Αφθονία αγαθών, ευμάρεια των κατοίκων, μία μακρά περίοδος ευημερίας που συνετέλεσε στην εξέλιξη του πολιτισμού και ανέδειξε τη μινωική Κρήτη σε θαλασσοκράτειρα δύναμη στη Μεσόγειο. Μα τι σύστημα διοίκησης ήταν αυτό που όλοι ήταν ευχαριστημένοι; Δεν υπήρχαν κοινωνικές ανισότητες στη μινωική εποχή; Δεδομένης και της χρονικής απόστασης που μετριέται σε χιλιετίες, ενδείξεις περί του αντιθέτου δεν είχαν επισημανθεί ως σήμερα. Ωσπου η έρευνα του αρχαιολόγου κ. Κωστή Χρηστάκη ήρθε να ανοίξει μια ρεαλιστική σχισμή σε αυτό το ιδεαλιστικό πρότυπο. Μελετώντας τα αποθηκευτικά πιθάρια όχι μόνο των ανακτόρων, όπως γινόταν ως τώρα, αλλά και των απλών νοικοκυριών οδηγήθηκε σε συμπεράσματα που έχουν σχέση με την οικονομία και τη διαχείριση του πλούτου. Οπως φαίνεται, λοιπόν, και στη μινωική Κρήτη υπήρχαν πλούσιοι και φτωχοί. Στη διατριβή του που παρουσιάστηκε πριν από λίγες ημέρες στην Αρχαιολογική Εταιρεία υπό τον τίτλο «Αποθήκευση και οικονομία στη Νεοανακτορική Κρήτη: Οι μαρτυρίες των πίθων» ο κ. Χρηστάκης έχει να παρατηρήσει από την αρχή τα εξής: «Η άνιση πρόσβαση σε αγαθά,φυσικό παρεπόμενο στα πλαίσια σύνθετων και ιεραρχικά οργανωμένων κοινωνιών,δεν έχει τύχει μέχρι σήμερα της δέουσας προσοχής, ίσως γιατί αμφισβητεί την εικόνα της αφθονίας και της ευμάρειας που έχει προταθεί για τη νεοανακτορική Κρήτη».

Αν η διαπίστωση αυτή απεκρύβη σκοπίμως ως σήμερα από τους ιστορικούς δεν είναι της παρούσης για να εξετασθεί. Από την άλλη όμως, η νέα οπτική υπό την οποία μελετήθηκε η οικονομία στη μινωική εποχή είχε άκρως ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Εδειξε, όπως επισημαίνει ο κ. Χρηστάκης, την πολιτική της συγκέντρωσης και αποθήκευσης αγαθών στα ανάκτορα και στα κεντρικά κτίρια περιφερειακών οικισμών. «Την ίδια στιγμή που για ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού οι συνθήκες διαβίωσης πρέπει να υπήρξαν ιδιαίτερα δύσκολες,με τα νοικοκυριά να αντιμετωπίζουν τις ανάγκες τους στον βαθμό της καθημερινής επιβίωσης,χωρίς τη δυνατότητα συγκέντρωσης αποθεμάτων τροφίμων που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε άγονες περιόδους» όπως σημειώνει.

Η εξουσία
Η διερεύνηση των πρακτικών αποθήκευσης από τη σκοπιά κατά κύριο λόγο της κεντρικής εξουσίας έχει διαμορφώσει την άποψη ότι τα ανάκτορα υπήρξαν κέντρα ενός σύνθετου μηχανισμού συγκέντρωσης, αποθήκευσης και αναδιανομής των αγαθών. Ο μηχανισμός αυτός κάλυπτε τις διατροφικές ανάγκες της άρχουσας τάξης και του εξαρτημένου από αυτήν υπαλληλικού προσωπικού και αξιοποιούσε προς όφελος της ηγεσίας τον αποθηκευμένο πλούτο με τη μετατροπή του από εξειδικευμένους τεχνίτες σε έργα κύρους και κοινωνικής προβολής.

Και όπως σημειώνει ο μελετητής «τα σύνθετα μοντέλα κατοίκησης που παρατηρούνται σε πολλές περιοχές του νησιού,η κατασκευή νέων ανακτορικών συγκροτημάτων και η ανακαίνιση άλλων, οι εκτεταμένες εμπορικές δραστηριότητες καθώς και η παραγωγή και κατανάλωση ειδών πολυτελείας επιβεβαιώνουν την έντονη δυναμικήπου χαρακτηρίζει τις ηγετικές ομάδες οι οποίες δραστηριοποιούνται στις περισσότερες περιοχές κατά την Υστερομινωική ΙΒ εποχή ».

Εδώ όμως έρχονται οι διαφοροποιήσεις. Τα ανάκτορα και τα κεντρικά κτίρια περιφερειακών οικισμών από τη μία πλευρά και οι απλές οικιακές μονάδες από την άλλη τέθηκαν κάτω από το μικροσκόπιο της μελέτης με βάση το αποθηκευτικό δυναμικό τους και την ανασκαφική εικόνα που παρουσιάζουν. Και τότε ήρθε εύκολα η διαπίστωση καθώς οι δεύτερες εμφανίζουν ξεκάθαρα, χαμηλά ποσοστά διατροφικής αυτάρκειας και δυσκολία πρόσβασης σε πλουτοπαραγωγικές πηγές.

Οι αλλαγές

Μεγάλοι αποθηκευτικοί πίθοι στο ανάκτορο της Κνωσού

Το περίεργο όμως είναι ότι τις ίδιες δύσκολες συνθήκες διαβίωσης εμφανίζουν και ορισμένα νοικοκυριά πολυτελών οικιών ή επαύλεων. Γεγονός που παραπέμπει κατά τον μελετητή σε δραματικές αλλαγές στην οικονομική τους κατάσταση σε κάποια χρονική περίοδο της Υστερομινωικής ΙΒ εποχής. Μάλιστα λίγα μόνο νοικοκυριά αποτέλεσαν εξαίρεση στον κανόνα.

Στον αντίποδα, οι ανακτορικές ομάδες απολάμβαναν πλούτο και πολυτέλεια. «Για τη σταθερή τροφοδότησή τους μάλιστα με αγροτικά αγαθά και πρώτες ύλες καλλιέργησαν στρατηγικές βελτιστοποίησης της παραγωγής,που επέτρεπαν τη συντήρηση του υπαλληλικού κρατικού μηχανισμού, την ενίσχυση του εμπορίου,την παραγωγή πολυτελών τεχνέργων, την οργάνωση μεγάλης κλίμακας εορτών και τελετουργιών καθώς και την εκτέλεση δαπανηρών οικοδομικών προγραμμάτων» καταθέτει ο κ. Χρηστάκης.

Και για να λειτουργεί το σύστημα αυτό με επιτυχία, οι ηγεμονικές ελίτ της περιφέρειας των ανακτορικών κέντρων διασφάλιζαν προς όφελος της κεντρικής εξουσίας το απαιτούμενο κεφάλαιο. Σκοπός τους ασφαλώς ήταν η διατήρηση ισχυρών συνεκτικών δεσμών μαζί της, γεγονός όμως που συνέβαλε ακόμη περισσότερο στη δημιουργία ενός περίπλοκου δικτύου πολιτικών και οικονομικών σχέσεων.

Οι συγκρούσεις
«Πιστεύω ότι με την πάροδο του χρόνου η εντατική διακίνηση αγαθών προς όφελος της κορυφής της πυραμίδας και η ταυτόχρονη χαμηλή οικονομική αυτάρκεια μεγάλου μέρους του πληθυσμού οδήγησε σε κοινωνικές εντάσεις και συγκρούσεις. Γιατί η προκλητική επίδειξη πλούτου και πολυτέλειας από την άρχουσα τάξη, όπως αυτή διαφαίνεται από την αρχαιολογική έρευνα, ίσως να επέτεινε τη δυσαρέσκεια των καθαυτό παραγωγικών στρωμάτων» συμπεραίνει ο κ. Χρηστάκης.

Φυσικές καταστροφές, οι σεισμοί συγκεκριμένα που συνέβησαν την εποχή αυτή, με τις αναπόφευκτες οικονομικές επιπτώσεις ιδίως για τα ασθενέστερα στρώματα φαίνεται ότι αύξησαν την πίεση προς την άρχουσα τάξη. Οπως δείχνει η έρευνα, πολλά νοικοκυριά ακόμη και περιφερειακές ηγετικές ομάδες αντιμετώπισαν σοβαρά προβλήματα λίγο πριν από την καταστροφή και την εγκατάλειψη των οικιών τους. Το μαρτυρεί η δραματική μείωση του αριθμού των αποθηκευτικών πίθων που αντανακλά αλλαγές στην πρόσβαση και τη διακίνηση αγαθών.

Συνθέτοντας την τελική εικόνα της εποχής στη διατριβή του, ο κ. Χρηστάκης αναφέρει πως «η οικονομική δυσπραγία ενός μεγάλου μέρους του οικιακού τομέα και η πολυτελής διαβίωση μιας ισχυρής άρχουσας τάξης,η οποία απαιτούσε εργατικό μόχθο και προσφορά αγαθών πιέζοντας έναν ήδη εξασθενημένο και ανασφαλή πληθυσμό, οδήγησε σε βαθιά κοινωνική κρίση» . Το πολιτικό κόστος από αυτήν ήταν υψηλό. Οι ενδοκοινοτικές έριδες και οι συγκρούσεις μεταξύ διαφορετικών ομάδων, η αγροτική κρίση, η σεισμική καταστροφή ή και συνδυασμός όλων αυτών ίσως επιτάχυναν την οριστική κατάρρευση των ούτως ή άλλως αποδυναμωμένων κοινωνιών της εποχής.

«Η μελέτη της αποθήκευσης έρχεται να ερμηνεύσει τη λειτουργία, τη σταδιακή αποδυνάμωση και εν τέλει την κατάρρευση του Υστερομινωικού πολιτικού και διοικητικού συστήματος στην Κρήτη» καταλήγει ο κ. Κωστής Χρηστάκης.