Στο πνεύμα της Αναγέννησης οι Ποντίφικες, πριν από ακριβώς πέντε αιώνες, εγκαινίασαν μια συλλεκτική δραστηριότητα που ταυτίζεται με την ίδια την ιστορία του θεσμού του μουσείου στον δυτικό πολιτισμό. Η αίσθηση θαυμασμού που αποκομίζει σήμερα ο επισκέπτης στα Μουσεία της Πόλης του Βατικανού έχει να κάνει, εκτός των άλλων, με την πεποίθηση ότι βρίσκεται στην καρδιά ενός μικρού αλλά εξαιρετικά ισχυρού κράτους με διόλου δευτερεύοντα «πολιτικό» ρόλο διεθνούς εμβέλειας τόσο στο παρελθόν όσο και στην εποχή μας.


Τα Μουσεία του Βατικανού, που έφτασαν πλέον να υποδέχονται 4,5 εκατομμύρια επισκέπτες τον χρόνο, διευθύνονταν πάντα στο παρελθόν από προσωπικότητες της εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Ο πρώτος μη κληρικός που κατέλαβε αυτή τη θέση ήταν ο Φραντσέσκο Μπουρανέλι (Francesco Buranelli) το 1996, σε ηλικία 41 ετών. Ο Μπουρανέλι, με σπουδές Αρχαιολογίας και Ετρουσκολογίας στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης, προσκλήθηκε στις αρχές του 2008 από τον σημερινό Πάπα Βενέδικτο ΙΣτ´ να αναλάβει έναν ρόλο ακόμη μεγαλύτερου «πολιτικού» βεληνεκούς, τη θέση δηλαδή του γραμματέα της Επιτροπής του Ποντίφικα για την προστασία και τη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς της Καθολικής Εκκλησίας σε όλον τον κόσμο.


Με αφορμή τη διάλεξή του στο πλαίσιο του Megaron Plus ο Φραντσέσκο Μπουρανέλι διατύπωσε αποκλειστικά για «Το Βήμα» τις απόψεις του στη συνέντευξη που ακολουθεί, απόψεις μιας προσωπικότητας χαρακτηριστικής για την κατανόηση των μηχανισμών που διέπουν τη διοίκηση του Βατικανού αλλά και για την κοσμοθεωρία του τελευταίου στη σχέση πολιτισμού, εξουσίας και θρησκείας στον σύγχρονο κόσμο.


– Τα Μουσεία του Βατικανού αποτελούν κυριολεκτικά μια «πόλη της τέχνης» στο εσωτερικό της Πόλης του Βατικανού. Γιατί μιλάμε για «τα μουσεία» στον πληθυντικό;


«Τα Μουσεία του Βατικανού καταλαμβάνουν ένα τεράστιο συγκρότημα ανοιχτών και κλειστών χώρων στο εσωτερικό της Πόλης του Βατικανού που αναπτύσσονται σε εκθεσιακές πορείες οι οποίες υπερβαίνουν τα επτά χιλιόμετρα. Πρόκειται για ένα συγκρότημα μεμονωμένων μουσειακών μονάδων που γεννήθηκαν σε διαφορετικές περιόδους και για διαφορετικό σκοπό. Από το αρχαιότερο Μουσείο Πίου-Κλεμέντιου, με την υπέροχη συλλογή ρωμαϊκής γλυπτικής, και τα δύο μουσεία του Γρηγορίου ΙΣτ´, αφιερωμένα στον αιγυπτιακό και στον ετρουσκικό πολιτισμό, περνάμε στο Χριστιανικό Μουσείο με συλλογές από τα πιο σημαντικά τεκμήρια των πρώτων χρόνων του χριστιανισμού που μαρτυρούν τον κεντρικό ρόλο της Εκκλησίας της Ρώμης στη διάδοση της θρησκείας. Στον αιώνα των Φώτων οφείλεται η γέννηση της Πινακοθήκης, ενώ στον τελευταίο αιώνα είναι το Εθνολογικό Αποστολικό Μουσείο, που τεκμηριώνει την προσέγγιση της Εκκλησίας με τους πολιτισμούς ηπείρων εκτός Ευρώπης, η Συλλογή Μοντέρνας Θρησκευτικής Τέχνης ως μαρτυρία του διαλόγου των σύγχρονων καλλιτεχνών με την πίστη, το Ιστορικό Μουσείο του Βατικανού, που παρουσιάζει την ιστορία, το τελετουργικό και τις συνήθειες της πρώην Παπικής Αυλής, και το εντελώς πρόσφατο Νομισματικό και Φιλοτελικό Μουσείο, που αφηγείται τη γέννηση του νέου κράτους της Πόλης του Βατικανού και τη δυνατότητα να κόβει νομίσματα και να τυπώνει γραμματόσημα. Η επίσκεψη βεβαίως ολοκληρώνεται με την αποκάλυψη της Cappella Sistina, της βιτρίνας της Αναγέννησης».


– Υπάρχει σήμερα μια πολιτική αγορών ή διαμόρφωσης συλλογών πολιτισμικά ας πούμε ομοιογενών ή η πολιτισμική κληρονομιά των Μουσείων σήμερα είναι αποτέλεσμα συλλογών που διαμορφώθηκαν στη διάρκεια των προηγούμενων αιώνων;


«Η πραγματικότητα των Μουσείων του Βατικανού είναι αποτέλεσμα μιας μακράς και σύνθετης πορείας που είχε ως οδηγούς Ποντίφικες οι οποίοι υπήρξαν μεγάλοι συλλέκτες και φωτισμένοι μαικήνες. Παρά τις καταστροφές εξαιτίας πολέμων και λεηλασιών που συχνά δεν αποκαταστάθηκαν από τις συνθήκες ειρήνης και τις ανακωχές που ακολούθησαν, η πορεία αυτή επέτρεψε στην Εκκλησία και στους Ποντίφικες της Ρώμης να δημιουργήσουν ένα μουσειακό συγκρότημα μοναδικό στον κόσμο. Η ιστορικότητα των ούτως ή άλλως εξαιρετικών συλλογών κάνει πάρα πολύ δύσκολο το ενδεχόμενο επιπλέον αύξησης αυτού του αποθέματος. Συνήθως επιλέγεται η λύση αγορών που συμπληρώνουν συλλογές ή έργα τα οποία ήδη βρίσκονται στα Μουσεία του Βατικανού. Διαφορετικά είναι τα πράγματα όσον αφορά τη σύγχρονη τέχνη και τις ιστορικές και εθνογραφικές συλλογές. Γιατί είναι καλό να θυμίσουμε ότι ένα μουσείο μπορεί να γίνει σπουδαίο μουσείο μόνο όταν αντιμετωπίζει και αξιοποιεί τη σύγχρονη τέχνη: αν ο Ιούλιος Β´ δεν είχε προσκαλέσει στην αυλή του τον Μιχαήλ Αγγελο, τον Ραφαήλο ή τον Μπραμάντε ή αν ο Μπερνίνι δεν είχε συνεργαστεί με τον Πάπα Ουρβανό Η´, σήμερα δεν θα υπήρχαν τα Μουσεία του Βατικανού που γνωρίζουμε».


– Υπάρχει κατά τη γνώμη σας μια «τεχνική» μετατροπής του πολιτιστικού αγαθού με θρησκευτικό περιεχόμενο σε κοσμικό πολιτιστικό αγαθό;


«Είναι μια σύνθετη ερώτηση που οδηγεί στη ρίζα της ίδιας της έννοιας του έργου τέχνης. Οποια και να είναι η θρησκευτική πίστη, είναι προφανές ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει χωρίς Θεό. Αν αυτή η αναζήτηση έγινε με τη μελέτη, με τη λογική και με προσωπικές μυστικιστικές εμπειρίες, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μεταδόθηκε κυρίως μέσω των πιο διαφορετικών μεταξύ τους καλλιτεχνικών εκφράσεων που σήμερα αποκαλούμε πολιτισμικά αγαθά. Σε κάθε θρησκευτικό έργο τέχνης ενυπάρχει μια αξία που υπερβαίνει την πίστη του καθενός. Ποιος από εμάς δεν θεώρησε την απαράδεκτη καταστροφή του Βούδα της Μπαμιγιάν προσβολή στη συνολική αντίληψη του ιερού, ανεξάρτητα από την προσωπική του πίστη; Δεν πιστεύω ότι η διάκριση μεταξύ «θρησκευτικού» και «κοσμικού» αγαθού είναι τόσο σαφής».


– Τι γνώμη έχετε για την ιδέα «επαναπατρισμού» των έργων τέχνης στη χώρα προέλευσης; Είναι σκόπιμος ή και ρεαλιστικός ένας τέτοιος αγώνας;


«Το ζήτημα αυτό είναι πολύ ευαίσθητο και σύνθετο. Η Ιταλία τα τελευταία χρόνια ενεργοποιήθηκε σημαντικά και με επιτυχία έτσι ώστε να αναγνωριστεί η αρχή της νομιμότητας και του ανήκειν που είναι αποδεκτή από όλες τις πολιτισμένες κοινωνίες. Η έκθεση των αριστουργημάτων που μεταφέρθηκαν παράνομα σε πολλά και σημαντικά αμερικανικά μουσεία, έκθεση που μπορεί κανείς να δει στο Μέγαρο του Κυρηναλίου στη Ρώμη, αποτελεί σαφή αλλαγή νοοτροπίας. Τα μουσεία σε όλον τον κόσμο είναι γεμάτα από αριστουργήματα της ιταλικής τέχνης και για αυτόν τον λόγο η Ιταλία προσπάθησε να φέρει πίσω στην πατρίδα μόνο τα έργα που έφυγαν παράνομα στην πιο πρόσφατη περίοδο. Δεν είναι δυνατόν φυσικά να απαιτήσει κανείς την επιστροφή όσων εξήχθησαν στο παρελθόν με στοιχειώδεις ρυθμίσεις από λίγους νόμους της κάθε εποχής. Τούτο θα ισοδυναμούσε με έναν τεράστιο «σεισμό» έργων τέχνης και δικαστικών αγώνων σε διεθνές επίπεδο».


– Θα μπορούσε κανείς να προσδιορίσει έναν «πολιτικό» στόχο όσον αφορά τη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς του Βατικανού;


«Η Εκκλησία και οι ρωμαίοι Ποντίφικες ερμήνευσαν πάντα την τέχνη ως εργαλείο διάδοσης του λόγου του Κυρίου, στο παρελθόν όπως και σήμερα. Ο σκοπός της προστασίας μιας κληρονομιάς με αισθητική και πολιτισμική αξία ολοκληρώνεται και συμβιώνει με τη συνείδηση ότι η αγάπη για την τέχνη φέρνει κοντά τους ανθρώπους. Ο θαυμασμός που αισθάνεται κανείς μπροστά στην ιδιοφυΐα ενός δημιουργού που μπόρεσε να «δει το αθέατο» και να το κοινωνήσει στους συγχρόνους του είναι για κάθε πιστό ένα συναίσθημα που προσεγγίζει το υπερβατικό. Με την έννοια αυτή θα έλεγα ότι σήμερα περισσότερο παρά ποτέ η δράση της τέχνης και του πολιτισμού είναι απαραίτητη γιατί είναι όλο και προφανέστερη η ανάγκη ενός νέου «ευαγγελισμού» της κοινωνίας μας και των πόλεών μας που είναι γεμάτες από εκκλησίες, αλλά, δυστυχώς, όλο και πιο άδειες από πιστούς».


Η διάλεξη του Φραντσέσκο Μπουρανέλι με θέμα «Τα Μουσεία του Βατικανού: Ενα παράθυρο της Αγίας Εδρας στον κόσμο» γίνεται στις 13/3, στις 19.00, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Η είσοδος είναι ελεύθερη. Η διανομή των δελτίων αρχίζει στις 18.00.


Ο κ. Αντρέας Γιακουμακάτος είναι αναπληρωτής καθηγητής της Ιστορίας και Θεωρίας της Αρχιτεκτονικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.