Τέταρτη σε μέγεθος και πληθυσμό πόλη της Ελλάδας, τουριστικός κόμβος με λιμάνι που σφύζει από κίνηση και διεθνές αεροδρόμιο, το Ηράκλειο αντιμετωπίζει τα κλασικά προβλήματα ενός μεγάλου αστικού κέντρου. Η γενέτειρα του Ελ Γκρέκο, του Νίκου Καζαντζάκη και του Οδυσσέα Ελύτη μαστίζεται από το κυκλοφοριακό, την άναρχη δόμηση, τη μετατροπή χώρων με μνημεία σε πάρκινγκ και άλλα δεινά της ανάπτυξης. Στη σύγχρονη ισοπέδωση όμως, το Ηράκλειο αντιπαρατάσσει το Αρχαιολογικό Μουσείο με το σύνολο σχεδόν των μινωικών ευρημάτων και τα δύο ακαδημαϊκά του «καμάρια»: το Πανεπιστήμιο Κρήτης και το Ιδρυμα Τεχνολογίας και Ερευνας, τα οποία συμβάλλουν τα μέγιστα στην παγκόσμια επιστημονική έρευνα. Παραδόξως, η πρωτεύουσα της Κρήτης δεν διαθέτει Δημοτική Πινακοθήκη. Ενα κενό που αναπληρώνει το Μουσείο Εικαστικών Τεχνών Ηρακλείου, προϊόν της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.


Προσωπικό δημιούργημα του ηρακλειώτη αρχιτέκτονα-μηχανικού Κωστή Σχιζάκη, το Μουσείο περιλαμβάνει τη συλλογή του ιδρυτή του, η οποία ξεκίνησε από μεράκι, σαν χόμπι. «Στην αρχή δύο δώρα, ύστερα μία αγορά και αμέσως μετά άρχισα να στολίζω τον τοίχο απέναντι από το τραπεζάκι όπου έπινα τον καφέ. Οταν γέμιζε ο ένας τοίχος, άλλαζα θέση στο τραπεζάκι, για να γεμίσω τον άλλο. Κι όταν γέμισαν όλοι και δεν περίσσευε τίποτα, τότε είχε φτιαχτεί ένας καλός πυρήνας που ζήταγε μια ιδιαίτερη μεταχείριση» λέει ο κ. Σχιζάκης.


Το Μουσείο, αστική εταιρεία μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, που ιδρύθηκε τον Μάιο του 2000, φιλοξενεί κυρίως έργα κρητών καλλιτεχνών, καλλιτεχνών που έζησαν στην Κρήτη ή μαθήτευσαν κοντά σε Κρήτες. «Εκλεισα τα αφτιά μου σε ό,τι μου προσέφεραν όσοι είχαν πάρει χαμπάρι του «χούι» μου κι άρχισα εγώ να ζητώ και να συζητώ με τους καλλιτέχνες του τόπου μου. Δεν μετάνιωσα». Εδώ συναντάμε και έργα νεοελλήνων και ξένων δημιουργών που εκτέθηκαν σε αίθουσες τέχνης του Ηρακλείου, των Χανίων και του Ρεθύμνου με θέμα όψεις της Κρήτης, αλλά και έργα που σχετίζονται με ένα καλλιτεχνικό συμβάν που έγινε στο Ηράκλειο, όπως το τμήμα ενός σκηνικού φιλοτεχνημένου για έναν μουσικό Αύγουστο.


Πενήντα τέσσερις εικαστικοί συμμετέχουν στη συλλογή που καλύπτει χρονολογικά την περίοδο από τη δεκαετία του ’30 ως σήμερα. Σύμφωνα με την ιστορικό τέχνης κυρία Ντενίζ-Χλόη Αλεβίζου, τα εκτιθέμενα έργα συνθέτουν κάποιες γενικές ενότητες. Τοπιογραφίες, θαλασσογραφίες και ζωγραφικές αποδόσεις σπιτιών των Νίκου Βισκαδουράκη, Στέλλας Κουκουλάκη, Νίκου Φωτάκη, Ευάγγελου Μαρκογιαννάκη κ.ά. Υπαιθρισμός με δημιουργίες των Θωμά Φανουράκη, Μανώλη Φραγκιαδάκη και Βασίλη Γρατσία. Φύση, που υμνείται από τον Δημήτρη Αρμακόλα, τον Αριστείδη Βλάσση, τον Γιάννη Μιγάδη και τον Τάκη Σιδέρη. Νεκρή φύση με έργα των Βασίλη Σταύρου, Λευτέρη Κανακάκη και Θωμά Παπαδοπεράκη. Γυναίκα, ερωμένη, μούσα, μοντέλο, αφορμή, όπως τη φαντάστηκαν ο Γιώργος Σταθόπουλος, ο Βασίλης Σπεράντζας, ο Παύλος Μοσχίδης, ο Μιχάλης Δουκουμετζάκης και ο Λευτέρης Κανακάκης. Χιούμορ που εκπροσωπούν ο Δημήτρης Τζάνης, ο Νίκος Μόσχος και ο Γιάννης Ανδρεαδάκης.


Το έργο με το οποίο εγκαινίασε τη συλλεκτική του δραστηριότητα ο Κωστής Σχιζάκης ήταν το χαρακτικό «Αιώνιος» από τη σειρά «Τα δέντρα θ’ ανθίσουν ξανά» του Τάσσου. Η αγάπη του Σχιζάκη για τη χαρακτική και τις διάφορες τεχνικές της (οξυγραφία, χαλκογραφία, ξυλογραφία) θα τον κάνει να εμπλουτίσει τη συλλογή του με έργα της Αριστέας Κριτσωτάκη, του Μανόλη Αποστολάκη, του Γιάννη Παπαδάκη και της Μαριάννας Ξενάκη. Η λιθογραφία αντιπροσωπεύεται από τον Παύλο Μοσχίδη και η μεταξοτυπία από τον Γιάννη Παρμακέλη, με τα έργα-μηνύματα «Μάρτυρες και θύματα και Πρωτομαγιά». Το ενδιαφέρον του συλλέκτη για την αφετηρία της δημιουργικής διαδικασίας τον οδήγησε στη συγκέντρωση σχεδίων και μελετών, από τα οποία ξεχωρίζουν αυτά του Γεωργίου Μανουσάκη, του Γιάννη Μιγάδη και της Ασπασίας Παπαδοπεράκη.


Κωνσταντίνος Μαλέας, Μιχαήλ Οικονόμου, Ευάγγελος Μαρκογιαννάκης, Αλέξης Ακριθάκης, Αριστόδημος Παπαδάκης, Μίνως Αργυράκης, Γιώργος Κουνάλης, Ναυσικά Κορνάρου, Κώστας Αγγελάκης, Μανώλης Σαριδάκης. Στους τοίχους του Μουσείου συνυπάρχουν οι παραπάνω ζωγράφοι που έζησαν και δημιούργησαν στη διάρκεια του 20ού αιώνα – μερικοί γεννημένοι στα τέλη του 19ου αιώνα – και άλλοι που έχουν μπροστά τους μακρά καριέρα. Σε αυτούς, τους νεότερους, αναφέρεται ο Κωστής Σχιζάκης όταν λέει: «Συλλέκτης των έργων τους και αρωγός στην προσπάθειά τους, τους εύχομαι να πολλαπλασιαστούν, γιατί αυτό σημαίνει ευημερία, και να γίνουν φημισμένοι, παραμένοντας άξιοι σε μια περίοδο δύσκολη όπως η σημερινή, όπου η τεχνολογία αφενός τους αφαιρεί παραδοσιακά στοιχεία, αφετέρου τους δίνει έμπνευση για νέες μορφές τέχνης και τεχνικής».


Για να επισκεφθεί κανείς τη συλλογή Σχιζάκη, που φιλοξενείται σε ένα μοντέρνο κτίσμα 300 τ.μ., θα πρέπει πρώτα να κλείσει τηλεφωνικό ραντεβού. Στον ίδιο χώρο στεγάζεται και μία βιβλιοθήκη εικαστικών βιβλίων.


Ο συλλέκτης ελπίζει ότι με τη βοήθεια της δημοτικής αρχής θα μπορούσε να απασχολεί καθημερινά έναν υπάλληλο, προκειμένου το κτίριο να παραμένει ανοικτό όλες τις εργάσιμες ώρες και ημέρες. Ονειρό του είναι να μετατραπεί, με τον καιρό, όλος ο χώρος σε έναν χώρο μελέτης για ειδικούς, φοιτητές, μαθητές και εικαστικούς.


«Από τη στιγμή που έφτιαξα το Μουσείο, καθημερινά αγωνιώ με τις ελλείψεις του» εξηγεί ο κ. Σχιζάκης, ο οποίος μας αποκαλύπτει ότι ο χώρος δεν έχει γίνει ακόμη γνωστός στους κατοίκους της πόλης.


Μέσα στα σχέδιά του και η διοργάνωση εκπαιδευτικών προγραμμάτων. Η φιλοσοφία του για το μέλλον και την εξέλιξη της συλλογής περιλαμβάνεται στην πιο χαρακτηριστική του φράση: «Εδώ ζω, εδώ εργάζομαι, αυτούς ξέρω, αυτούς εκτιμώ, αυτούς αγαπώ. Εδώ θα προσπαθήσω για το καλύτερο, παρά τις όποιες δυσκολίες».