Ε νας μόλις χρόνος συμπληρώθηκε από την ιστορική ιταλοαμερικανική συμφωνία του Φεβρουαρίου 2006, με την οποία ένα από τα ισχυρότερα μουσεία του κόσμου, το Μητροπολιτικό της Νέας Υόρκης, αναγνώρισε για πρώτη φορά την ιταλική κυριότητα σε 20 αρχαιολογικούς θησαυρούς που είχαν ανευρεθεί σε ανασκαφές στη Σικελία και είχαν παράνομα εξαχθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες. Και ενώ θα περίμενε κανείς η συμφωνία αυτή να αρχίσει να επηρεάζει και την ανένδοτα αρνητική στάση άλλων μεγάλων μουσείων στην επιστροφή πολιτιστικών αγαθών στις χώρες προελεύσεώς τους, η πιο πρόσφατη συνέχεια ήταν διαφορετική, δημιουργώντας σε πολλούς από μας μεγάλες ανησυχίες.

Πριν από λίγες ημέρες διοργανώθηκε από την UΝΕSCΟ στο Παρίσι μια ημερίδα με θέμα «Μνήμη και Παγκοσμιότητα: νέα διακυβεύματα για τα μουσεία». Και προβλήθηκαν κατά τη διάρκειά της θεωρίες οι οποίες διεκδικούν ίσως παγκόσμια αποκλειστικότητα, αλλά όχι και ανάλογη σοβαρότητα. Για εξαιρετικά ευχάριστες κωμικές στιγμές(!) δεν δίστασε να μιλήσει στην περιγραφή της η γαλλική εφημερίδα «Liberation».

Αρκετοί από όσους παρακολούθησαν την ημερίδα δυσκολεύονταν να πιστέψουν αυτά που λέγονταν, όταν άκουσαν τον διευθυντή ενός άλλου μεγάλου μουσείου, του Βρετανικού, να επιχειρεί σοβαρά να υποστηρίξει ότι τα πολιτιστικά αγαθά δεν συνδέονται με τον χώρο εγκαταστάσεώς τους. Είναι, κατά τον κ. Νιλ Μακ Γκρέγκορ, τα καινούργια «αεικίνητα», εφ΄ όσον, με τη μεγάλη ανάπτυξη των μεταφορών, μπορούν ως τμήματα εκθέσεων να περιοδεύουν συνεχώς ανά τον κόσμο. Κατά τον διευθυντή του Βρετανικού Μουσείου μνήμη έχει και η ανθρωπότητα, της οποίας είμαστε όλοι κληρονόμοι. Και με αυτήν την προοπτική, δικαιούμεθα όλοι μεριδίου στους πολιτισμούς των άλλων και χρειάζεται να επιτρέπουμε και στους άλλους να έχουν μερίδιο και στον δικό μας πολιτισμό. Η αυστραλέζα πρόεδρος της Επιτροπής Δεοντολογίας του Διεθνούς Οργανισμού των Μουσείων κυρία Μπέρνις Μέρφι προχώρησε όμως ένα βήμα περισσότερο. Διαμαρτύρονται οι χώρες-πηγές γιατί παράνομα τους έχουν αφαιρεθεί τα πολιτιστικά τους αγαθά; Δεν αποτελεί τούτο πρόβλημα που να μην μπορεί να αντιμετωπιστεί. Υπάρχει η δυνατότητα του ψηφιακού «επαναπατρισμού» αυτών των αγαθών, με την αποστολή ψηφιακών αντιγράφων στις χώρες προελεύσεώς τους!

Οι παρατηρήσεις αυτές ήταν ίσως οι προκλητικότερες από όσες διατυπώθηκαν. Αλλά και το γενικό πνεύμα της συζητήσεως κινήθηκε περίπου στο ίδιο μήκος κύματος. Η έμφαση δόθηκε στις έννοιες της παγκοσμιότητας των αγαθών και της εξασφαλίσεως της καλύτερης δυνατής προσβάσεως- που, φυσικά, μονάχα τα μουσεία και ακόμη περισσότερο τα μεγάλα, με προεξάρχοντα τα παγκόσμιας εμβέλειας, είναι πρώτα σε θέση να εγγυηθούν.

Η προέλευση των αγαθών δεν είναι δυνατόν να ταράσσει τη σκέψη των διευθυντών των μεγάλων μουσείων (από τους οποίους, εκτός από τον κ. Μακ Γκρέγκορ, και οι διευθυντές του Λούβρου και του Ερμιτάζ της Αγίας Πετρούπολης ανέπτυξαν παραπλήσιες απόψεις, αλλά σε κάπως πιο χαμηλότονη διπλωματική γλώσσα). Η ιδιοκτησία των αγαθών και η νομιμότητα της διεκδικήσεώς τους από εκείνους από τους οποίους αρχικά τα έκλεψαν ή τα λήστεψαν, προτού καταλήξουν στις προθήκες των μεγάλων μουσείων, αποτελούν δευτερεύοντα γι΄ αυτούς στοιχεία. Και το ίδιο δευτερεύουσα είναι και η συμβολή των αγαθών στη διαμόρφωση της πολιτιστικής ταυτότητας και συνειδήσεως των λαών.

Η ερώτηση δεν είναι πια ποιος κατέχει το αγαθό, αλλά ποιος μπορεί να εξασφαλίσει την καλύτερη σε αυτό πρόσβαση. Ολα τα άλλα αποτελούν μάχες οπισθοφυλακής, κατά τη «Liberation», εφ΄ όσον οι νόμοι δεν έχουν αναδρομική ισχύ. Αγαθό που βρίσκεται σε μια συλλογή θα παραμείνει εκεί.

Η πρώτη διεθνής σύμβαση που διαμόρφωσε η UΝΕSCΟ το 1970 αναφερόταν στην απαγόρευση και παρεμπόδιση της παράνομης εισαγωγής, εξαγωγής και μεταβιβάσεως των πολιτιστικών αγαθών. Και στο πνεύμα της συμβάσεως αυτής και της ιταλοαμερικανικής συμφωνίας, ηχούν πολύ παράταιρα οι απίθανες θεωρίες των διευθυντών των μουσείων στην παρισινή ημερίδα. Ο κ. Γιώργος Ν. Αναστασόπουλος είναι πρεσβευτής της Ελλάδας στην UΝΕSCΟ.