«Π ρέπει να ομολογήσω από την αρχή ότι δεν είμαι σε θέση ούτε να αποκαταστήσω τον ήχο της μινωικής μουσικήςούτε να σας παίξω κάποια αυθεντική ηχογράφηση με πιστά αντίγραφα μινωικών οργάνων.Αν όμως ήταν στις προθέσεις των Κρητών της Εποχής του Χαλκού να καταστήσουν κτήμα εσαεί τη μουσική τους ή έστω να τη διατηρήσουν πέρα από τη ζωντανή ακρόασή της, θα είχαν επινοήσει κάποιο σύστημα μουσικής σημειογραφίας ανάλογο των συστημάτων που υπήρχαν στη σύγχρονη Ανατολή και στη μεταγενέστερη Ελλάδα». Ο αρχαιολόγος κ. Μανόλης Μικράκης είναι σαφής μιλώντας για την «Αρχαιολογία της μουσικής στη μινωική Κρήτη». Στη διάλεξή του, η οποία δίνεται σήμερα στις 7.00 το βράδυ στην Αρχαιολογική Εταιρεία στο πλαίσιο του εφετινού σεμιναρίου μινωικής αρχαιολογίας, προσπαθεί ωστόσο μέσα από τα στοιχεία που έχουν διασωθεί να βρει μια σύνδεση με την προϊστορική Κρήτη και να μιλήσει για τον ζωτικής σημασίας ρόλο της μουσικής στο περιβάλλον των ανακτόρων της. Ο ίδιος άλλωστε έχει εκπονήσει διδακτορική διατριβή στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης με αντικείμενο τη μουσική στο Αιγαίο και στην Κύπρο κατά την Εποχή του Χαλκού και την πρώιμη Εποχή του Σιδήρου ως τις αρχές του 7ου π.Χ. αιώνα.

Στην Κρήτη, μυθολογική γενέτειρα της τέχνης των Μουσών και πατρίδα πολλών ονομαστών μουσικών, παραγωγή οργανωμένου ήχου μπορεί να εντοπισθεί από την τελευταία προανακτορική φάση με το πήλινο σείστρο των Αρχανών, το οποίο χρονολογείται στο 2000 π.Χ. και θεωρείται το παλαιότερο μουσικό όργανο της Ευρώπης. Είναι η ίδια εποχή κατά την οποία εμφανίζονται για πρώτη φορά η γραφή, τα ιερά κορυφής, η εξειδικευμένη βιοτεχνική παραγωγή, το οργανωμένο υπερπόντιο εμπόριο και άλλα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον ανακτορικό πολιτισμό.

Στη μελέτη του λοιπόν ο κ. Μικράκης προσεγγίζει το θέμα αναλύοντας πέντε σημεία: τα αρχαιολογικά κατάλοιπα κατ΄ αρχάς, τα μουσικά όργανα δηλαδή που έχουν διασωθεί· τις ονομασίες αυτών των οργάνων καθώς υπάρχουν στοιχεία από τις πινακίδες της Γραμμικής Β γραφής που ρίχνουν φως και σε ακόμη παλιότερες γραπτές μαρτυρίες· τη μουσική πράξη κατά τη διάρκεια της τέλεσης λατρευτικών δρώμενων, που ήταν ένας από τους πυλώνες της ανακτορικής εξουσίας στην Κρήτη· τις επιλογές ηχητικού υλικού που πιθανόν να είχε στη διάθεσή του ο μινωίτης μουσικός, όπως συνάγονται από τον αριθμό και τη διάταξη των χορδών στα έγχορδα όργανα. Πρόκειται για τη «μουσική παλέτα» του, όπως λέει χαρακτηριστικά. Και, τέλος, την ανίχνευση φαινομένων διαπολιτισμικής αλληλεπίδρασης στο πεδίο της μουσικής και συγκεκριμένα μεταξύ της ανακτορικής Κρήτης και των γειτονικών της λαών της Ανατολής και της Αιγύπτου. Αρπα και λύρα
Πλην του σείστρου των Αρχανών σημαντικές μαρτυρίες, όπως αναφέρει ο κ. Μικράκης, διαθέτουμε και για έγχορδα, τα οποία εμφανίζονται στην Παλαιοανακτορική περίοδο. Είναι η άρπα με δέκα χορδές, από την οποία κατάγεται και η λύρα. «Η μυκηναϊκή λύρα,πάντως,όπως τη βλέπουμε στην τοιχογραφία από την αίθουσα του θρόνου στο ανάκτορο της Πύλου αλλά και σε άλλες παραστάσεις,είναι σχεδόν πανομοιότυπη με τη μινωική της Τελικής Ανακτορικής Περιόδου» σημειώνει ο κ. Μικράκης. Οσον αφορά το όνομά της, στοιχεία μπορούμε να αντλήσουμε από την πήλινη πινακίδα της Θήβας όπου η λέξη «λυραστάε» αποδίδεται με τέσσερα συλλαβογράμματα, των οποίων πάντως η μορφή δεν έχει καμία σχέση με μουσικά όργανα. «Το παλαιοανακτορικό οργανολόγιο περιλάμβανε λοιπόν διάφορα όργανα τύπου άρπας,των οποίων η καταγωγή ανιχνεύεται στην πρωτοκυκλαδική άρπα και από αυτά τα όργανα γεννήθηκε η κρητομυκηναϊκή λύρα της Υστερης Εποχής του Χαλκού» καταλήγει.

Πού χρησιμοποιήθηκε όμως αυτή η λύρα στις διάφορες παραλλαγές της και ποιες ήταν οι περιστάσεις που συνοδεύονταν με τη μουσική της;

«Τα καθήκοντα των λυραστών της Θήβας ήταν λατρευτικά,όπως λατρευτική είναι και η ερμηνεία όλων των εικονιστικών σκηνώντων οποίων ο χαρακτήρας μπορεί να διαγνωσθεί.Μπορούμε μάλιστα να υποθέσουμε ότι οι λατρευτικές περιστάσεις που συνόδευε ο ήχος της λύρας λίγο άλλαξαν στα βασικά τους στοιχεία από την παλαιοανακτορική ως την τελική ανακτορική περίοδο και είχαν ως επίκεντρο τη ζωοθυσία» σημειώνει ο μελετητής.

Καθαρτήριες τελετές
Ενας άλλος τομέας εφαρμογής της λατρευτικής μινωικής μουσικής ήταν οι καθαρτήριες τελετές που στόχευαν στην επίτευξη κοινωνικοπολιτικής αρμονίας, ευνομίας αλλά και προσωπικής υγείας. Για τις επιδόσεις της στον πρώτο τομέα είναι ξακουστή η κρητική μουσική στα ιστορικά χρόνια και υπάρχουν μαρτυρίες για κρήτες μουσικούς που καλούνταν εκτός Κρήτης για να εξαγνίσουν πόλεις. «Τις προσωπικές θεραπευτικές εφαρμογές της μουσικής στη μινωική Κρήτη όμως μπορούμε να τις υποθέσουμε από το πλήθος των πήλινων αφιερωμάτων που βρίσκονται σε μεγάλες ποσότητες στα ιερά κορυφής και έχουν τη μορφή μελών του ανθρώπινου σώματος.Ηταν φαίνεται τόσο φημισμένη η κρητική μουσική και σε αυτόν τον τομέαώστε δύο μαγικές θεραπευτικές φόρμουλες,δύο ξόρκια στη γλώσσα των Κεφτιού,δηλαδή τη μινωική,να φθάσουν ως την Αίγυπτο» λέει ο κ. Μικράκης.

Ποια ήταν λοιπόν η συμβολή της μουσικής σε μια τέτοια κοινωνία; Οπως λέει ο μελετητής, «έχουν γραφτεί πολλά για τον θεοκρατικό χαρακτήρα της μινωικής εξουσίας και για τη θεϊκή υπόστασηπου υποτίθεται ότι αναγνωριζόταν στους βασιλείς.Θα ήθελα να περιορίσω την υπόθεσή μου στην άποψη ότι το κύρος των μινωιτών ηγεμόνωνκρινόταν από την ικανότητά τους να εξασφαλίζουν βιοτική και κοινωνική ευημερία στην κοινότητα και να ελέγχουν αποτελεσματικά προς όφελός της τα μέσα επίτευξης αυτής της ευημερίας». Οσο για την παντελή έλλειψη οργανικών συνόλων στη μινωική Κρήτη, η απάντηση θα πρέπει να αναζητηθεί σε θέματα πρακτικά, τελετουργικά και επιλογών πολιτισμικής υφής αλλά θα πρέπει να αντανακλά και τις ιδιαιτερότητες του μουσικού συστήματος.

Ετσι κι αλλιώς η απουσία καταγεγραμμένων μελωδιών στενεύει πολύ τα περιθώρια για τη γνώση της μουσικής στη μινωική Κρήτη. Και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς.