Στην Αθήνα λίγο πριν από το «αντίο»





«Ειλικρινά,
δεν πιστεύω πως θα αλλάξει γνώμη. Το έχει στον νου του εδώ και κάμποσα χρόνια. Δεν το κάνει για λόγους δημοσιότητας, δεν αποκαλεί καν την περιοδεία του αποχαιρετιστήρια. Απλώς… θέλει να σταματήσει». Μόλις την περασμένη εβδομάδα, με αυτές τις φράσεις η εκπρόσωπος του Αλφρεντ Μπρέντελ ανακοίνωνε την απόφαση του βετεράνου πιανίστα να αποχαιρετήσει τη σκηνή και τα δισκογραφικά στούντιο στο τέλος της επόμενης χρονιάς. Εστω και αν στην πραγματικότητα δεν είναι λίγες οι φορές που ανάλογες δηλώσεις έχουν αποδειχθεί κενές περιεχομένου, στην περίπτωση του 76χρονου Μπρέντελ, ενός πραγματικού μύθου του δευτέρου μισού του 20ού αιώνα, μια τέτοια εξέλιξη δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη. Κάτω από αυτό το πρίσμα, το επικείμενο – ήδη πολυαναμενόμενο – ρεσιτάλ του στο Μέγαρο, με έργα συνθετών που όχι μόνο ο ίδιος αγάπησε ιδιαίτερα αλλά «προχώρησε» την ίδια την επαφή τους με το διεθνές κοινό, αποκτά έτι μεγαλύτερο ενδιαφέρον.


Με δεδομένες τις δηλώσεις της εκπροσώπου του, σύμφωνα με τις οποίες η απόφαση του Μπρέντελ να εγκαταλείψει τη σκηνή δεν σχετίζεται με κάποιο θέμα υγείας αφού «είναι σε περίφημη φόρμα, καλύτερα από ποτέ» όπως διαβεβαίωσε χαρακτηριστικά, το 2008 μάλλον δεν επελέγη τυχαία αφού στη διάρκειά του ο κορυφαίος πιανίστας συμπληρώνει 60 ολόκληρα χρόνια καριέρας. Μιας καριέρας που υπερέβη τα όρια της μουσικής και αγκάλιασε ευρεία κλίμακα της Τέχνης, «σφραγίστηκε» από πάμπολλες τιμητικές διακρίσεις, βραβεία, ρεκόρ, πρωτιές και λαμπρές συνεργασίες, μα ταυτόχρονα υπήρξε τόσο «αντισυμβατική» ώστε να εκπλήσσει πρώτα απ’ όλους τον ίδιο.


«Δεν κατάγομαι από οικογένεια μουσικών ή διανοουμένων. Δεν υπήρξα παιδί-θαύμα. Δεν έχω φωτογραφική μνήμη ούτε παίζω γρηγορότερα από άλλους ερμηνευτές. Δεν είμαι καλός στην αποστήθιση. Χρειάζομαι οκτώ ώρες ύπνου. Δεν ακυρώνω συναυλίες από άποψη, παρά μόνο όταν είμαι πραγματικά άρρωστος. Η καριέρα μου εξελίχθηκε τόσο αργά ώστε να αισθάνομαι ότι κάτι φταίει είτε με εμένα είτε με τους άλλους ανθρώπους στον χώρο. Η λογοτεχνία – το διάβασμα και το γράψιμο – όπως και η ενατένιση της Τέχνης απασχολούν αρκετό από τον χρόνο μου. Το πώς στ’ αλήθεια έμαθα όλα αυτά τα έργα που έχω παίξει, πέρα από το γεγονός ότι δεν υπήρξα τέλειος σύζυγος και πατέρας, ειλικρινά δεν μπορώ να το εξηγήσω» δήλωνε κάποτε χαρακτηριστικά.


Ωστόσο, σε ό,τι αφορά το μουσικό του «πιστεύω» ακούγεται ξεκάθαρος και κατασταλαγμένος: «Αν ανήκω σε κάποια παράδοση» έχει πει «είναι σε αυτή κατά την οποία το μουσικό έργο είναι αυτό που υπαγορεύει στον ερμηνευτή το τι πρέπει να κάνει και όχι σε εκείνη κατά την οποία ο ερμηνευτής επιβάλλει στο έργο το πώς πρέπει να παιχθεί ή στον συνθέτη το τι θα έπρεπε να έχει γράψει».


Δύσκολος και απαιτητικός


Τι είδους άνθρωπος είναι στ’ αλήθεια αυτός ο εντυπωσιακά υψηλός, αυστηρής εμφανίσεως καλλιτέχνης ο οποίος αφιέρωσε τη ζωή του στους ακρογωνιαίους λίθους του παγκόσμιου πιανιστικού ρεπερτορίου; Χαρακτηριστικό το σχόλιο που έκανε κάποτε ο σερ Σάιμον Ρατλ, ένας από τους πλέον αγαπημένους φίλους του Μπρέντελ. «Ημουν λίγο μεγαλύτερος από 20 ετών όταν συνεργάστηκα για πρώτη φορά μαζί του» θυμόταν σχετικά ο σημερινός σουπερστάρ του πόντιουμ. «Ποτέ δεν θα ξεχάσω το πόσο δύσκολο, πόσο αγχωτικό μου φαινόταν αυτό που μου ζητούσε να κάνω. Κάποια στιγμή απελπίστηκα, πίστεψα πως ποτέ δεν θα τα καταφέρω. Εκτοτε, έστω και αν πλέον δεν το θεωρώ εντελώς αδύνατο, αυτό που μου ζητάει σε κάθε συνεργασία μας εξακολουθεί να παραμένει πάρα πολύ δύσκολο…».


Το σχόλιο μιας οικογενειακής φίλης του πιανίστα προχωρεί ένα βήμα παραπέρα: «Νομίζω πως είναι πολύ δυνατός και ταυτόχρονα φοβάται πολύ τα συναισθήματά του όπως κάθε άνθρωπος που έχει τη δυνατότητα να βιώσει δυνατά συναισθήματα… Οταν ήταν νεότερος, έχω τη γνώμη πως αντιμετώπιζε μεγάλες εσωτερικές εντάσεις. Εκαιγε μια φωτιά μέσα του την οποία φοβόταν να αποκαλύψει, και έτσι την εξωτερίκευε μέσω της ερμηνείας. Τώρα πιστεύω πως έχει συμφιλιωθεί περισσότερο με τον εαυτό του. Δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο πρόσωπο που πραγματικά είναι και στον άνθρωπο ο οποίος βγαίνει στη σκηνή…».


Εσκαβε χαρακώματα


Προερχόμενος από μια οικογένεια με αυστριακές, γερμανικές, ιταλικές και σλαβικές καταβολές – ο ίδιος προτιμά να αυτοπροσδιορίζεται ως Κεντροευρωπαίος -, ο Αλφρεντ Μπρέντελ γεννήθηκε στις 5 Ιανουαρίου 1931 στο Βίζενμπεργκ της Μοραβίας, μια περιοχή της σημερινής Τσεχίας. Οταν ήταν έξι ετών, η οικογένειά του μετακόμισε στο Ζάγκρεμπ και αργότερα στο Γκρατς όπου έζησε στη διάρκεια του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου, γύρω στα τέλη του οποίου βρέθηκε να σκάβει χαρακώματα στην περιοχή της πρώην Γιουγκοσλαβίας ώσπου κατέληξε με κρυοπαγήματα στο νοσοκομείο. Με εξαίρεση κάποια masterclasses που παρακολούθησε αργότερα, η «επίσημη» μουσική του εκπαίδευση έληξε εκεί γύρω στα 16 του χρόνια. Ο ίδιος θεωρεί τον εαυτό του εν πολλοίς αυτοδίδακτο, πράγμα το οποίο εκτιμά ως πλεονέκτημα:


«Ενας δάσκαλος μπορεί να έχει υπερβολική επιρροή» έχει δηλώσει χαρακτηριστικά. «Οντας αυτοδίδακτος, έμαθα να είμαι δύσπιστος σε οτιδήποτε δεν ανακάλυψα μόνος μου. Πιο πολύτιμο από τους δασκάλους αποδείχτηκε το να ακούω άλλους πιανίστες, μαέστρους, τραγουδιστές αλλά και εμένα τον ίδιο. Είχα ένα μαγνητόφωνο, ηχογραφούσα το έργο που μελετούσα, κατόπιν το άκουγα και δούλευα επάνω σ’ αυτό. Ακόμη πιστεύω πως αυτή είναι μια καλή μέθοδος δουλειάς για τους νέους πιανίστες και τους απαλλάσσει από ενδεχόμενες αρνητικές επιρροές ενός δασκάλου…».


Το ρεσιτάλ του Αλφρεντ Μπρέντελ θα δοθεί στις 30/11 (ώρα 20.30) στην Αίθουσα Φίλων της Μουσικής του Μεγάρου και στο πλαίσιο του κύκλου «Μεγάλοι Ερμηνευτές» που στηρίζει με χορηγία της η Geniki Bank. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει τη Σονάτα για πιάνο αρ. 20 σε ντο ελάσσονα (HobXVI) του Χάιντν, τη Σονάτα για πιάνο αρ. 31 σε λα ύφεση μείζονα, έργο 110 του Μπετόβεν, τους Αυτοσχεδιασμούς αρ. 1&3 από τη Συλλογή Αυτοσχεδιασμών έργο 142 (D 935) του Σούμπερτ και τη Σονάτα για πιάνο σε ντο ελάσσονα (Κ457) του Μότσαρτ.


«Πρέπει η κλασική μουσική να είναι πάντα τελείως σοβαρή;»


Πέρα από την αγάπη του για τη μουσική, ο Μπρέντελ αποκάλυψε γρήγορα τα ευρύτερα πνευματικά και καλλιτεχνικά ενδιαφέροντά του: τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση. Χαρακτηριστικό είναι ότι όταν το 1948, 17χρονο παιδί ακόμη, έκανε το ντεμπούτο του ως πιανίστας, μια γκαλερί στο Γκρατς φιλοξενούσε έκθεση υδατογραφιών του!


Ωστόσο η διάκριση που απέσπασε στον Διεθνή Διαγωνισμό Πιάνου Busoni του Μπολτσάνο το 1949, στάθηκε η απαρχή της διεθνούς σταδιοδρομίας του. Από τη δεκαετία του 1950 ως σήμερα, και πέρα από τις «ζωντανές» εμφανίσεις του, είναι ένας από τους καλλιτέχνες με τη σημαντικότερη δισκογραφική παρουσία, ενώ το εύρος του ρεπερτορίου του εκτείνεται από τον Μπαχ ως τον Σένμπεργκ. Ιδιαίτερη είναι, βεβαίως, η σχέση του με τον Μπετόβεν, τον Μότσαρτ, τον Σούμπερτ και τον Χάιντν, συνθέτες με τους οποίους, πέρα από τις αίθουσες συναυλιών και τα δισκογραφικά στούντιο, ο Μπρέντελ έχει συχνά «αναμετρηθεί» και στο χαρτί.


«Ανάμεσα στον εξερευνητή και τυχοθήρα Χάιντν και στον υπνοβάτη Σούμπερτ, βλέπω τον Μότσαρτ και τον Μπετόβεν ως αρχιτέκτονες. Πόσο διαφορετικά όμως έχτισε ο καθένας! Ο Μπετόβεν τοποθετεί από την αρχή ενός κομματιού πέτρα πάνω στην πέτρα, κατασκευάζοντας και αιτιολογώντας το οικοδόμημά του σαν να ‘ταν σύμφωνα με τους νόμους της στατικής. Από την άλλη μεριά, ο Μότσαρτ προτιμά να συνενώνει μεταξύ τους τις πιο υπέροχες μελωδικές ιδέες ως προκατασκευασμένα συστατικά. Ενώ ο Μπετόβεν βγάζει με διαδικαστικό, θα λέγαμε τρόπο, το ένα στοιχείο μέσα από το άλλο, ο Μότσαρτ τακτοποιεί το ένα στοιχείο μετά το άλλο, σαν να μην μπορούσε να γίνει αλλιώς» γράφει χαρακτηριστικά στο δοκίμιό του «Συμβουλές ενός ερμηνευτή του Μότσαρτ προς τον εαυτό του» το οποίο συμπεριελήφθη στη συλλογή με τίτλο «Μουσικοί Στοχασμοί και Αναστοχασμοί» που κυκλοφόρησε πριν από μερικά χρόνια από τις εκδόσεις Νεφέλη σε μετάφραση Χαράς Ιακωβίδου.


Απόλυτα συμφιλιωμένος με το πέρασμα του χρόνου, ο Μπρέντελ είναι παράλληλα ένας καλλιτέχνης με βαθιά αίσθηση του χιούμορ: μια αίσθηση που διαπερνά τόσο τον γραπτό όσο και τον προφορικό του λόγο. Το περίφημο ερώτημα «πρέπει η κλασική μουσική να είναι πάντα τελείως σοβαρή;» που έδινε τον τίτλο σε κάποιο άλλο δοκίμιό του είναι σίγουρα ο καταλληλότερος να το πραγματευτεί.