγμή. Προσπαθώ να μην αυτοπεριορίζομαι ούτε να επιτρέπω να με περιορίζουν εξωτερικοί παράγοντες».

– Και κατά πόσο αλλάζει ο τρόπος της επικοινωνίας σου με το κοινό;

«Κατ΄ αρχήν αλλάζει το ίδιο το κοινό. Προσπαθώ όμως να αναπτύξω μια γλώσσα συμβιβασμού που να επικοινωνεί με όλους, “ειδικευμένους” και μη. Δημιουργώ και εκτίθεμαι, αυτό είναι το δικό μου κομμάτι της ιστορίας. Σχετικά με το ποιος θα δει το έργο μου ή όχι, οι δυνατότητες είναι άπειρες και, όσο με αφορά, εξίσου ενδιαφέρουσες».

– Αναμειγνύεις επιρροές από τη βυζαντινή αγιογραφία,την κρητική παράδοση,τη μεξικανική τοιχογραφία και την ιαπωνικήασιατική τέχνη.Τι σε προσείλκυσε να στραφείς προς τα εκεί; «Με ενδιαφέρουν διαφορετικά πράγματα στην κάθε περίπτωση. Μην ξεχνάτε όμως τις ομοιότητές τους: με γοητεύει η απλή, αφηγηματική γλώσσα τους. Οσον αφορά τις βυζαντινές εικόνες και τα ιαπωνικά παραβάν, η εκπληκτική ομοιότητα στην παλέτα. Στην Αναγέννηση οι καλλιτέχνες είχαν βρει έναν μάλλον λογικό τρόπο απεικόνισης του κόσμου. Στη βυζαντινή τεχνοτροπία ο χώρος αποτυπώνεται παράλογα, είναι η λεγόμενη αντίστροφη προοπτική. Με συγκινεί περισσότερο αυτή η παράδοξη αποτύπωση του χώρου που διαθέτει μια υπερβατική ποιότητα».

– Η παράδοση τι ρόλο παίζει στη ζωή σου,πνευματικό ή αισθητικό; «Η παράδοση για μένα είναι το ταξίδι στις ρίζες- τις δικές μου και τις πανανθρώπινες- και μου παρέχει πολύτιμα εκφραστικά εργαλεία. Δεν θέλω βέβαια να τη χρησιμοποιώ με στείρο και στατικό τρόπο, διότι ό,τι μένει ακίνητο και παγιώνεται σύντομα εκφυλίζεται και πεθαίνει. Ως γενική αρχή, η γνώση του παρελθόντος μάς κάνει να κατανοήσουμε καλύτερα το παρόν οδηγώντας μας στο μέλλον».

– Υπάρχει στα έργα σου διάλογος ανάμεσα στη Δύση και στην Ανατολή.Η δική σου σφραγίδα πού είναι μέσα σε όλο αυτό το φάσμα; «Βρίσκω αυτόν τον διάλογο συναρπαστικό όχι μόνο στο επίπεδο της τέχνης αλλά γενικότερα σε πολιτισμικό επίπεδο. Η Δύση εκπροσωπεί την επιστημονική μέθοδο, την ακρίβεια, την αναλυτική σκέψη, το γήινο στοιχείο, ενώ η Ανατολή είναι πιο “ουράνια”, πιο ποιητική και με ευρύτερη, συνθετική αντίληψη των πραγμάτων, αν και όχι αναγκαστικά ανώτερη. Ενα καλό μέλλον για όλους εμάς περιλαμβάνει τη συνύπαρξη και των δύο αυτών αντιλήψεων ώστε να κοιτάμε αυτά που μας απασχολούν με σφαιρικό τρόπο. Προσπαθώ να εκφράσω αυτή την πεποίθηση με διάφορους τρόπους στη ζωγραφική μου καθώς και με άλλα αντικείμενα με τα οποία ασχολούμαι και με τον καιρό ελπίζω ότι θα το καταφέρω καλύτερα».

Τhe Βreeder, Ευμορφοπούλου 8, Ψυρρή, τηλ. 210 3317.527. Ως τις 30 Ιουνίου.