Ολα ξεκινούν με τις μεταρρυθμίσεις που ο Ντενγκ Χσιάο Πινγκ εισήγαγε στην Κίνα τα τελευταία τριάντα χρόνια. Ο κινέζος ηγέτης, μετά τη σκληρή φάση της μαοϊκής «πολιτιστικής επανάστασης», αποφασίζει να κινηθεί στον αστερισμό της Δύσης, υιοθετώντας ιδιότυπη μορφή οικονομίας της αγοράς. Ο εκδυτικισμός αυτός επεκτείνεται σε κάθε μορφής δραστηριότητα, στο χτιστό περιβάλλον, στον τρόπο ζωής, στις μόδες και στις τάσεις. Πρόκειται για πρωτόγνωρο ως σήμερα κοινωνικό μοντέλο σε διαρκή μεταβολή και «αλλαγή» η οποία παραμένει ακόμη υπό τον αθόρυβο αλλά μεθοδικό έλεγχο της ισχυρότατης ομάδας των κυβερνητικών γραφειοκρατών.


Αστική τάξη πραγμάτων


Ειδικά τα τελευταία 15 χρόνια, μετά την εντατικοποίηση της «ωδής στον καπιταλισμό» και του ανοίγματος στον κόσμο της κινεζικής ηγεσίας, οι εξελίξεις είναι ακόμη πιο ραγδαίες. Ο πλούτος στην τεράστια αυτή χώρα έχει δεκαπλασιαστεί, οι συνθήκες ζωής των πολιτών έχουν βελτιωθεί, ενώ αναπτύσσεται ταχύτατα η νέα οικονομία του lifestyle: μεταξύ άλλων η καλή διατροφή και η ένδυση της μόδας, τα ταξίδια στο εξωτερικό, η βελτίωση των οικιστικών συνθηκών. Διαμορφώνεται βαθμιαία μια νέα κινεζική αστική τάξη ισχυρά φιλοδυτική και φιλοαμερικανική (τουλάχιστον όσο και η ιαπωνική), αστική τάξη που από ορισμένους κινέζους διανοούμενους θεωρείται προϋπόθεση για το πέρασμα στην επόμενη φάση της ελευθερίας και της «δημοκρατίας», ακριβώς όπως στην Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.


Παρά την καλλιτεχνική και γενικότερα δημιουργική έκρηξη της μεταμαοϊκής Κίνας, ο οικονομικός αυτός κολοσσός εξάγει περισσότερο εμπορεύματα παρά πολιτισμό. Η πρόσληψη της κυρίαρχης κινεζικής εικόνας, και η διεθνής αποδοχή της, δεν είναι πάντα θετική ή ελκυστική (όπως εμφανίζεται σαν ένας συνδυασμός αυταρχισμού, παλαιοκαπιταλισμού και εθνικισμού), γεγονός που γίνεται αντιληπτό από την κινεζική ηγεσία ως πρόβλημα που απαιτεί ριζική αντιμετώπιση. Ποιον ρόλο μπορεί να παίξει η αρχιτεκτονική στο πλαίσιο αυτού του διεθνιστικού πινγκ-πονγκ στρατηγικών «ποσοστώσεων» και ισορροπιών;


Η αρχιτεκτονική στην Κίνα τα τελευταία 15 χρόνια, περισσότερο από κάθε άλλη στιγμή στην ιστορία της ανθρωπότητας, είναι προϊόν της νέας οικονομικής τάξης πραγμάτων. Αντιμετωπίζει προκλήσεις μιας γιγάντιας μητροπολιτικής ανοικοδόμησης σε ελάχιστο χρόνο, υπό την πίεση των επενδυτικών και επιχειρηματικών απαιτήσεων, ενώ παράλληλα καλείται να ανταποκριθεί σε μια ασύλληπτης κλίμακας εθνική επιχείρηση στέγασης των εκατομμυρίων νεοαστών. Το ιστορικό Πεκίνο και η μυθική Σανγκάη, οι δύο μητροπόλεις με τον περίπου ίδιο πληθυσμό -15 εκατομμύρια κατοίκους η καθεμία – αποτελούν τα κέντρα της οικοδομικής έκρηξης. Η πρώτη είναι το πολιτικό και πολιτισμικό κέντρο της χώρας, η δεύτερη το οικονομικό, βιομηχανικό και χρηματιστηριακό, μια πύλη προς την Ασία, ένα είδος Νέας Υόρκης της Ανατολής. Και οι δύο μητροπόλεις οικοδομούνται κάθετα, εξουδετερώνοντας συχνά οποιοδήποτε παραδοσιακό χαρακτηριστικό του αστικού ιστού (όπως άλλωστε συμβαίνει και απέναντι, στο Τόκιο ή στην Οσάκα), και οδηγούνται στη δημιουργία αστικών μορφωμάτων τα οποία η μόνη εγγύηση συνέχειας που παρέχουν – η μόνη «ιδέα της πόλης» – είναι η ιδέα της διαρκούς μεταβολής. Η Σανγκάη ανοικοδομήθηκε με μερικούς από τους υψηλότερους ουρανοξύστες στον κόσμο μέσα σε μόλις δέκα χρόνια, όταν για τη Νέα Υόρκη απαιτήθηκαν τουλάχιστον πενήντα για ανάλογο αποτέλεσμα. Στο σημείο αυτό ηχεί κάπως παράδοξα το μότο της Παγκόσμιας Εκθεσης της Σανγκάης 2010: «Better City. Better Life».


Η κάλυψη των οικιστικών αναγκών στην επικράτεια ανταποκρίνεται στην πρωτοφανή σε όγκο και ταχύτατη εσωτερική μετανάστευση τουλάχιστον 200 εκατομμυρίων (με τα σημερινά δεδομένα) πάμπτωχων πρώην αγροτών και στη συγκέντρωσή τους σε νέα αστικά μορφώματα που παρέχουν εγγυήσεις ποιοτικής διαβίωσης. Το φαινόμενο των οικοπόλεων (των νέων πόλεων με οικολογικές προδιαγραφές) αναπτύσσεται με μεγάλη ταχύτητα στην Κίνα, κινητοποιεί αρχιτεκτονικά γραφεία από όλο τον κόσμο και αποτελεί πρόκληση πειραματισμού και σχεδιαστικής εμπειρίας μιας κλίμακας κατά τα άλλα άγνωστης σήμερα στον δυτικό κόσμο.


Πρωταγωνιστούν οι μητροπόλεις


Το στοίχημα ωστόσο της αρχιτεκτονικής και η λειτουργία της ως «αστικού σήματος» παίζεται στις μητροπόλεις. Εδώ αποθεώνεται η διεθνιστική πολιτική των μανδαρίνων, εδώ η αρχιτεκτονική μετατρέπεται σε όχημα προπαγάνδας, εδώ ανθεί και μεγαλουργεί ο μύθος του διεθνούς αρχιτεκτονικού σταρ σίστεμ (που κατά τα άλλα σφάζεται για την εξασφάλιση της δουλειάς). Είναι προφανές ότι το πρόβλημα της μορφής είναι εδώ κυρίαρχο και καθοριστικό. Το ερώτημα όμως είναι με ποιον τρόπο διαχειρίζεται κανείς τους τοπικούς πελάτες (συχνά τα γούστα των πολυεθνικών), και ακόμη περισσότερο με ποιον τρόπο προσεγγίζει μια αντίληψη «παράδοσης», μια αίσθηση «τοπικότητας», μια ερμηνεία του περιβάλλοντος για το οποίο σχεδιάζει. Στις περισσότερες των περιπτώσεων η αντίληψη μιας κάποιας «κινεζικότητας» αποδεικνύεται γραφική, ατυχής ή και κακόγουστη, ενώ επικρατεί ο γιγαντισμός και η ρητορική (π.χ. Bund Center του Τζ. Πόρτμαν ή Jin Mao Tower των SOM στη Σανγκάη). Στην αντίθετη περίπτωση η απελευθέρωση από την «εμμονή του περιβάλλοντος» οδηγεί σε πολύ ευρηματικά αλλά ανοίκεια μορφοπλαστικά αποτελέσματα (βλ. για παράδειγμα, το έργο στο Πεκίνο του Κούλχαας, του Φόστερ ή των Χέρτζογκ και Ντε Μέουρον). Σε μια τρίτη εκδοχή οι αναφορές του κομψού συγκροτήματος κατοικιών των αρχιτεκτόνων Μπρέγκμαν και Χάμαν στη Σανγκάη οδηγούν απευθείας στον Mendelsohn που είναι όμως αλλού: πρόκειται για τον αρχιτέκτονα του μεσοπολεμικού Βερολίνου. Στην κατηγορία της επανάχρησης ανήκει επίσης το πολύ ενδιαφέρον Ullens Center for Contemporary Art, ένα είδος Tate Modern του Πεκίνου.


Ενα δειγματολόγιο λοιπόν προσεγγίσεων, ένα ευρετήριο των στυλ της παγκοσμιοποίησης, ένα «γενικού περιεχομένου» αστικό τοπίο χαρακτηριστικό των ασιατικών μεγαλουπόλεων; Ενάντια στη μετατροπή του αστικού περιβάλλοντος σε τοπίο-αντικείμενο, ενάντια στην κενή «αισθητοποίηση» της αρχιτεκτονικής, κληρονομιά της μεταμοντέρνας κουλτούρας, δραστηριοποιείται σημαντικός αριθμός λιγότερο γνωστών τοπικών αρχιτεκτόνων. Απέναντι στις υπερπαραγωγές των διάσημων αρχιτεκτονικών γραφείων, πολυάριθμοι ανεξάρτητοι κινέζοι μελετητές επιχειρούν να ερμηνεύσουν την αρχιτεκτονική ως ένα είδος «κατασκευασμένης διαμεσολάβησης» μεταξύ των ετερόκλητων δεδομένων της σύνθεσης, χωρίς προκατασκευασμένο αποτέλεσμα. Μπορεί οι φιλοσοφημένες σχεδιαστικές αναγωγές των ιαπώνων δασκάλων να μην έχουν ακόμη διασχίσει την Κινεζική Θάλασσα. Είναι ωστόσο ζήτημα χρόνου.


Ο κ. Αντρέας Γιακουμακάτος είναι αναπληρωτής καθηγητής της Ιστορίας και της Θεωρίας της Αρχιτεκτονικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.