Η βιομηχανία της ηχογραφημένης μουσικής διέρχεται περίοδο αβεβαιότητας. Το νέο βιβλίο του Norman Lebrecht, μουσικοκριτικού και συγγραφέα γνωστότατου και στις δυο όχθες του Ατλαντικού, προσφέρει μια πανοραμική εικόνα των αλλαγών στην ιστορία των ηχογραφήσεων. Ο τίτλος είναι, βέβαια, παραπλανητικός ή, εν πάση περιπτώσει, αθεράπευτα εμπορικός. Πρόκειται, στην πραγματικότητα, για την άνοδο, ακμή και παρακμή της βιομηχανίας των κλασικών ηχογραφήσεων. Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη. Το πρώτο, εντελώς διακριτό και μακράν το περισσότερο ενδιαφέρον, αφιερώνεται στην ιστορική πορεία των ηχογραφήσεων των κλασικών έργων. Ο υπότιτλος αναφέρεται στο δεύτερο και το τρίτο μέρος του βιβλίου, όπου επιχειρείται ο κριτικός σχολιασμός συγκεκριμένων ηχογραφήσεων.


Η σημασία του βιβλίου οφείλεται κυρίως στη συναρπαστική αφήγηση του πρώτου μέρους. Εχοντας στη διάθεσή του ικανό υλικό και αστείρευτη προσωπική γνώση και εμπειρία, ο Lebrecht συνδυάζει λιτή αφήγηση της εξέλιξης των γενικών συντεταγμένων (τεχνολογικές αλλαγές, εμπορικές στρατηγικές, εξελίξεις στο ύφος και τις τεχνικές της ερμηνείας) και πλούσια ανεκδοτολογική παράθεση. Ετσι π. χ. οι αναφορές στη συστηματική προσπάθεια του Ernst von Siemens και της Deutsche Grammophon να κυριαρχήσουν στο παγκόσμιο μουσικό στερέωμα κυρίως (αλλά όχι αποκλειστικά) με τις συνεχείς και ολοένα τελειοποιούμενες ηχογραφήσεις της Φιλαρμονικής του Βερολίνου με τον Κάραγιαν, αναδεικνύουν με τρόπο επιδέξιο την κομβική σύγκλιση μεταξύ εμπορικών στρατηγικών και συνειδητής πολιτισμικής πολιτικής. Περισσότερο εκτεθειμένες στις αβεβαιότητες της αγοράς, οι μεγάλες αμερικανικές ορχήστρες (Boston, Chicago, Philadelphia, New York, Cleveland) κατόρθωσαν εν τούτοις να μεγαλουργήσουν εκμεταλλευόμενες την οικονομική και κοινωνική ζήτηση και υποστήριξη που λίγο είχε να κάνει με δημόσιες πολιτικές ή πολιτισμικές στρατηγικές. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσες – κυρίως για τους γνώστες – είναι και οι αναφορές στην εσωτερική πολιτική και τις λεπτές ισορροπίες ισχύος στην Decca, ιδιαίτερα την περίοδο της μεγάλης ακμής της στον χώρο των κλασικών ηχογραφήσεων (δεκαετίες του 1960 και του 1970).


Ακμή και κρίση


Η υπερπαραγωγή των δεκαετιών του 1970 και του 1980 σε συνδυασμό με την άφιξη νέων τεχνολογιών άμεσης ψηφιακής πρόσβασης και αναπαραγωγής έφεραν την κρίση. Τεχνολογίες άμεσης ψηφιακής πρόσβασης όπως το ΜΡ3 (και το ποιοτικότερο FLAC) καθιστούν αμφίβολη την ίδια τη βιωσιμότητα της παραδοσιακά εμπορεύσιμης μορφής, όπως ο δίσκος βινυλίου και σήμερα το CD. Στο μεταξύ η τάση συγκεντροποίησης του κεφαλαίου που χαρακτηρίζει τον χώρο προχώρησε με περισσότερο γοργά και αμείλικτα βήματα μετά το 2000. Παλαιότερα, εξηγεί στον συγγραφέα ο αρχιμουσικός και μουσικολόγος Nikolaus Harnoncourt, οι καλλιτέχνες είχαν να κάνουν με ιδιοκτήτες ή και στελέχη εταιρειών τα περισσότερα εκ των οποίων αντιμετώπιζαν τη μουσική με γνώση, εκτίμηση και μια αίσθηση αποστολής. Τώρα μετρούν αποκλειστικά οι αριθμοί των πωλήσεων και οι αντιδράσεις των επενδυτών που αναμένουν κέρδη, όχι μια νέα ερμηνεία Mahler. Με μια λέξη, λέει ο Harnoncourt, το χρηματιστήριο άλλαξε την κατάσταση. Βέβαια, μπορεί κανείς να αντιτείνει, διαμορφώθηκαν τα τελευταία χρόνια εξελίξεις που υπογραμμίζουν τη συνθετότητα των πιθανών σεναρίων του μέλλοντος. Ορισμένες σημαντικές ορχήστρες (όπως η London Symphony και η Concertgebouw του Amsterdam) ξεκίνησαν ηχογραφήσεις σε δικές τους εταιρείες. Παράλληλα, εμφανίζονται και πάλι μικρότεροι αλλά σημαντικοί παίκτες (όπως είχε συμβεί παλαιότερα με αποτελέσματα για κάποιους θετικά, π.χ. η Naxos, ενώ για άλλους όχι). Κορυφαίο παράδειγμα αποτελεί σήμερα η φινλανδική Ondine, στην οποία ηχογραφεί πλέον, μεταξύ άλλων, η Philadelphia Orchestra.


Ο Otto Klemperer είχε εκμυστηρευτεί κάποτε ότι το να ακούει μουσική από δίσκο του φαινόταν ισοδύναμο με το να πλαγιάζει με φωτογραφία της Μαίριλυν Μονρόε. Κι όμως, η δισκογραφική βιομηχανία, με τις διακυμάνσεις και τις υπερβολές της, άνοιξε για το ευρύ κοινό νέους ορίζοντες για την κατανόηση της συνθετικής και ερμηνευτικής κληρονομιάς και του μουσικού παρόντος. Από την άποψη αυτή, η ψηφιακή αναπαραγωγή και πρόσβαση διευρύνει ακόμη περισσότερο την παιδευτική λειτουργία της βιομηχανίας των ηχογραφήσεων και με κάπως οικονομικότερο τρόπο (το νόμιμο download ενός ΜΡ3 είναι συνήθως φθηνότερο από την αγορά ενός νέου CD).


Εκκεντρικότητες


Ο Lebrecht δεν αποφεύγει ορισμένες εκκεντρικές προσεγγίσεις. Εδώ ίσως εντάσσονται ορισμένες αναφορές στη Μαρία Κάλλας (η προτίμηση του συγγραφέα για τη Renata Tebaldi διανθίζεται από σχόλια του τύπου «η Tebaldi δεν έπαιζε την diva, έφτανε στην ώρα της στις πρόβες και δεν κοιμόταν με εκατομμυριούχους»). Οι εκκεντρικότητες εμφιλοχωρούν όμως κυρίως στο δεύτερο και το τρίτο μέρος, όπου παρουσιάζονται οι κατά τον συγγραφέα εκατό σπουδαιότερες και είκοσι απεχθέστερες ηχογραφήσεις της ιστορίας. Χωρίς την εφαρμογή κάποιων συστηματικών κριτηρίων ή τη συνεχή παρουσία μιας έστω λανθάνουσας αισθητικής συνέπειας, τα σχόλια του Lebrecht είναι κάποτε εύστοχα, συχνά αμφιλεγόμενα, όμως πάντα ιδιοσυγκρασιακά. Οσο και αν αληθεύει ότι υπήρξε ατυχέστατη η επιλογή του συμπαθούς και δημοφιλούς Andrea Bocelli για την υψηλών αξιώσεων συμβολή του τενόρου στο Requiem του Verdi, δεν αρκεί αυτό για να κατατάξει την έκδοση του Βαλέρι Γκεργκίεφ στις είκοσι χειρότερες ηχογραφήσεις (ανεξαρτήτως έργου) όλων των εποχών. Για να χρησιμοποιήσουμε ένα άλλο παράδειγμα, και οι πλέον ένθερμοι υποστηρικτές του Toscanini θα προβληματιστούν με τον αφορισμό ότι η «δική του» Ενάτη Μπετόβεν με την NBC Symphony του 1952 είναι η αξιολογότερη Ενάτη της δισκογραφίας.


Ο κ. Κώστας Α. Λάβδας είναι καθηγητής στην Εδρα «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στη Fletcher School of Law and Diplomacy της Βοστώνης.