Το χρυσό βιολί στο Μέγαρο Μουσικής




Αρχισε να μαθαίνει βιολί σε ηλικία τεσσάρων ετών και εν τούτοις ο επαγγελματικός προσανατολισμός του δεν ήταν μονόδρομος αφού το ταλέντο του στη μουσική είχε να«ανταγωνιστεί» την κλίση του στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και στο τένις. Ωστόσο το επί σκηνής ντεμπούτο του, σε ηλικία μόλις 14 ετών, με τη διάσημη Ορχήστρα της Φιλαδέλφειας υπό τον Ρικάρντο Μούτι στάθηκε καθοριστικό. Επρόκειτο για την απαρχή μιας λαμπρής σταδιοδρομίας η οποία υπερέβη τα στενά όρια του κόσμου της κλασικής μουσικής, χαρίζοντας στον Τζόσουα Μπελ τον – ολοένα πιο σπάνιο στην εποχή μας – τίτλο του σουπερστάρ. Τολμηρός, ρηξικέλευθος και πάντοτε «ανοιχτός» σε νέες εμπειρίες, οι ιδιότητές του αυτές δεν δικαιώνονται μόνο μέσω του ευρύτατου ρεπερτορίου και των απρόβλεπτων – ενίοτε – συνεργασιών του. Εχοντας εμφανιστεί στις μεγαλύτερες αίθουσες συναυλιών του κόσμου και, μεταξύ πολλών άλλων, ερμηνεύσει τα σολιστικά μέρη της βραβευμένης με Οσκαρ μουσικής του Τζον Κοριλιάνο για την κινηματογραφική ταινία «Το κόκκινο βιολί», πριν από σχεδόν δύο χρόνια δεν δίστασε να απαντήσει θετικά σε μία ακόμη πρόκληση: έπαιξε βιολί στο… μετρό της Ουάσιγκτον αποτελώντας τον «πρωταγωνιστή» μιας πρωτότυπης έρευνας της εφημερίδας «Washington Post», η οποία, υπό τον τίτλο «Pearls before breakfast» («Μαργαριτάρια πριν από το πρόγευμα»), χάρισε στον συντάκτη της Τζιν Γουαϊνγκάρτεν το βραβείο Πούλιτζερ 2008.


Ο Βιβάλντι και ο Σούμπερτ


«Είναι η πρώτη φορά που θα βρεθώ στην Ελλάδα» λέει ο πολυβραβευμένος Τζόσουα Μπελ από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής. «Μoιάζει περίεργο, αλλά δεν έχω έρθει στη χώρα σας ούτε για διακοπές. Τώρα βέβαια που το σκέπτομαι, ίσως αυτό το τελευταίο δεν είναι και τόσο περίεργο αφού δεν κάνω διακοπές. Απλώς ταξιδεύω διαρκώς για δουλειά…». Για την επικείμενη πρώτη του πανελλήνια εμφάνιση με την Ορχήστρα Δωματίου UBS του Φεστιβάλ του Verbier στο Μέγαρο – όπου θα τον δούμε στον διπλό ρόλο του σολίστα και του μαέστρου – επέλεξε ένα δημοφιλές πρόγραμμα: τις περίφημες «Τέσσερις εποχές» του Βιβάλντι, έργο το οποίο αποτελεί και την ολοκαίνουργια δισκογραφική δουλειά του, καθώς και το «Ο Θάνατος και η Κόρη» του Σούμπερτ στη διασκευή του Γκούσταφ Μάλερ.


«Σε ό,τι αφορά το ρεπερτόριο δεν έχω προτιμήσεις» σχολιάζει χαρακτηριστικά ο 40χρονος Μπελ. «Αυτό που λέμε κλασική μουσική και καλύπτει το 90% των ερμηνευτικών επιλογών μου είναι μια περίοδος τεράστια. Καλύπτει από τον Μπαχ ως τη ρομαντική εποχή και, όπως καταλαβαίνει κανείς, οι επιλογές είναι πάμπολλες. Αυτό που με ενδιαφέρει όταν ερμηνεύω ένα έργο είναι να αισθάνομαι 100% πεπεισμένος για την αξία του και να έχω μαζί του μια σχέση, θα ‘λεγα, ερωτική. Από ‘κεί και πέρα υπάρχουν πολλά ακόμη «οχυρά» προς κατάκτηση…».


Το γεγονός ότι άρχισε να σταδιοδρομεί όντας ακόμη έφηβος αναγνωρίζει πως θα μπορούσε να εμπεριέχει κινδύνους. Εν τούτοις «ήταν θέμα σωστού χειρισμού. Αρχισα σταδιακά και με προσοχή. Η πρώτη εμφάνιση στα 14, την οποία ακόμη και σήμερα κρατώ στη μνήμη μου ως κάτι πολύ ιδιαίτερο, κάποια πολύ επιλεγμένα ταξίδια, ο πρώτος δίσκος στα 18… Ξέρω πως ορισμένα παιδιά που αρχίζουν πολύ νωρίς, φτάνουν σε μια ηλικία και αναρωτιούνται ποιοι στ’ αλήθεια είναι και γιατί κάνουν αυτό που κάνουν. Με εμένα δεν συνέβη έτσι. Προχώρησα με προσεκτικά βήματα, έχοντας την αμέριστη υποστήριξη των γονιών μου, οι οποίοι πάνω απ’ όλα ήθελαν να είμαι ισορροπημένος και ευτυχισμένος».


Μιλώντας για τη σχέση του με το βιολί του, ένα πολύτιμο Στραντιβάριους κατασκευασμένο το 1713, στη διάρκεια δηλαδή της επονομαζόμενης «χρυσής περιόδου» του περίφημου δημιουργού από την Κρεμόνα, ο Μπελ αναφέρεται εν συντομία στη μυθιστορηματική ιστορία του πολύτιμου οργάνου. «Στο παρελθόν ανήκε σε έναν από τους ήρωές μου, τον σπουδαίο πολωνό βιολονίστα Μπρόνισλαβ Χούμπερμαν, από τον οποίο, εν τούτοις, εκλάπη δύο φορές. Την πρώτη φορά του επεστράφη γρήγορα. Τη δεύτερη, ωστόσο, ο κλέφτης ομολόγησε την πράξη του μόλις λίγο προτού πεθάνει. Χρόνια αργότερα έτυχε να το δοκιμάσω και δεν σας κρύβω πως επρόκειτο για κεραυνοβόλο έρωτα. Δεν ξέρω πώς να το περιγράψω… Είναι σαν να συναντάς τη γυναίκα των ονείρων σου. Παρ’ όλ’ αυτά δεν το απέκτησα αμέσως, χρειάστηκε να περάσουν ακόμη μερικά χρόνια. Ημουν, θυμάμαι, στο Λονδίνο και έμαθα τυχαία πως το συγκεκριμένο βιολί βρισκόταν εκεί λίγο προτού ταξιδέψει για τη Γερμανία και τον νέο του ιδιοκτήτη, έναν επιχειρηματία. Κυριολεκτικά μου ήρθαν δάκρυα στα μάτια. Είπα πως είναι αδύνατο να το χάσω τη στιγμή ακριβώς που το ξαναβρίσκω. Ετσι, με κινήσεις οι οποίες έγιναν σε χρόνο-ρεκόρ, βρέθηκε στα χέρια μου…».


Στο μετρό της Ουάσιγκτον


Ανατρέχοντας κανείς στις ερμηνευτικές εμπειρίες του Τζόσουα Μπελ είναι μάλλον αδύνατο να μη σταθεί ιδιαίτερα στη συναίνεσή του να παίξει βιολί στο μετρό της Ουάσιγκτον προκειμένου να εξυπηρετήσει τις ανάγκες μιας δημοσιογραφικής έρευνας. Ηταν λίγο πριν από τις οκτώ το πρωί της 12ης Ιανουαρίου του 2007 όταν, ντυμένος με ένα απλό μπλουζάκι, παντελόνι παραλλαγής και ένα κασκέτο μπεϊζμπόλ το οποίο κάλυπτε σχεδόν τα μάτια του, έπαιρνε τη θέση του σε μια πολυσύχναστη αποβάθρα, δίπλα σε έναν κάδο απορριμμάτων. «Μπορεί ένας από τους διασημότερους μουσικούς των ΗΠΑ και του κόσμου ολόκληρου και ένα πολύτιμο Στραντιβάριους να μας αποσπάσουν για ένα λεπτό από την καθημερινότητά μας; Εχουμε, στ’ αλήθεια, χρόνο για να απολαύσουμε λίγη ομορφιά;» ήταν κάποια από τα ερωτήματα που έθετε η έρευνα. Τα αποτελέσματα ήταν αποκαρδιωτικά. Από τους περίπου 1.100 ανθρώπους που πέρασαν από την αποβάθρα τη συγκεκριμένη ώρα, ελάχιστοι του έδωσαν κάποια σημασία, ενώ μόνο ένας τον αναγνώρισε. Οσο για τις… εισπράξεις της ημέρας; Μόλις υπερέβησαν τα 30 δολάρια. Αξίζει να σημειωθεί πως δεν είχε περάσει ούτε μία εβδομάδα από τότε που ο Μπελ είχε γεμίσει ασφυκτικά την αίθουσα της περίφημης Συμφωνικής Ορχήστρας της Βοστώνης με τα «λογικά» εισιτήρια να κυμαίνονται γύρω στα 100 ευρώ έκαστο.


«Σχεδόν δύο χρόνια αργότερα, αυτό που με εκπλήσσει είναι η δημοσιότητα την οποία έλαβε αυτό το πείραμα και το ότι, ακόμη και σήμερα, εξακολουθούν να με ρωτούν γι’ αυτό» λέει ο Μπελ και συνεχίζει: «Οσο γι’ αυτά καθαυτά τα αποτελέσματα, δεν με εξέπληξαν καθόλου. Ηταν αυτό ακριβώς που περίμενα και αυτό το οποίο ήθελα να αποδείξω αποδεχόμενος την πρόκληση. Η μουσική θέλει τις προϋποθέσεις της. Θέλει αυτοσυγκέντρωση, ησυχία, ατμόσφαιρα. Δεν έχει πλάκα να παίζεις όταν δεν σε προσέχει κανείς. Δεν έχεις τη δυνατότητα να προσφέρεις τίποτε και δεν σου προσφέρει κι εσένα, με δεδομένο ότι η συναυλία είναι μια ανταλλαγή ανάμεσα στον μουσικό και στον ακροατή. Καμιά φορά, όταν ακούω να λένε ότι η κλασική μουσική είναι χαλαρωτική, εντυπωσιάζομαι. Υπάρχει, αναρωτιέμαι, κάτι πιο δυνατό, πιο έντονο από μια συμφωνία του Μπετόβεν; Σήμερα η κλασική μουσική είναι παντού ως υπόκρουση: στο εστιατόριο, στο ασανσέρ, στα καταστήματα… Ε, λοιπόν, από αυτή τη μουσική προτιμώ σαφώς τη σιωπή…».


Η συναυλία του Τζόσουα Μπελ με την Ορχήστρα Δωματίου UBS του Φεστιβάλ του Verbier θα δοθεί στις 8 Οκτωβρίου στην Αίθουσα Φίλων της Μουσικής του Μεγάρου. Η συναυλία εντάσσεται στη σειρά «Κορυφαίοι βιολιστές της εποχής μας».