Επιμελημένα εμφανίσιμη, εξαιρετικά καλλιεργημένη, υπήρξε μια μεγάλη προσωπικότητα και κατ’ εξοχήν «primadonna της ιταλικής Αναγέννησης». Η Isabella d’Este, σύζυγος του μαρκησίου της Μάντοβας Φραγκίσκου Β´ Γκοντζάγκα, λάτρεψε μεταξύ άλλων την κλασική τέχνη και βρέθηκε στην πρωτοπορία της συλλεκτικής δραστηριότητας και της αρχαιολατρίας που γεννήθηκε στην εποχή της. Με δική της υπόδειξη ο Ιούλιος από τη Ρώμη (ο διάσημος αρχιτέκτων και ζωγράφος Giulio Romano) αποφάσισε να μετακινηθεί στη Μάντοβα, όπου τιμήθηκε όσο λίγοι καλλιτέχνες της εποχής του. Μαθητής του Ραφαήλου, συμμεριζόταν το πάθος του δασκάλου για την κλασική τέχνη και είχε δημιουργήσει τη δική του σπουδαία συλλογή αρχαιοτήτων, την οποία δώρισε στον Φρειδερίκο Β´ Γκοντζάγκα, γιο της Ισαβέλλας. Σε αυτό το λεπταίσθητo περιβάλλον λατρείας της κλασικής παράδοσης, περιβάλλον τυπικά αναγεννησιακό, ο Ιούλιος θα υλοποιήσει μερικά από τα έργα στα οποία οφείλει την υστεροφημία του, κυρίως το Palazzo Te (1525-1535) που υπήρξε η πρώτη παραγγελία των Γκοντζάγκα στη Μάντοβα. Ηδονικός τόπος για τις κοινωνικές εκδηλώσεις των αρχόντων, το αρχιτεκτονικό αυτό αριστούργημα υπερβαίνει τους κανόνες της πρώιμης Αναγέννησης και εισάγει στον Μανιερισμό με τον εμφατικό, παράδοξο, γκροτέσκο χαρακτήρα του και με τη σκηνογραφική και ιλουζιονιστική δύναμη των εσωτερικών χώρων του και των συγκλονιστικών νωπογραφιών που αποτελούν ένα είδος προφητείας της τέχνης του Μπαρόκ.


Το αρχιτεκτόνημα αυτό, το οποίο ο Φρειδερίκος ονειρευόταν γεμάτο κλασική γλυπτική και που ποτέ ως σήμερα δεν είχε χρησιμοποιηθεί ως «εκθεσιακός χώρος», αποτελεί ιδεώδες πλαίσιο ανάδειξης των έργων τα οποία επελέγησαν για την έκθεση «La forza del bello. L’arte greca conquista l’Italia» («Η δύναμη του Ωραίου. Η ελληνική τέχνη κατακτά την Ιταλία», ως τις 6 Ιουλίου 2008). Ο επιμελητής της έκθεσης Salvatore Settis, κορυφαίος αρχαιολόγος και ιστορικός της τέχνης, καθώς και πρύτανης της Scuola Normale της Πίζας, έθεσε ένα απλό ερώτημα: πώς συνέβη και η ιδέα του ωραίου ταυτίστηκε κάποια στιγμή με το ωραίο των Ελλήνων; Γιατί η τέχνη των Ελλήνων μετετράπη σε μία από τις ρίζες των πολιτισμών της Ευρώπης; Και μάλιστα, ποιον ρόλο έπαιξε η Ιταλία σε όλη αυτή την ιστορία; Για να το πούμε διαφορετικά, ποια είναι η πορεία της ελληνικής τέχνης στον ιταλικό χώρο και μέσω αυτού σε όλον τον κόσμο;


Παραδειγματικά έργα


Για να απαντήσουν σε αυτό το ερώτημα ο Settis και οι συνεργάτες του δημιούργησαν ένα είδος ιδανικής, διαχρονικής γλυπτοθήκης μέσω της επιλογής 122 παραδειγματικών έργων που προέρχονται από 34 ιταλικά και 12 ξένα μουσεία και τα οποία συνυπάρχουν για πρώτη φορά σε μια αφήγηση με μοναδική διδακτική και επιστημονική βαρύτητα. Η ερμηνευτική γραμμή της έκθεσης βασίζεται στις εξής παραδοχές, με αντίστοιχες τρεις φάσεις εξέλιξης:


«Μια ελληνική Ιταλία». Επί αιώνες η Σικελία και η Νότια Ιταλία (Μεγάλη Ελλάδα) φιλοξένησαν πολύ σημαντικές ελληνικές πόλεις, όπως οι Συρακούσες και ο Τάραντας. Εντόπιοι πληθυσμοί, ιδιαίτερα οι ετρουσκικές πόλεις, θαύμασαν, εισήγαγαν και αντέγραψαν τα προϊόντα της ελληνικής τέχνης που είναι παρούσα στο ιταλικό έδαφος ήδη από τον 7ο αιώνα π.Χ.


«Η Ελλάδα κατακτά τη Ρώμη». Οι Ρωμαίοι γοητεύτηκαν από την ελληνική τέχνη (3ος αιώνας π.Χ. – 4ος αιώνας μ.Χ.), τη λεηλάτησαν και συνέλεξαν πολλά έργα, ενώ υποδέχθηκαν έλληνες καλλιτέχνες που εργάστηκαν στην Ιταλία. «Εδώ, για πρώτη φορά, εξαιτίας της επίδρασης ενός εισαγόμενου πολιτισμού, η Ρώμη εκλεπτύνθηκε πολιτισμικά. Συνέρρευσε πράγματι από την Ελλάδα όχι ένα αδύναμο ρυάκι αλλά ένα θεόρατο ποτάμι τέχνης και επιστήμης» σημειώνει ο Κικέρωνας. Ή, όπως γράφει ο Οράτιος, «Graecia capta ferum victorem cepit» («η κατακτημένη Ελλάδα κατέκτησε τον βάρβαρο νικητή»). Οι Ρωμαίοι διακόσμησαν τα σπίτια τους με βάση τη νέα μόδα, με πλήθος δηλαδή αντιγράφων των μεγάλων αριστουργημάτων της ελληνικής ζωγραφικής και γλυπτικής. Με αυτόν τον τρόπο διαδόθηκε σε όλη την αυτοκρατορία η αγάπη για την ελληνική τέχνη. Αλλωστε, όπως τονίζει ο Settis, τα πολλαπλά αντίγραφα ενός έργου τέχνης στην Αρχαιότητα ενίσχυαν τη φήμη του πρωτότυπου και όχι το αντίθετο, πράγμα που ισχύει και σήμερα: αρκεί το παράδειγμα του μύθου της Τζιοκόντας, η μοναδικότητά της που ενισχύεται σε μεγάλο βαθμό από τον πολλαπλασιασμό της εικόνας της (Το μέλλον του «κλασικού», εκδόσεις Νεφέλη 2006).


«Νοσταλγία της Ελλάδας». Οι αναφορές σε έλληνες καλλιτέχνες που εντοπίζονται σε λατινικά λογοτεχνικά κείμενα επαύξησαν στον Μεσαίωνα τη φήμη της ελληνικής τέχνης που είχε πια χαθεί. Είναι ωστόσο χαρακτηριστικό ότι ποιητές όπως ο Δάντης αναφέρονται σε καλλιτέχνες ολκής όπως ο Πολύκλειτος, ο Φειδίας, ο Απελλής (Πουργατόριο) χωρίς ποτέ να έχουν δει ένα έργο δικό τους ή άλλων. Αυτή η αύρα του μύθου της ελληνικής τέχνης ενισχύεται από τον 15ο αιώνα με την εισαγωγή στην Ιταλία ελληνικών γλυπτών. Εν τω μεταξύ, οι αρχαιοπώλες, μελετώντας τα δείγματα της τόσο ένδοξης Αρχαιότητας, ανοίγουν τον δρόμο στους αρχαιολόγους και στη διάδοση της γνώσης της ελληνικής τέχνης σε όλη την Ευρώπη.


Ηθική φόρτιση


Η έκθεση της Μάντοβας είναι μια έκθεση έργων τέχνης και όχι ιστορικών ντοκουμέντων ή τεκμηρίων, μέσω της οποίας επιδιώκεται ωστόσο να αποκαλυφτούν ορισμένες σταθερές της πορείας της ελληνικής τέχνης, όπως οι αναπαραστατικοί τρόποι και οι ηθικές και συμβολικές αξίες που ενίσχυσαν στη διάρκεια των αιώνων τη δύναμη και την επιβολή του – ελληνικού – ωραίου. Το τελευταίο είναι ένα κεντρικό ζήτημα: η ηθική φόρτιση, η ανώτερη ομορφιά του περιεχομένου του ελληνικού γυμνού με απώτερο στόχο την υιοθέτηση αρχών κοινώς αποδεκτών από τους πολίτες. Ο ίδιος ο Βίνκελμαν, από τη δική του Ιστορία της Τέχνης της Αρχαιότητας (1764) και μετά, επεδίωξε την κατανόηση της αισθητικής διάστασης της ελληνικής τέχνης σε άμεση σχέση με την παιδευτική διάσταση, με τις ηθικές αρχές τις οποίες η ίδια εμπεριείχε και οι οποίες επίσης διατυπώνονταν στα κείμενα των αρχαίων. Η περίπτωση του Βίνκελμαν είναι εν τούτοις παραδειγματική. Ο γερμανός μελετητής δεν επισκέφτηκε ποτέ την Ελλάδα, δεν βρέθηκε σε επαφή παρά με ελάχιστα ελληνικά έργα, ενώ τα γλυπτά του Παρθενώνα και της Αφαίας μεταφέρθηκαν αντιστοίχως στο Λονδίνο και στο Μόναχο πολύ μετά τον θάνατό του, στις αρχές δηλαδή του 19ου αιώνα. Από την άποψη αυτή ο Βίνκελμαν λειτούργησε ως ένας προφήτης της κατανόησης της Αρχαιότητας στον σύγχρονο κόσμο.


Στην έκθεση αυτή δεν υπάρχει τίποτε το «αρχαιολογικό». Εχει κανείς την εντύπωση ότι πρόκειται για ένα «μοντέρνο» εκθεσιακό γεγονός, και τούτο όχι μόνον εξαιτίας της μεθυστικής αισθησιακότητας και της ζωντάνιας των επιλογών της αφηγηματικής γραμμής, με απρόοπτες εναλλαγές θεμάτων, ενοτήτων και υλικών (ο διάλογος μεταξύ μαρμάρου και χαλκού ή η επανασύνθεση σπαραγμάτων ή μελών ετερογενούς προέλευσης αποτελούν δύο από τα βασικά χαρακτηριστικά της έκθεσης), αλλά και λόγω του απέριττου αλλά εμπνευσμένου αρχιτεκτονικού σχεδιασμού. Η ακτινοβολία του κλασικού, ο ριζοσπαστισμός του «μοντέρνου» (Giulio Romano) και η σύγχρονη εκθεσιακή λογική οδηγούν σε ένα μαγικό αποτέλεσμα που ξεκινά στην πρώτη αίθουσα με τον καθηλωτικό «Κούρο» από τις Συρακούσες και ολοκληρώνεται με τον «Απόλλωνα του Piombino» (Λούβρο) και τον «Κορμό του Μπελβεντέρε» (Βατικανό) εκτεθειμένα σε άμεση, φυσική επαφή.


Ο κ. Αντρέας Γιακουμακάτος είναι αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας και Θεωρίας της Αρχιτεκτονικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης