ΠΑΡΙΣΙ Στις αίθουσες του εντυπωσιακού Γκραν Παλέ, στην καρδιά της γαλλικής πρωτεύουσας, ένας κόσμος γαλήνιος αναδύεται από τα βάθη του χρόνου και της Ιστορίας: 122 αριστουργήματα της Δυναστείας των Γκούπτα που σηματοδοτεί το απόγειο του ινδικού πολιτισμού (4ος-6ος μ.Χ. αι.), φιλοξενούνται στην έκθεση «Η χρυσή εποχή της Κλασικής Ινδίας- Η αυτοκρατορία των Γκούπτα» που φιλοδοξεί να κάνει γνωστή στο ευρύ κοινό την περίοδο κατά την οποία έφθασαν στο απόγειό τους η ινδική θρησκευτική σκέψη, οι επιστήμες, η λογοτεχνία, το θέατρο και οι τέχνες.

Τα πέτρινα, πήλινα και μπρούντζινα γλυπτά της έκθεσης, λαμπρά δείγματα της γένεσης, της ωρίμανσης και της διάδοσης της τέχνης της περιόδου αυτής, προέρχονται από τα 17 μεγαλύτερα μουσεία της Ινδίας, τα οποία για πρώτη φορά δέχτηκαν να δανείσουν έναν τόσο σημαντικό αριθμό έργων της εποχής Γκούπτα. «Πρόκειται για ένα μοναδικό πολιτιστικό γεγονός» μάς λέει η Αμίνα Οκαντά, υπεύθυνη της έκθεσης και διευθύντρια του Μουσείου Ασιατικών Τεχνών (Μουσείο Guimet). «Παρόμοια έκθεση δεν έχει γίνει ποτέ ούτε στην Ευρώπη ούτε στις ΗΠΑ,ούτε καν στην Ινδία.Τα έργα της εποχής των Γκούπτα είναι διάσπαρτα σε πολλά ινδικά μουσεία και πρέπει κανείς να κάνει τον γύρο της χώρας για να τα επισκεφθεί και να θαυμάσει από κοντά τα αριστουργήματα αυτά».

Ξεχωριστή αξία και ομορφιά
Η ιδέα της έκθεσης γεννήθηκε το 1998, όταν έπειτα από μία επίσημη επίσκεψή του στην Ινδία ο τότε γάλλος πρόεδρος Ζακ Σιράκ εξέφρασε την επιθυμία να διοργανώσει μια έκθεση αφιερωμένη στην ινδική τέχνη. Το Μουσείο Guimet και η Ενωση των Εθνικών Μουσείων που ανέλαβαν τη διοργάνωση της έκθεσης σκέφτηκαν ότι ο καλύτερος τρόπος θα ήταν ένα μεγάλο αφιέρωμα στην κλασική περίοδο των Γκούπτα. «Επρεπε να προτείνουμε κάτι εντελώς καινούργιο στο γαλλικό κοινό» τονίζει η Αμίνα Οκαντά. «Να απευθυνθούμε στη φαντασία του, προσφέροντάς του έναν κόσμο ξεχωριστής αξίας και ομορφιάς. Η οικουμενική διάσταση και η υψηλή αισθητική των γλυπτών αυτών είναι κάτι που “μιλάει” σε όλους».

Η τέχνη της περιόδου αυτής έχει να αναδείξει έργα που χαρακτηρίζονται από μια τελειότητα χωρίς προηγούμενο. Οι αισθητικοί κανόνες και τα εικονογραφικά μοντέλα των Γκούπτα διαδόθηκαν σε ένα μεγάλο μέρος του ασιατικού κόσμου και επηρέασαν την τέχνη της Νότιας και Νοτιοανατολικής Ασίας, της Απω Ανατολής, της Κίνας και της Ιαπωνίας. «Η τέχνη των Γκούπτα» υπογραμμίζει η κυρία Οκαντά «είναι για την Ασία ό,τι και η αρχαία ελληνική τέχνη για τη Δύση. Και είναι περίεργο το γεγονός ότι, παρά τις οικουμενικές διαστάσεις της και την τόσο σημαντική της επιρροή,είναι τόσο λίγο γνωστή στο ευρύ κοινό».

Δύο σχολές
Η έκθεση αρχίζει με μερικά από τα πιο όμορφα δείγματα της ινδικής νομισματολογίας, μέσα από τα οποία γίνεται έμμεση αναφορά στη διακυβέρνηση και στην προσωπικότητα των πιο σημαντικών ηγεμόνων της Δυναστείας. Ακολουθεί μικρός αριθμός γλυπτών της πρώιμης εποχής Γκούπτα, όπου παρατηρούμε έντονες ακόμη τις αναφορές στην κάπως βαριά και εκλεκτική τέχνη των Μεγάλων Κουσάν (1ος-3ος αι.). Στη διαμόρφωση του ιδιώματος Γκούπτα παίζουν σημαντικό ρόλο τα εργαστήρια της πόλης Ματούρα, τα οποία παράγουν τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα τους τον 4ο αι., ενώ κατά το πρώτο τέταρτο του 5ου αι. τα κέντρα της καλλιτεχνικής δημιουργίας αρχίζουν να μετατοπίζονται προς το ανατολικό μέρος της αυτοκρατορίας και η Ματούρα δίνει τη θέση της στο Σαρνάτ. Δύο μεγάλες αίθουσες είναι αφιερωμένες στην καλλιτεχνική παραγωγή της Ματούρα και του Σαρνάτ, στις οποίες ο επισκέπτης ανακαλύπτει ένα εκθαμβωτικό σύνολο από βουδιστικά, τζαϊνιστικά και βραχμανιστικά γλυπτά, λαξευμένα σε ψαμμίτη: Κόκκινο και ροζ για τη Σχολή της Ματούρα, μπεζ και χρυσόχρωμο για τη Σχολή του Σαρνάτ. «Δεν είναι μόνο η διαφορά χρώματος που κάνει τα έργα αυτά να δείχνουν αρκετά διαφορετικά μεταξύ τους» τονίζει η Αμίνα Οκαντά. «Εξίσου σημαντικές είναι και οι υφολογικές διαφορές.Για παράδειγμα,οι Βούδες της Ματούρα φορούν ιερά ενδύματα με πτυχώσεις που θυμίζουν τις πτυχώσεις των αρχαίων ελληνικών γλυπτών,ενώ τα ενδύματα που φορούν οι Βούδες του Σαρνάτ είναι εντελώς διάφανα,χωρίς καμία ένδειξη πτυχώσεων.Πέρα όμως από τα εξωτερικά τους χαρακτηριστικά, τα γλυπτά των δύο σχολών συγκλίνουν στον εσωτερικό κανόνα, σ την εσωτερικότητα της έκφρασης,αφού η μορφολογία του προσώπου ανήκει στην ίδια αισθητική,στην αισθητική Γκούπτα». Θρησκευτική τέχνη
Η τέχνη της περιόδου αυτής είναι κυρίως θρησκευτική. Σχεδόν στο σύνολό της η έκθεση εικονογραφεί τις μεγάλες θρησκείες της εποχής εκείνης στην Ινδία: τον Ινδουισμό (τον Βραχμανισμό), τον Βουδισμό και τον Τζαϊνισμό. «Η εποχή Γκούπτα» μάς λέει η Αμίνα Οκαντά «είναι μία εποχή μεγάλης θρησκευτικής ανοχής. Οι αυτοκράτορες της δυναστείας πίστευαν στον θεό Βισνού, ήταν δηλαδή ινδουιστές,αλλά ήταν εξαιρετικά ανεκτικοί αφού επέτρεψαν και σε άλλες θρησκείες να αναπτυχθούν ειρηνικά. Αυτό εξηγεί το γεγονός ότι στην έκθεση αυτή υπάρχουν έργα που προέρχονται από τις τρεις αυτές μεγάλες θρησκείες που επικοινωνούν και συνυπάρχουν αρμονικά στους δύο αιώνες της βασιλείας των Γκούπτα». Τα αρχιτεκτονικά στοιχεία διακόσμησης που εκτίθενται στον πρώτο όροφο της έκθεσης αποτελούν σαφή αναφορά στο πλαίσιο που φιλοξένησε την ιερή αυτή τέχνη, αφού αποτελούν τμήματα ινδουιστικών ναών και βουδιστικών μοναστηριών. Τα πήλινα ανάγλυφα που διακοσμούσαν τους ινδικούς ναούς γοητεύουν με τη δροσιά και την αφηγηματική τους ζωντάνια και εμπλουτίζουν μάλιστα τη θεματική τους με κοσμικές επιρροές από την ινδική μυθολογία, το θέατρο, καθώς και από την καθημερινή ζωή. Οι γοητευτικές και ανάλαφρες αυτές αναπαραστάσεις δρουν εξισορροπητικά στον ιερατισμό και στη συμβολική βαρύτητα των καθαρά θρησκευτικών απεικονίσεων.

Εξέλιξη
Η έκθεση κλείνει με ένα ταξίδι στην περιφέρεια της αυτοκρατορίας των Γκούπτα, δίνοντάς μας έτσι όλο το φάσμα της αισθητικής τους μέσα από τα ποικίλα τοπικά καλλιτεχνικά ιδιώματα του 5ου και του 6ου αιώνα. Αν και από το δεύτερο τέταρτο του 6ου αι. η αυτοκρατορία αντιμετωπίζει όλο και περισσότερες δυσκολίες σε πολιτικό επίπεδο, η τέχνη της συνεχίζει να αναπτύσσεται και να διαδίδεται. Επιδεικνύει μάλιστα αναλλοίωτη ζωτικότητα στα αισθητικά χαρακτηριστικά των έργων που προέρχονται από τα πολυάριθμα περιφερειακά εργαστήρια, τα οποία δεν έχουν τίποτε να ζηλέψουν από τα έργα των αυτοκρατορικών εργαστηρίων. Η κατασκευή των ναών συνεχίζεται χωρίς εμπόδια και η τέχνη της γλυπτικής, που η εξέλιξή της φαίνεται μέσα από κάποιες εικονογραφικές καινοτομίες, εισέρχεται σε σύνθετη και ιδιαίτερα πλούσια φάση που δεν θα σβήσει με την πτώση της Δυναστείας.

Η τεράστια αυτή κληρονομιά έφθασε ως τις μέρες μας όπως και το σανσκριτικής προέλευσης όνομα Γκούπτα, το πατρώνυμο των ιδρυτών της δυναστείας, που είναι σήμερα ένα επώνυμο ιδιαίτερα διαδεδομένο στην Ινδία. Σημαίνει αυτό που είναι κρυμμένο, το κρυφό, και έρχεται από τα βάθη του χρόνου ως μια αναφορά στις άγνωστες ρίζες της δυναστείας που έκανε την ινδική τέχνη να λάμψει και να διαδοθεί σε όλη την Ασία. Μετά τις 7 Ιουλίου τα μοναδικά αυτά γλυπτά που εκφράζουν το μεγαλείο της κλασικής ινδικής εποχής θα επιστρέψουν για πάντα στον φυσικό τους χώρο, στον χώρο που γέννησε μία από τις κορυφαίες καλλιτεχνικές εκφράσεις του ανθρώπινου πολιτισμού.