Η Ιστορία διδάσκεται στα σχολεία κάθε κράτους αρμοδίως αποκαθαρμένη ως συνεκτική αφήγηση επιτευγμάτων με σκοπό τη διάπλαση εθνικής συνείδησης. Η εικόνα συμπυκνώνει την αφήγηση σε κάτι εύληπτο και ευχερώς αναλώσιμο: το στερεότυπο της Ιστορίας. Το στερεότυπο όμως δεν είναι σηματωρός της αλήθειας, αλλά της ανάγκης. Ως εργαλείο εθνικής διαπαιδαγώγησης η Ιστορία μέσα από τα στερεότυπα στρογγυλεύει, αποσιωπά, και ψεύδεται από την ανάγκη να καθιερώσει έναν εθνικό μύθο ικανό να εμπνέει αντί να αποκαρδιώνει. Γι’ αυτό και μάταια θα αναζητήσουμε στην εικονογραφία του αγώνα του ’21 γεγονότα ή περιστατικά του μακροχρόνιου και παραλίγο μοιραίου εμφύλιου πολέμου, των συγκρούσεων ανάμεσα σε Ελληνες που μαίνονταν διαρκώς σχεδόν σε όλη την επικράτεια του ξεσηκωμού. Αντίθετα θα δούμε θρύλους, όπως, μεταξύ άλλων, το κρυφό σχολειό, να ιστορικοποιούνται ως εικόνες που καταναλώνουμε όλοι από μικρά παιδιά. Μια προσπάθεια να μη χρησιμοποιείται πλέον η Ιστορία με αυτόν τον τρόπο στην εκπαίδευση απέτυχε εκκωφαντικά στη χώρα μας (το βιβλίο Ιστορίας που αποσύρθηκε).


Ετσι με μια αυστηρά αφηγηματική ιστορική εικονογραφία, τον 19ο αιώνα, οι ξένοι ζωγράφοι, με το φιλελληνικό πνεύμα τους, παράστησαν τους αγωνιστές και τα ανδραγαθήματά τους προσεκτικά αποστειρωμένα. Οι άνθρωποι που κάποτε είχαν την οσμή των χυμών τους, τις στρεβλώσεις του θυμικού τους, τις εξάρσεις και τις μικρότητες του προσώπου τους γίνονται η περσόνα της Ιστορίας, γίνονται το εθνικό παιδαγωγικό προσωπείο με το όνομα και το επίτευγμα. Και οι έλληνες καλλιτέχνες ακολούθησαν σχεδόν χωρίς εξαίρεση αυτόν τον κανόνα. Επειδή η πρόθεση ήταν, μέσα από το περιστατικό, να αποτυπωθεί όχι η ανθρώπινα ηρωική ουσία του, που ήταν τοξικό μείγμα αντιφάσεων, αλλά οι ηθικές έννοιες της φιλοπατρίας, της γενναιότητας, της αυτοθυσίας και της πολεμικής αρετής. Η αστική Ευρώπη που βοηθούσε οικονομικά τον Αγώνα, αγοράζοντας χιλιάδες λιθογραφίες με τις εικόνες του, προσδοκούσε να δει σε αυτές την ορατή επιβεβαίωση της φιλελληνικής ρητορείας.


Ο Μεσοπόλεμος


Με διαφορετικό περιεχόμενο τα θέματα του Αγώνα επανέρχονται στον 20ό αιώνα, κατά τον Μεσοπόλεμο. Τώρα το στερεότυπο είναι το ζήτημα της εθνικής ταυτότητας. Η εικόνα στην περίπτωση αυτή αλλάζει λειτουργία. Οι καλλιτέχνες δεν επιλέγουν πλέον περιστατικά αλλά συμβολοποιούν μορφές από τον αγώνα της ανεξαρτησίας, εντάσσοντάς τις σε μια διαχρονική συνέχεια σύμφωνα με το ιδεολόγημα της εποχής περί ελληνικότητας. Στο έργο ζωγράφων του Μεσοπολέμου όπως ο Παρθένης, ο Κόντογλου και ο Εγγονόπουλος θα δούμε θέματα του ’21 όχι αυτούσια όπως στον 19ο αιώνα. Τώρα μετατοπίζονται από την αυτοτελή αφήγηση προς τη συμβολική συνάρθρωσή τους με το συνεχές της ελληνικής ιστορίας. Ο Παρθένης στη δεκαετία του 1930 δίνει, σε αρκετές συνθέσεις με θέμα και παραλλαγές, την Αποθέωση του Αθανασίου Διάκου. Η κορύφωση της σειράς αυτής είναι το έργο μεγάλων διαστάσεων στην Εθνική Πινακοθήκη, με έντονα ιδεαλιστικό χαρακτήρα και εύγλωττο συμβολιστικό περιεχόμενο. Εκτός όμως από το να τιμήσει τον ηρωικό νεαρό ιερωμένο η πρόθεση του καλλιτέχνη είναι να εγκαταστήσει στον ψυχολογικό προσανατολισμό του θεατή την πεποίθηση ότι ο πατριωτισμός και η αυτοθυσία αποτελούν διαχρονικές αξίες της ελληνικής φυλής από την αρχαιότητα, αφού περιλαμβάνει και τον Λεωνίδα στη σύνθεση. Και θέλει να το κάνει αυτό με όρους μεγάλης ζωγραφικής. Γι’ αυτό δεν διστάζει να συνδέσει τον μοντερνισμό του κυβισμού με την παράδοση της βυζαντινότροπης αποσπασματικότητας στη σύνθεση αλλά και την απέριττη κομψότητα της αττικής αγγειογραφίας στον σχεδιασμό της φιγούρας του Λεωνίδα, ήρωα ομόλογου και ισάξιου του αγωνιστή του ’21. Σε ακόμη μεγαλύτερη κλίμακα, στις τοιχογραφίες του δημαρχιακού μεγάρου της Αθήνας.


Ανά τον κόσμο


Την ίδια εποχή, στην άλλη άκρη του κόσμου, ανάλογη είναι η πρακτική των μεγάλων μεξικανών τοιχογράφων του Μεσοπολέμου. Και εκείνοι γεμίζουν τοίχους δημόσιων οικοδομημάτων με την εποποιία της ιστορικής διαδρομής της χώρας τους, συνδέοντας τον δικό τους αγώνα της ανεξαρτησίας από τους Ισπανούς το 1810-20, με τον αυτόχθονα πολιτισμό τον οποίο οι Ισπανοί αφάνισαν στις αρχές του 16ου αιώνα. Την εικονογραφία αυτή καθιέρωσε η λαϊκή επανάσταση των Ζαπατίστας το 1920 – αυτή ήταν η μείζων ιστορική εξέλιξη που πυροδότησε το δικό τους αίτημα εθνικής ταυτότητας. Βίοι παράλληλοι, κατά κάποιον τρόπο, με ανάλογες τροπές της εικονογραφίας των απελευθερωτικών αγώνων. Και εδώ η ζωγραφική έχει λειτουργία κοινωνικά διαμορφωτική, συμβολική μέσω της έννοιας της συνέχειας, με τονισμένο και σε αυτήν την περίπτωση όχι μόνο τον αφηγηματικό ρόλο του περιεχομένου αλλά και την τεκμηρίωση της διαχρονίας της συνέχειας μέσα από τη στυλιστική διαπλοκή του μοντέρνου και του τοπικού. Με την ίδια θεματική του απελευθερωτικού αγώνα ως σταθμού στην εθνική διαχρονία και στο ίδιο καλλιτεχνικό υβρίδιο μοντερνισμού και παράδοσης δίνονται εκείνη την εποχή τα έργα των μεξικανών τοιχογράφων του Μεσοπολέμου Ριβέρα, Ορόσκο και Σικέιρος.


Η δεκαετία του 1970 με την τέχνη που εμβληματοποιεί τον μακροχρόνιο απελευθερωτικό αγώνα της Βόρειας Ιρλανδίας εναντίον των Αγγλων έχει ήδη δώσει νέα τροπή σε αυτή την εικονογραφία.


Η γλώσσα της είναι πιο κοντά στο πρώιμο μεταμοντέρνο ιδίωμα της ποπ αρτ με τη φωτογραφική αισθητική της αφίσας. Εδώ στοιχεία που παίζουν μεγάλο ρόλο στην πρόκληση της εντύπωσης για τον θεατή είναι το μέγεθος και η αναπάντεχη θέση. Τα έργα αυτά είναι τεράστια τοιχογραφήματα που καλύπτουν ολόκληρες όψεις οικοδομών.


Πολλές από τις εικόνες αυτές είναι εφήμερες αφού η φθορά του χρόνου, τα γκραφίτι ή οι κατεδαφίσεις των σπιτιών μπορεί να τις αλλοιώσουν ή να τις εξαφανίσουν. Για τους καλλιτέχνες τους αυτό που έχει σημασία είναι ότι πάντοτε στη θέση τους ζωγραφίζονται καινούργιες σε μια όχι μόνο συμβολική αλλά και πραγματική αντιστοιχία με την ακολουθία των μαρτύρων της μακροχρόνιας σύγκρουσης.


Σε ένα δείγμα παλαιστινιακής σύγχρονης τέχνης το Κιβώτιο πυρομαχικών από το 2003 του Ρατζί Κουκ, Παλαιστίνιου εγκατεστημένου στις ΗΠΑ, ο καλλιτέχνης παρουσιάζει ένα πραγματικό κιβώτιο πυρομαχικών του ΝΑΤΟ, αντικαθιστώντας το αναμενόμενο περιεχόμενο, τις σφαίρες, με ένα συμβολικό, τις πέτρες για να δείξει με δραματικό τρόπο το άνισο της μάχης ανάμεσα στον ισχυρό και στον αδύναμο.


Οι αγώνες των λαών για να κατακτήσουν την ανεξαρτησία τους από παλιούς ή νέους εισβολείς δεν διεξάγονται μόνο στο πεδίο των μαχών αλλά και στο πεδίο των αναπαραστάσεων. Με το πέρασμα του χρόνου, ωστόσο, γίνεται φανερό ότι τα στερεότυπα ανακουφίζουν όλο και λιγότερο. Η φράση «η ιστορία επαναλαμβάνεται ως φάρσα» δεν είναι τίποτε άλλο από έναν πανικόβλητο ευφημισμό που λαχταράει να ξορκίσει τον φόβο της Ιστορίας.


Ο «Ανάπηρος» και ο… Αρμάνι


Η αποκατάσταση των παλαιμάχων του Αγώνα ήταν από τα οξύτερα κοινωνικά προβλήματα των πρώτων δεκαετιών του ανεξάρτητου κράτους. Η εικόνα των παλαιμάχων που δίνει στα Απομνημονεύματα και στις επιστολές του στον Τύπο ο Μακρυγιάννης δεν έχει την παραμικρή σχέση με τον «Ανάπηρο» του Βρυζάκη. Στην εφημερίδα «Εθνική» της 23ης Δεκεμβρίου 1834 ο Μακρυγιάννης γράφει: «Πολλοί από αυτούς εσκοτώθησαν εις τον πόλεμον. Αλλοι έμειναν αιχμάλωτοι και άλλοι επληγώθησαν, και τώρα, με την ελευθέρωσιν της πατρίδος, τους βλέπω να περπατούν εις τους δρόμους γυμνοί και ξυπόλητοι. Βλέπω χήρας και ορφανά να ζητούν έλεος διά να παρηγορήσουν την πείνα τους και με δάκρυα εις τα μάτια να περιφέρονται και να προξενούν εντροπήν εις την αχάριστον πατρίδα».


Αλλά ο Βρυζάκης και οι υπόλοιποι καλλιτέχνες ζωγραφίζουν τον ανάπηρο ζητιάνο και τον μικρό που τον οδηγεί σαν να σχεδίασε τις φορεσιές τους κάποιος Αρμάνι της εποχής. Ο μόνος που διαφοροποιείται είναι ο Διονύσιος Τσόκος: στην παράδοση της επτανησιώτικης ευαισθησίας, της ίδιας που γαλούχησε τον πρεσβύτερο συντοπίτη του Διονύσιο Σολωμό, δίνει τις συνθέσεις αυτής της θεματικής πολύ πλησιέστερα στην πραγματικότητα.


Ο κ. Α. Κωτίδης είναι καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης