Πριν από περίπου 10 χρόνια ο ελβετός σκηνοθέτης
Στέφαν Χάουπτ αποφάσισε να ανεβάσει την «Ασκητική» του Νίκου Καζαντζάκη στη Ζυρίχη. Χρειαζόταν έναν Ελληνα, όχι απαραιτήτως ηθοποιό, για να διαβάσει αποσπάσματα του έργου. Συναντήθηκε με τον
Αργύρη Σφουντούρη, ο οποίος, συμπτωματικά, ήταν ο μεταφραστής της «Ασκητικής» στα γερμανικά. Ο Χάουπτ γνωρίστηκε καλύτερα μαζί του. Εμαθε ότι στις 10 Ιουνίου 1944 ο τετράχρονος τότε Σφουντούρης επέζησε
από τη σφαγή των 218 κατοίκων του Διστόμου από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής. Ο Αργύρης έχασε όλη την οικογένειά του (λόγος για τον οποίο ο ίδιος δεν έκανε ποτέ οικογένεια). Κατέληξε σε ορφανοτροφείο της Ελβετίας και κατάφερε να γίνει σπουδαίος επιστήμονας στα Μαθηματικά και στην Αστροφυσική, χωρίς ποτέ να σταματήσει τον αγώνα για τη δικαίωση των θυμάτων του Διστόμου, η οποία δεν έχει έρθει ακόμη. Ο Χάουπτ αποφάσισε να γυρίσει ένα ντοκυμαντέρ
που θα τιμούσε όχι μόνο τον Σφουντούρη αλλά όλους εκείνους που είχαν παρόμοια βιώματα στην παιδική ηλικία τους και οι οποίοι τελικά κατάφεραν να επιβιώσουν. Ετσι δημιουργήθηκε το «Ενα τραγούδι για τον Αργύρη», με το οποίο ο Αργύρης Σφουντούρης χρησιμοποιεί τη δική του μικρή ιστορία ως ασπίδα για την προστασία της ευρύτερης Ιστορίας, η οποία
«κινδυνεύει να διαστρεβλωθεί», όπως μας είπε στη συνάντηση που είχαμε πριν από λίγες ημέρες μαζί του.
– Ηταν εύκολο να μιλήσετε για το τραγικό παρελθόν σας μπροστά στον φακό;

«Χρειάστηκε λίγη προσπάθεια για να ανοιχτώ, γιατί το θέμα είναι δύσκολο και προσωπικό. Η δική μου ιστορία όμως ήταν απλώς η μαγιά για κάτι ευρύτερο. Θεώρησα αναγκαίο να γίνει γνωστό το γεγονός της σφαγής του Διστόμου, γιατί στην Ελλάδα μπορεί να το γνωρίζουν, όχι όμως και στη Γερμανία, όπου αποφεύγουν να συζητήσουν για αυτά τα θέματα, με αποτέλεσμα η Ιστορία να διαστρεβλώνεται. Τα εγκλήματα πολέμου δεν πρέπει να αποκαλούνται απλώς “πολεμικά γεγονότα” ή “μάχες”. Είναι ανεπίτρεπτο η σφαγή του Διστόμου να θεωρείται μάχη μεταξύ ελλήνων ανταρτών και γερμανικών στρατευμάτων κατοχής. Λες και δεν υπάρχουν νόμοι ή οι συνθήκες της Γενεύης και της Χάγης, που όχι μόνο απαγορεύουν την εκτέλεση άμαχου πληθυσμού, αλλά επιβάλλουν στις κατοχικές δυνάμεις να προστατεύουν τους κατακτημένους. Αυτές τις συνθήκες, που ούτε καν ο Χίτλερ δεν καταπάτησε, τις ακυρώνει με τη δικογραφία της η σημερινή Γερμανία λέγοντας ότι δεν υπάρχει νομοθεσία για την αποζημίωση των θυμάτων του Διστόμου».

– Πού αποδίδετε αυτή την προσπάθεια αποσιώπησης της αλήθειας;

«Στην κακή συνείδηση. Η πλειονότητα του γερμανικού λαού το 1945 ήταν άνθρωποι που, είτε ενεργά είτε παθητικά, είχαν υποστηρίξει το καθεστώς του Χίτλερ. Μπορεί να εκτελέστηκαν κάποιοι στη Νυρεμβέργη, στη Γερμανία όμως κυριαρχούσαν ακόμη οι ναζί. Αυτοί επηρέασαν την πολιτική της μεταπολεμικής Γερμανίας». – Πολλές πρόσφατες γερμανικές ταινίεςκυρίως ντοκυμαντέρ- παρουσιάζουν μια μάλλον αρνητική για τους Γερμανούς εικόνα εκείνης της εποχής.Δεν συμφωνείτε ότι στη Γερμανία γίνεται αυτοκριτική; «Το πρόβλημα με τη Γερμανία είναι ότι υπάρχει μόνο μια μειονότητα αποτελούμενη από ιστορικούς, καλλιτέχνες και νομικούς, οι οποίοι ασχολούνται εντατικά με το θέμα διακηρύσσοντας την αλήθεια. Ολοι αυτοί οι άνθρωποι δεν ξεπερνούν τις 80.000 σε ένα σύνολο 80 εκατομμυρίων. Η επίσημη Γερμανία και μαζί της η μεγάλη πλειονότητα του γερμανικού λαού επιθυμούν τη διάψευση- την “τελειωτική γραμμή”, όπως την αποκαλούν. Να κλείσει το θέμα οριστικά. Αυτό λέγεται αποσιώπηση της πραγματικότητας. Το 1994, στην 50ή επέτειο της σφαγής του Διστόμου, οργανώσαμε στο πολιτιστικό κέντρο των Δελφών ένα συνέδριο ειρήνης καλώντας επιστήμονες από την Ελλάδα και τη Γερμανία για μια συζήτηση με στόχο την αποφυγή παρόμοιων περιστατικών στο μέλλον και τη διδαχή των ορίων της υπακοής των στρατιωτών. Διότι, κακά τα ψέματα, οι Γερμανοί στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είχαν μεταμορφωθεί σε κτήνη, όπως στον πόλεμο του Ιράκ οι Αμερικανοί μεταμορφώθηκαν σε κτήνη. Καλέσαμε φυσικά τη γερμανική πρεσβεία. Οχι μόνο δεν δέχθηκαν, αλλά προσπάθησαν να ακυρώσουν το συνέδριο. Δεν ήθελαν να συζητηθεί το θέμα».

– Κάποια στιγμή όμως δεν πρέπει να κλείσει οριστικά το θέμα; Εσείς άλλωστε δεν είστε το τρανό παράδειγμα του ανθρώπου που όχι μόνο δεν επέτρεψε στον εαυτό του να τον καταβάλει το παρελθόναλλά το αξιοποίησε για το μέλλον;

«Αλλο το να σε καταβάλλει το παρελθόν σου και άλλο να το διαψεύδεις. Το ζήτημα είναι να υπάρχει ιστορική αλήθεια. Με το να μη γίνει καμία δίκη μεταπολεμικά στη Γερμανία εναντίον των θυτών σημαίνει ότι δεν καταδίκασαν την ίδια την πράξη- κάτι που θα λειτουργούσε και παραδειγματικά για το μέλλον: να ξέρουν οι στρατιώτες που στέλνονται στους πολέμους τι επιτρέπεται να κάνουν και τι όχι. Συναντώ σχολικές τάξεις στη Γερμανία που μου λένε ότι δεν γνωρίζουν τίποτε για τη δράση των γερμανικών στρατευμάτων στα Βαλκάνια. Στη Γερμανία διδάσκονται επιλεκτικά την Ιστορία».

– Πιστεύετε ότι δεν έπαιξε ρόλο η δίκη της Νυρεμβέργης;

«Αφορούσε μόνο τους αξιωματούχους του Χίτλερ. Στην Ελλάδα είχαμε δεκάδες γερμανούς κρατουμένους που είχαν κάνει εγκλήματα πολέμου. Για παράδειγμα, ο Μέρτεν, που ως γενικός διοικητής είχε την ευθύνη της αποστολής των Εβραίων από την Ελλάδα στη Γερμανία, έστειλε 50.000 Εβραίους της Θεσσαλονίκης στον θάνατο και στη συνέχεια, το 1959, επέστρεψε στην Ελλάδα για να γίνει πρόξενος της Γερμανίας! Ευτυχώς κάποιοι τον αναγνώρισαν. Θα δικαζόταν εδώ, αν η κυβέρνηση της Γερμανίας δεν είχε καταβάλει τεράστιες προσπάθειες για να γίνει η δίκη στη Γερμανία- όπου και έγινε, χωρίς τελικά να αποδειχθεί η ενοχή του, καθώς ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι δεν ήξερε πού έστελνε τους Εβραίους! Μαζί με τον Μέρτεν όμως η τότε ελληνική κυβέρνηση άφησε ελεύθερους όλους τους γερμανούς κρατουμένους που βρίσκονταν εδώ μετά τον πόλεμο. Επίσης παραχώρησε όλη τη δικογραφία, κάτι που θεωρώ απαράδεκτο, γιατί, ενώ θα έπρεπε να είναι τμήμα των ελληνικών ιστορικών αρχείων, η δικογραφία χαρίστηκε στη Γερμανία με την ωμή υπόσχεση δικών που ποτέ δεν έγιναν».

– Αρα η οργή σας δεν περιορίζεται στη στάση της Γερμανίας αλλά και της Ελλάδας; «Ασφαλώς. Οταν το 2000 ο ελληνικός Αρειος Πάγος αποφάσισε να δοθεί αποζημίωση στο Δίστομο, η Γερμανία καταδίκασε την απόφαση. Η ίδια η Γερμανία που είχε κάνει ένσταση στην απόφαση του Πρωτοδικείου της Λιβαδειάς ζητώντας τη δίκη στον Αρειο Πάγο. Και μετά η ίδια η Γερμανία δεν αναγνώρισε την απόφαση. Αντί όμως η ελληνική κυβέρνηση να κρατήσει ουδέτερη στάση, όπως όφειλε να κάνει, απαγόρευσε την κατάσχεση περιουσιών του γερμανικού κράτους, μέσω της οποίας κατά κάποιον τρόπο το τελεσίγραφο του Αρείου Πάγου θα υλοποιείτο. Το πρόσχημα ήταν ότι χρειάζεται η υπογραφή του υπουργού Δικαιοσύνης για την κατάσχεση των ξένων περιουσιών. Ολα αυτά για να μη χαλάσουν οι καλές σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας. Ολα γίνονται εις βάρος των θυμάτων. Η δική μας κυβέρνηση για μία ακόμη φορά πρόδωσε τον αγώνα και τα θύματα του πολέμου της Γερμανίας».

Το ντοκυμαντέρ «Ενα τραγούδι για τον Αργύρη» θα προβάλλεται στις αίθουσες από την Πέμπτη 25 Οκτωβρίου.